ελληνικά | ell-000 | διαρπάζων |
ελληνικά | ell-000 | διαρρέω |
ελληνικά | ell-000 | διαρρέων |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαρρήγνυμι |
ελληνικά | ell-000 | διαρρηγνύομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαρρηγνύοντας |
ελληνικά | ell-000 | διαρρηγνύω |
ελληνικά | ell-000 | διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου |
ελληνικά | ell-000 | διαρρήκτης |
ελληνικά | ell-000 | διαρρηκτικός λοστός |
ελληνικά | ell-000 | διάρρηξη |
ελληνικά | ell-000 | διαρρήσσω |
ελληνικά | ell-000 | διαρρήχνω |
ελληνικά | ell-000 | διαρροή |
ελληνικά | ell-000 | διαρροή αέρος |
ελληνικά | ell-000 | διαρροή ασφαλείας |
ελληνικά | ell-000 | διαρροή/διαφυγή |
ελληνικά | ell-000 | διαρροή εγκεφάλων |
ελληνικά | ell-000 | διαρροή επιστημονικού δυναμικού |
ελληνικά | ell-000 | διαρροή μνήμης |
ελληνικά | ell-000 | διαρροή νερού |
ελληνικά | ell-000 | διαρροή πόρων |
ελληνικά | ell-000 | διάρροια |
ελληνικά | ell-000 | διαρροια |
ελληνικά | ell-000 | διαρροϊκός |
ελληνικά | ell-000 | διάρρους |
ελληνικά | ell-000 | διαρρυθμίζω |
ελληνικά | ell-000 | διαρρύθμιση |
ελληνικά | ell-000 | διαρρύθμιση δασών |
ελληνικά | ell-000 | διαρχία |
ελληνικά | ell-000 | Δίας |
ελληνικά | ell-000 | διασαλεύω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διασαλεύω |
ελληνικά | ell-000 | διασαλπίζω |
ελληνικά | ell-000 | διασαλπιστής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διασαφέω |
ελληνικά | ell-000 | διασαφηνίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | διασαφηνίζω |
ελληνικά | ell-000 | διασαφήνιση |
ελληνικά | ell-000 | διασάφηση |
ελληνικά | ell-000 | διασαφίζω |
ελληνικά | ell-000 | διάσειση |
ελληνικά | ell-000 | διάσειση του εγκεφάλου |
ελληνικά | ell-000 | διασείσις |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διασείω |
ελληνικά | ell-000 | διάσελο |
ελληνικά | ell-000 | Διάσελο Αχαΐας |
ελληνικά | ell-000 | διάσεψη |
ελληνικά | ell-000 | διάσημα |
ελληνικά | ell-000 | διάσημο |
ελληνικά | ell-000 | διάσημος |
ελληνικά | ell-000 | διασημότης |
ελληνικά | ell-000 | διασημότητα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διασιλλαίνω |
ελληνικά | ell-000 | διασκεδάζω |
ελληνικά | ell-000 | διασκεδαζω |
ελληνικά | ell-000 | διασκεδάζω θορυβωδώς |
ελληνικά | ell-000 | διασκεδάζων |
ελληνικά | ell-000 | διασκεδάζων θορυβωδώς |
ελληνικά | ell-000 | διασκέδαση |
ελληνικά | ell-000 | διασκεδαση |
ελληνικά | ell-000 | διασκεδασμός ενέργειας |
ελληνικά | ell-000 | διασκεδαστής |
ελληνικά | ell-000 | διασκεδαστικά |
ελληνικά | ell-000 | διασκεδαστικος |
ελληνικά | ell-000 | διασκεδαστικός |
ελληνικά | ell-000 | διασκελιά |
ελληνικά | ell-000 | διασκελίζω |
ελληνικά | ell-000 | διασκελίζων |
ελληνικά | ell-000 | διασκέλισμα |
ελληνικά | ell-000 | διασκελισμός |
ελληνικά | ell-000 | διασκελιστής |
ελληνικά | ell-000 | διάσκελο |
ελληνικά | ell-000 | διασκεπτήριο |
ελληνικά | ell-000 | διασκέπτομαι |
ελληνικά | ell-000 | διασκευάζω |
ελληνικά | ell-000 | διασκευαστής |
ελληνικά | ell-000 | διασκευαστικός |
ελληνικά | ell-000 | διασκευή |
ελληνικά | ell-000 | Διάσκεψη |
ελληνικά | ell-000 | διάσκεψη |
ελληνικά | ell-000 | διάσκεψη Web |
ελληνικά | ell-000 | Διάσκεψη Ασίας – Ευρώπης |
ελληνικά | ell-000 | διάσκεψη αφοπλισμού |
ελληνικά | ell-000 | Διάσκεψη για τον Αφοπλισμό στην Ευρώπη |
ελληνικά | ell-000 | διάσκεψη κορυφής |
ελληνικά | ell-000 | διάσκεψη προέδρων |
ελληνικά | ell-000 | Διάσκεψη της Βάνζεε |
ελληνικά | ell-000 | Διάσκεψη του ΟΗΕ |
ελληνικά | ell-000 | Διάσκεψη των Γενικών Διευθυντών των Υπηρεσιών Μετανάστευσης |
ελληνικά | ell-000 | Διάσκεψη των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών |
ελληνικά | ell-000 | Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη |
ελληνικά | ell-000 | διάσκεψη υπουργών |
ελληνικά | ell-000 | διάσκομο |
ελληνικά | ell-000 | διασκομώ |
ελληνικά | ell-000 | διασκορπίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | διασκορπίζω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διασκορπίζω |
ελληνικά | ell-000 | διασκόρπιση |
ελληνικά | ell-000 | Διασκορπισμένα νησιά στον Ινδικό Ωκεανό |
ελληνικά | ell-000 | διασκορπισμένος |
ελληνικά | ell-000 | διασκορπισμός |
ελληνικά | ell-000 | διασκορπιστής |
ελληνικά | ell-000 | διασπάζω |
ελληνικά | ell-000 | διασπαθίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | διασπαθίζω |
ελληνικά | ell-000 | διασπάθιση |
ελληνικά | ell-000 | διάσπαρτα |
ελληνικά | ell-000 | διάσπαρτος |
ελληνικά | ell-000 | διάσπαση |
ελληνικά | ell-000 | διάσπαση επιχείρησης |
ελληνικά | ell-000 | διασπάσιμος |
ελληνικά | ell-000 | διασπασμένος |
ελληνικά | ell-000 | διασπάστης |
ελληνικά | ell-000 | διασπαστικές δυνάμεις |
ελληνικά | ell-000 | διασπαστική |
ελληνικά | ell-000 | διασπαστικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διασπάω |
ελληνικά | ell-000 | διασπείρω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διασπείρω |
ελληνικά | ell-000 | Διασπορά |
ελληνικά | ell-000 | διασπορά |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διασπορά |
ελληνικά | ell-000 | διασπορά/διασκορπισμός |
ελληνικά | ell-000 | διασπορά μεγεθών |
ελληνικά | ell-000 | διασπορά οπτικής ίνας |
ελληνικά | ell-000 | διασπορέας |
ελληνικά | ell-000 | διασπω |
ελληνικά | ell-000 | διασπώ |
ελληνικά | ell-000 | διασπώ σε απλά σάκχαρα |
ελληνικά | ell-000 | διασταλάζω |
ελληνικά | ell-000 | διασταλτικός |
ελληνικά | ell-000 | διασταλτός |
ελληνικά | ell-000 | διαστάσεις |
ελληνικά | ell-000 | διάσταση |
ελληνικά | ell-000 | διάσταση Χάουσντορφ |
ελληνικά | ell-000 | διαστασιοδότηση |
ελληνικά | ell-000 | διαστασιολόγηση |
ελληνικά | ell-000 | διαστασιολογικός έλεγχος |
ελληνικά | ell-000 | διαστατική ανάλυση |
ελληνικά | ell-000 | διαστατικός |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρομένα πύρα |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρούμενα πυρά |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρούμενες πιστώσεις |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρώ |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρώ γένη |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρωμένο καλώδιο |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρωμένος |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρών |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρωνω |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρώνω |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρώνω γένη |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρώνω είδη |
ελληνικά | ell-000 | διασταυρώνω ράτσες |
ελληνικά | ell-000 | διασταύρωση |
ελληνικά | ell-000 | διασταύρωση πεζών |
ελληνικά | ell-000 | διαστέλλομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαστέλλομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαστέλλω |
ελληνικά | ell-000 | διάστερος |
ελληνικά | ell-000 | διαστήλιο |
ελληνικά | ell-000 | διάστημα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διάστημα |
ελληνικά | ell-000 | διάστημα ðiˈastiˌma |
ελληνικά | ell-000 | διάστημα ανανέωσης |
ελληνικά | ell-000 | διάστημα διακοπής |
ελληνικά | ell-000 | διάστημα διακοπής λειτουργίας |
ελληνικά | ell-000 | διάστημα έναρξης |
ελληνικά | ell-000 | διάστημα καθυστέρησης επανασύνδεσης |
ελληνικά | ell-000 | διάστημα παγίδευσης ασφαλείας |
ελληνικά | ell-000 | διαστηματικός |
ελληνικά | ell-000 | διάστημα χαρακτήρων |
ελληνικά | ell-000 | διάστημα χρονικό |
ελληνικά | ell-000 | διάστημα χωρίς διακοπή |
ελληνικά | ell-000 | διαστημικά απόβλητα |
ελληνικά | ell-000 | διαστημικά όπλα |
ελληνικά | ell-000 | διαστημικές επιστήμες |
ελληνικά | ell-000 | διαστημικές μεταφορές |
ελληνικά | ell-000 | διαστημική έρευνα |
ελληνικά | ell-000 | διαστημική πλοήγηση |
ελληνικά | ell-000 | διαστημική πολιτική |
ελληνικά | ell-000 | διαστημική στολή |
ελληνικά | ell-000 | διαστημική τεχνική |
ελληνικά | ell-000 | Διαστημικό Κέντρο Κέννεντυ |
ελληνικά | ell-000 | Διαστημικό Λεωφορείο |
ελληνικά | ell-000 | διαστημικό λεωφορείο |
ελληνικά | ell-000 | Διαστημικό Λεωφορείο Ατλαντίς |
ελληνικά | ell-000 | Διαστημικό Λεωφορείο Ντισκάβερι |
ελληνικά | ell-000 | διαστημικό όχημα |
ελληνικά | ell-000 | διαστημικός |
ελληνικά | ell-000 | διαστημικός ενισχυτικός κινητήρας |
ελληνικά | ell-000 | διαστημικός εξερευνητής |
ελληνικά | ell-000 | διαστημικός σταθμός |
ελληνικά | ell-000 | διαστημικό σκάφος |
ελληνικά | ell-000 | διαστημικό ταξίδι |
ελληνικά | ell-000 | διαστημόμετρο |
ελληνικά | ell-000 | διαστημόπλοιο |
ελληνικά | ell-000 | διαστίζω |
ελληνικά | ell-000 | διαστίζων |
ελληνικά | ell-000 | διαστική διακίνηση |
ελληνικά | ell-000 | διάστικτη μεφίτις |
ελληνικά | ell-000 | διάστικτος |
ελληνικά | ell-000 | διάστιχο |
ελληνικά | ell-000 | διαστολέας |
ελληνικά | ell-000 | διαστολή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαστολή |
ελληνικά | ell-000 | διαστολή μετάλλων |
ελληνικά | ell-000 | διαστολή νερού |
ελληνικά | ell-000 | διαστολικός |
ελληνικά | ell-000 | διαστρεβλώ |
ελληνικά | ell-000 | διαστρεβλώνω |
ελληνικά | ell-000 | διαστρέβλωση |
ελληνικά | ell-000 | διάστρεμμα |
ελληνικά | ell-000 | διαστρεμμένος |
ελληνικά | ell-000 | διάστρεπτος |
ελληνικά | ell-000 | διαστρευλωμένος |
ελληνικά | ell-000 | διαστρέφομαι |
τσακώνικα | tsd-001 | διαστρέφου |
ελληνικά | ell-000 | διαστρέφω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαστρέφω |
ελληνικά | ell-000 | διαστρικός |
ελληνικά | ell-000 | διαστροφέας |
ελληνικά | ell-000 | διαστροφή |
ελληνικά | ell-000 | διαστροφικός |
ελληνικά | ell-000 | διαστρωματώνω |
ελληνικά | ell-000 | διαστρωμάτωση |
ελληνικά | ell-000 | διάστρωση |
ελληνικά | ell-000 | διασυμμαχικός |
ελληνικά | ell-000 | διασυμπερίληψη |
ελληνικά | ell-000 | διασυνδεδεμένος |
ελληνικά | ell-000 | διασυνδέσεις υπηρεσιών καταλόγου Active Directory (ADSI) |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση |
ελληνικά | ell-000 | Διασύνδεση αποθήκευσης δικτύου (NSI) |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση γραμμής εντολών |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση διαχείρισης ρυθμίσεων (SMI) |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση ελέγχου οθόνης |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση ενσωματωμένου ελεγκτή |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση κλήσης κατ’ απαίτηση |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση κοινής πύλης (CGI) |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση μικρών υπολογιστικών συστημάτων (SCSI) |
ελληνικά | ell-000 | Διασύνδεση περιγραφής περιεχομένου πολυμέσων (MCDI) |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση πλατφόρμας στοιχείων (CPI) |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση πολλαπλών chip υψηλής πυκνότητας (HDMI) |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση πολυμέσων υψηλής ευκρίνειας |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση προγραμματισμού εφαρμογών (API) |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση προγραμματισμού εφαρμογών ανταλλαγής μηνυμάτων (MAPI) |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση προγραμματισμού εφαρμογών διακομιστή Internet (ISAPI) |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση προγραμματισμού εφαρμογών κρυπτογράφησης (CAPI) |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση συσκευών γραφικών |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση συστημάτων |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση υπηρεσίας παροχής |
ελληνικά | ell-000 | διασύνδεση χρήστη |
ελληνικά | ell-000 | διασυνδέω |
ελληνικά | ell-000 | διασυνδικαλιστικός |
ελληνικά | ell-000 | διασυνοριακός |
ελληνικά | ell-000 | διασυρμός |
ελληνικά | ell-000 | διασυρτόν |
ελληνικά | ell-000 | διασύρω |
ελληνικά | ell-000 | διασυση |
ελληνικά | ell-000 | διασφαλίζω |
ελληνικά | ell-000 | διασφαλιζω |
ελληνικά | ell-000 | διασφάλιση |
ελληνικά | ell-000 | διασφαλιση απορρητου |
ελληνικά | ell-000 | διασφάλιση ποιότητας |
ελληνικά | ell-000 | διασφαλιση ποιοτητασ |
ελληνικά | ell-000 | διασφημώ |
ελληνικά | ell-000 | διασχίζω |
ελληνικά | ell-000 | διασχίζω εκ νέου |
ελληνικά | ell-000 | διασώζομαι |
ελληνικά | ell-000 | διασώζω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διασῴζω |
ελληνικά | ell-000 | διασωθείς |
ελληνικά | ell-000 | διασωληνώσεις |
ελληνικά | ell-000 | διάσωση |
ελληνικά | ell-000 | διάσωση πλοίου |
ελληνικά | ell-000 | διασώσιμος |
ελληνικά | ell-000 | διασώστης |
ελληνικά | ell-000 | διασωστικός εξοπλισμός |
ελληνικά | ell-000 | διαταγές |
ελληνικά | ell-000 | διαταγή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαταγή |
τσακώνικα | tsd-001 | διαταγή |
ελληνικά | ell-000 | διαταγη |
ελληνικά | ell-000 | διαταγή ανωτέρου δικαστήριου |
ελληνικά | ell-000 | διαταγή εκτελέσεως |
ελληνικά | ell-000 | διαταγή κρατούμενου |
ελληνικά | ell-000 | διάταγμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διάταγμα |
ελληνικά | ell-000 | διάταγμα/απόφαση |
ελληνικά | ell-000 | διάταγμα του τσάρου |
ελληνικά | ell-000 | Διάταγμα των Μεδιολάνων |
ελληνικά | ell-000 | διατάζω |
ελληνικά | ell-000 | διατακτική |
ελληνικά | ell-000 | διατακτική ταξιδιού |