ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰμί |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰμι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἶμι |
Ιωνική διάλεκτος | grc-003 | εἶμι |
ελληνικά | ell-000 | Έιμι Γουάινχαους |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰμὶ εἰς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰμὶ ἐν |
ελληνικά | ell-000 | Έιμι Ντάιαμοντ |
ελληνικά | ell-000 | Έιμι Ρόμπσαρτ |
ελληνικά | ell-000 | Έιμι Σμαρτ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰμί τις |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰμὶ ὑπὸ ζυγόν |
ελληνικά | ell-000 | είναι |
ελληνικά | ell-000 | ειναι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ειναι |
ελληνικά | ell-000 | είναι αναίσθητη |
ελληνικά | ell-000 | είναι αναίσθητος |
ελληνικά | ell-000 | είναι αρκετός |
ελληνικά | ell-000 | είναι δεκαοχτώ Μαΐων |
ελληνικά | ell-000 | είναι εκτός |
ελληνικά | ell-000 | είναι καιρός να |
ελληνικά | ell-000 | είναι κινέζικα για μένα |
ελληνικά | ell-000 | είναι μεσάνυχτα |
ελληνικά | ell-000 | είναι μεσημέρι |
ελληνικά | ell-000 | είναι πάρα πολύ |
ελληνικά | ell-000 | είναι πολύ ωραίο |
ελληνικά | ell-000 | είναι σε ενδιαφέρουσα |
ελληνικά | ell-000 | είναι σπασμένο |
ελληνικά | ell-000 | είναι υποχρέωση |
ελληνικά | ell-000 | Έιναρ Χέρτζσπρουνγκ |
ελληνικά | ell-000 | είπα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἶπα |
Ιωνική διάλεκτος | grc-003 | εἶπα |
ελληνικά | ell-000 | είπε |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἴπερ |
ελληνικά | ell-000 | ειπωμένος |
ελληνικά | ell-000 | Εΐρ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἱρ |
ελληνικά | ell-000 | ειρημένος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰρην |
ελληνικά | ell-000 | Ειρηναίος Α ́ Ιεροσολύμων |
ελληνικά | ell-000 | Ειρηναίος της Λυών |
ελληνικά | ell-000 | ειρήνεμα |
ελληνικά | ell-000 | ειρήνευση |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνευτής |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνευτικός |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνεύω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰρηνεύω |
ελληνικά | ell-000 | Ειρήνη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Εἰρήνη |
ελληνικά | ell-000 | ειρήνη |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰρήνη |
ελληνικά | ell-000 | Ειρήνη η Αθηναία |
ελληνικά | ell-000 | Ειρήνη Καρρά |
ελληνικά | ell-000 | Ειρήνη Λασκαρίνα |
ελληνικά | ell-000 | Ειρήνη Μερκούρη |
ελληνικά | ell-000 | Ειρήνη Παππά |
ελληνικά | ell-000 | Ειρήνη Σεβαστού |
ελληνικά | ell-000 | Ειρήνη των Πυρηναίων |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνικά |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνική συνύπαρξη |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας |
ελληνικά | ell-000 | Ειρηνικός |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰρηνικός |
ελληνικά | ell-000 | Ειρηνικός Ωκεανός |
Καθαρεύουσα | ell-001 | Εἰρηνικὸς Ὠκεανός |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνικότης |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνικώς |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνισμός |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνιστής |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνιστικός |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνοδικείο |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνοδίκης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰρηνοποιέω |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνοποιός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰρηνοποιός |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνοποιώ |
ελληνικά | ell-000 | ειρηνόφιλος |
ελληνικά | ell-000 | ειρήσθω εν παρόδω |
ελληνικά | ell-000 | ειρινικά |
ελληνικά | ell-000 | ειρινικός |
ελληνικά | ell-000 | ειρκτή |
ελληνικά | ell-000 | ειρμός |
ελληνικά | ell-000 | Εϊρουνέπε |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἴρω |
ελληνικά | ell-000 | είρων |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἴρων |
ελληνικά | ell-000 | είρωνας |
ελληνικά | ell-000 | ειρωνεία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰρωνεία |
ελληνικά | ell-000 | ειρωνεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | ειρωνία |
ελληνικά | ell-000 | ειρωνικά |
ελληνικά | ell-000 | ειρωνικός |
ελληνικά | ell-000 | ειρωνικότης |
ελληνικά | ell-000 | ειρωνικότητα |
ελληνικά | ell-000 | ειρωνικώς |
ελληνικά | ell-000 | εις |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἷς |
Ιωνική διάλεκτος | grc-003 | εἷς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰς αἰῶνα |
ελληνικά | ell-000 | εις αντικατάσταση |
ελληνικά | ell-000 | εις άπαντες |
ελληνικά | ell-000 | εις άτοπο απαγωγή |
ελληνικά | ell-000 | εις άτοπον απαγωγή |
ελληνικά | ell-000 | εις βάθος |
ελληνικά | ell-000 | εις βάρος κάποιου |
ελληνικά | ell-000 | εις δυο |
ελληνικά | ell-000 | εις ένδειξιν πένθους |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰς ἐπίγνωσιν ἔρχομαι |
ελληνικά | ell-000 | εις κακή κατάσταση |
ελληνικά | ell-000 | εις κίνηση |
ελληνικά | ell-000 | είς κίνησιν |
ελληνικά | ell-000 | εις μάτην |
ελληνικά | ell-000 | εις μια σειρά |
ελληνικά | ell-000 | εις μνήμη |
ελληνικά | ell-000 | εις μνήμην |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰς πόλεμον |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰς τὰ ἄμετρα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰς τέλος |
ελληνικά | ell-000 | εις τη διάθεση |
ελληνικά | ell-000 | εις την κίνηση |
ελληνικά | ell-000 | εις την παραλία |
ελληνικά | ell-000 | εις την στιγμή |
ελληνικά | ell-000 | εις την υπηρεσία |
ελληνικά | ell-000 | εις τι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰς τὸ διηνεκές |
ελληνικά | ell-000 | εις το εξής |
ελληνικά | ell-000 | εις το έπακρο |
ελληνικά | ell-000 | εις το επανείδειν |
ελληνικά | ell-000 | εις το επανειδείν |
ελληνικά | ell-000 | εις το επανιδείν |
ελληνικά | ell-000 | εις το μέσο |
ελληνικά | ell-000 | εις το όνομα |
ελληνικά | ell-000 | εις το οποίο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰς τὸ οὖς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰς τὸ πάλιν |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰς τὸ παντελές |
ελληνικά | ell-000 | εις τους αγρούς |
ελληνικά | ell-000 | εις τούτο |
ελληνικά | ell-000 | εις υγείαν |
ελληνικά | ell-000 | εις υγείαν σας |
ελληνικά | ell-000 | εισ- |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσ |
ελληνικά | ell-000 | Εισαγγελέας |
ελληνικά | ell-000 | εισαγγελέας |
ελληνικά | ell-000 | εισαγγελέας εφετών |
ελληνικά | ell-000 | εισαγγελεύς |
ελληνικά | ell-000 | εισαγγελική αρχή |
ελληνικά | ell-000 | εισάγομαι |
ελληνικά | ell-000 | εισαγόμενη δύναμη |
ελληνικά | ell-000 | εισαγομένη μπίρα |
ελληνικά | ell-000 | εισαγόμενο είδος |
ελληνικά | ell-000 | εισαγόμενο εμπόρευμα |
ελληνικά | ell-000 | εισαγομένος |
ελληνικά | ell-000 | εισαγόμενος |
ελληνικά | ell-000 | εισάγω |
ελληνικά | ell-000 | εισαγω |
ελληνικά | ell-000 | εισαγώ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσάγω |
ελληνικά | ell-000 | εισάγω αέρα |
ελληνικά | ell-000 | εισάγω αναμμένος |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγέας |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγές |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή αέρα |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή αέρος |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή ατμού |
ελληνικά | ell-000 | Εισαγωγή βίντεο |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή διαφημιστικού |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή (ΕE) |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή εν ώρα λειτουργίας |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή μονάδων |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή μουσικής |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή ομιλίας |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή προιόντων |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγή σε ψυχιατρείο |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγη στο νοσοκομειο |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγικά |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγικές πιστώσεις |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγικό |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγικός |
ελληνικά | ell-000 | εισαγωγικός φόρος |
ελληνικά | ell-000 | εισάγω εκ νέου |
ελληνικά | ell-000 | εισάγω ενδοφλεβίως |
ελληνικά | ell-000 | εισάγω λαθρέως |
ελληνικά | ell-000 | εισάγω μιά έκλειση |
ελληνικά | ell-000 | εισάγων |
ελληνικά | ell-000 | εισάγω πάλι |
ελληνικά | ell-000 | εισάγω σε τραίνο |
ελληνικά | ell-000 | εισακούω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσακούω |
ελληνικά | ell-000 | εισακτέος |
ελληνικά | ell-000 | είσαστε |
ελληνικά | ell-000 | εισαχθείς |
ελληνικά | ell-000 | εισαχθέν |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσβαίνω |
ελληνικά | ell-000 | εισβάλλω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσβάλλω |
ελληνικά | ell-000 | εισβάλλω σε |
ελληνικά | ell-000 | εισβολέας |
ελληνικά | ell-000 | εισβολή |
ελληνικά | ell-000 | εισβολής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσδέχομαι |
ελληνικά | ell-000 | εισδέχομαι μέλη |
ελληνικά | ell-000 | εισδοχή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσδρομή |
ελληνικά | ell-000 | εισδυσιόμετρο |
ελληνικά | ell-000 | εισδύω |
ελληνικά | ell-000 | εισέβαλαν στην |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἴσειμι |
ελληνικά | ell-000 | εισέρχομαι |
ελληνικά | ell-000 | εισερχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσέρχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσέρχομαι καὶ ἐξέρχομαι |
ελληνικά | ell-000 | εισέρχομαι πάλι |
ελληνικά | ell-000 | εισέρχομαι παράνομα |
ελληνικά | ell-000 | εισέρχομαι παρανόμως |
ελληνικά | ell-000 | εισερχόμενα |
ελληνικά | ell-000 | εισερχόμενα δεδομένα εξερχόμενα δεδομένα |
ελληνικά | ell-000 | εισερχόμενη διεύθυνση URL |
ελληνικά | ell-000 | εισερχόμενη μονάδα |
ελληνικά | ell-000 | εισερχόμενη συνομιλία |
ελληνικά | ell-000 | εισερχόμενο |
ελληνικά | ell-000 | εισερχόμενος |
ελληνικά | ell-000 | εισερχόμενος φάκελος |
ελληνικά | ell-000 | εισήγηση |
ελληνικά | ell-000 | εισήγηση ''ж'' |
ελληνικά | ell-000 | εισηγητής |
ελληνικά | ell-000 | εισηγητικός |
ελληνικά | ell-000 | εισηγμένος |
ελληνικά | ell-000 | εισηγούμαι |
ελληνικά | ell-000 | εισητήριο |
ελληνικά | ell-000 | εισητηριο |
ελληνικά | ell-000 | είσθε |
ελληνικά | ell-000 | εισιτήριες εξετάσεις |
ελληνικά | ell-000 | εισιτήριο |
ελληνικά | ell-000 | εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου |
ελληνικά | ell-000 | εισιτήριο διάρκειας |
ελληνικά | ell-000 | εισιτήριο διαρκείας |
ελληνικά | ell-000 | εισιτήριο με επιστροφή |
ελληνικά | ell-000 | εισιτήριο μετ' επιστροφής |
ελληνικά | ell-000 | εισιτήριο μετ’ επιστροφής |
ελληνικά | ell-000 | εισιτήριος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσκαλέομαι |
ελληνικά | ell-000 | εισοδημα |
ελληνικά | ell-000 | εισόδημα |
ελληνικά | ell-000 | εισόδημα από μη μισθωτές υπηρεσίες |
ελληνικά | ell-000 | εισόδημα από χρήση |
ελληνικά | ell-000 | εισόδημα γεωργού |
ελληνικά | ell-000 | εισόδημα επένδυσης |
ελληνικά | ell-000 | εισόδημα/έσοδο |
ελληνικά | ell-000 | εισοδηματίας |
ελληνικά | ell-000 | εισοδηματική κατηγορία |
ελληνικά | ell-000 | εισοδηματική πολιτική |
ελληνικά | ell-000 | εισοδηματικός |
ελληνικά | ell-000 | εισοδηματικός λογαριασμός |
ελληνικά | ell-000 | εισόδημα των νοικοκυριών |
ελληνικά | ell-000 | Είσοδος |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος |
ελληνικά | ell-000 | εισοδος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἴσοδος |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος αγωγού |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος αέρα |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος αλλοδαπών |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος αφής |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος εις σωλήνα |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος εκκλησίας |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος/έξοδος |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος καλωδίων |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος μεταναστών |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος πληροφοριών |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος πυλών |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος σε σωλήνα |
ελληνικά | ell-000 | Είσοδος ως |
ελληνικά | ell-000 | είσοδος ''ж'' |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσοπίσω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἴσοπτρον |
ελληνικά | ell-000 | εισόρμηση |
ελληνικά | ell-000 | εισορμώ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσπηδάω |
ελληνικά | ell-000 | εισπλέω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσπληρόω |
ελληνικά | ell-000 | εισπνεόμενο φάρμακο |
ελληνικά | ell-000 | εισπνευστήρ |
ελληνικά | ell-000 | εισπνευστήρας |
ελληνικά | ell-000 | εισπνευστικό |
ελληνικά | ell-000 | εισπνέω |
ελληνικά | ell-000 | εισπνέω οσφραινόμενος |
ελληνικά | ell-000 | εισπνοή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσπορεύομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εἰσπορεύομαι καὶ ἐκπορεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | εισπρακτέος |
ελληνικά | ell-000 | εισπράκτορας |