ελληνικά | ell-000 | Εκτάσια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἔκτασις |
ελληνικά | ell-000 | εκτατήρας μυς |
ελληνικά | ell-000 | εκτατική γεωργία |
ελληνικά | ell-000 | εκτατική κτηνοτροφία |
ελληνικά | ell-000 | εκτατικός |
ελληνικά | ell-000 | έκτατο |
ελληνικά | ell-000 | έκτατος |
ελληνικά | ell-000 | εκτατός |
ελληνικά | ell-000 | εκταφή |
ελληνικά | ell-000 | εκτεθειμένος |
ελληνικά | ell-000 | εκτεθηλυμένο παιδί |
ελληνικά | ell-000 | εκτεθηλυμένος |
ελληνικά | ell-000 | εκτεθηλυμένος ανήρ |
ελληνικά | ell-000 | εκτείνομαι |
ελληνικά | ell-000 | εκτείνομαι κατά μήκος |
ελληνικά | ell-000 | εκτεινόμενος |
ελληνικά | ell-000 | εκτείνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτείνω |
ελληνικά | ell-000 | εκτείνων μυς |
ελληνικά | ell-000 | εκτείνω τον λαιμόν |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεί μια διαταγή |
ελληνικά | ell-000 | εκτέλεση |
ελληνικά | ell-000 | εκτέλεση εντολής |
ελληνικά | ell-000 | εκτέλεση με αναβαθμισμένα δικαιώματα |
ελληνικά | ell-000 | εκτέλεσης |
ελληνικά | ell-000 | εκτέλεση συμβολαίου |
ελληνικά | ell-000 | εκτέλεση σχεδίου |
ελληνικά | ell-000 | εκτέλεση της απόφασης |
ελληνικά | ell-000 | εκτέλεση της ποινής |
ελληνικά | ell-000 | εκτέλεση του προϋπολογισμού |
ελληνικά | ell-000 | εκτέλεσιμο αρχείο |
ελληνικά | ell-000 | εκτελέσιμος |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεσμένος |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστής |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστής βιόλα |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστής διαθήκης |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστής παραγγελίας |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστική απόφαση |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστική εξουσία |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστική οδηγία |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστικό απόσπασμα |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστικό γραφείο |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστικό διάταγμα |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστικός |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστικός κανονισμός |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστικός οργανισμός |
ελληνικά | ell-000 | εκτελεστός |
ελληνικά | ell-000 | εκτελέστρια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτελέω |
ελληνικά | ell-000 | εκτελούμαι |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ αδέξια |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ ατεχνώς |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ αυτοψία |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ δοκιμαστική πτήση |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ θητεία |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ με ρεύμα |
ελληνικά | ell-000 | εκτελωνίζω |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώνιση |
ελληνικά | ell-000 | εκτελωνισμός |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώνισμος εμπορευμάτων |
ελληνικά | ell-000 | εκτελωνιστής |
ελληνικά | ell-000 | εκτελών υπηρεσία |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ συμβολή |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ τακτικές ασκήσεις |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ υπηρεσία |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ χρέη |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ χρέη οδοκαθαριστή |
ελληνικά | ell-000 | εκτελώ χρέη συνδεσμού |
ελληνικά | ell-000 | εκτέμνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτένεια |
ελληνικά | ell-000 | εκτενές |
ελληνικά | ell-000 | εκτενέστερα |
ελληνικά | ell-000 | εκτενέστερος |
ελληνικά | ell-000 | εκτενής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτενής |
ελληνικά | ell-000 | εκτενής αναμμένος |
ελληνικά | ell-000 | εκτενής αργότερα |
ελληνικά | ell-000 | εκτενής πριν |
ελληνικά | ell-000 | εκτενώς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτενῶς |
ελληνικά | ell-000 | Εκτεταμένα αραβικό-ινδικά ψηφία |
ελληνικά | ell-000 | εκτεταμένη επιλογή |
ελληνικά | ell-000 | εκτεταμένη επιφάνεια εργασίας |
ελληνικά | ell-000 | εκτεταμένη μνήμη (expanded) |
ελληνικά | ell-000 | εκτεταμένη υποστήριξη |
ελληνικά | ell-000 | εκτεταμένο διαμέρισμα |
ελληνικά | ell-000 | εκτεταμένο κομβίο |
ελληνικά | ell-000 | εκτεταμένο ποσό |
ελληνικά | ell-000 | εκτεταμένος |
ελληνικά | ell-000 | εκτεταμενος |
ελληνικά | ell-000 | εκτεταμένος χαρακτήρας |
ελληνικά | ell-000 | έκτη αίσθηση |
ελληνικά | ell-000 | εκτιάα |
ελληνικά | ell-000 | εκτίθεμαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτίθεμαι |
ελληνικά | ell-000 | εκτίθεμαι σε |
ελληνικά | ell-000 | εκτιθέμενο αντικείμενο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτίθημι |
ελληνικά | ell-000 | εκτικός |
ελληνικά | ell-000 | εκτικός διέγερση |
ελληνικά | ell-000 | εκτικός εποχή |
ελληνικά | ell-000 | εκτικώς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτίλλω |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμάται |
ελληνικά | ell-000 | εκτίμηση |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμηση |
ελληνικά | ell-000 | εκτίμηση/αποτίμηση |
ελληνικά | ell-000 | εκτίμηση ικανοτήτων |
ελληνικά | ell-000 | εκτίμηση κατά προσέγγιση |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμηση κινδυνου |
ελληνικά | ell-000 | εκτίμηση πιθανότητας |
ελληνικά | ell-000 | εκτίμηση του περιβαλλοντικού κινδύνου |
ελληνικά | ell-000 | εκτίμησις |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμητής |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμητής ζημιών |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμητικός |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμητό |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμητός |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμητώς |
ελληνικά | ell-000 | εκτίμω |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμω |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμώ |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμώ εκ νέου |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμωμένος |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμώμενος |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμών |
ελληνικά | ell-000 | εκτιμώντας |
ελληνικά | ell-000 | εκτίναξη |
ελληνικά | ell-000 | εκτινάσσομαι |
ελληνικά | ell-000 | εκτινάσσω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτινάσσω |
ελληνικά | ell-000 | εκτίνω |
ελληνικά | ell-000 | έκτιση |
ελληνικά | ell-000 | εκτίω |
ελληνικά | ell-000 | εκτοκισμός |
ελληνικά | ell-000 | εκτοκύκλιο |
ελληνικά | ell-000 | εκτόλιτρα |
ελληνικά | ell-000 | εκτομή |
ελληνικά | ell-000 | εκτομή σπερματικών πόρων |
ελληνικά | ell-000 | εκτομίας |
ελληνικά | ell-000 | εκτομώ |
ελληνικά | ell-000 | εκτονώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | εκτονώνω |
ελληνικά | ell-000 | εκτόνωση |
ελληνικά | ell-000 | εκτόνωση αέριων |
ελληνικά | ell-000 | εκτοξεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | εκτόξευση |
ελληνικά | ell-000 | εκτόξευση αέρος |
ελληνικά | ell-000 | εκτόξευση νερού |
ελληνικά | ell-000 | εκτοξευτήρας |
ελληνικά | ell-000 | εκτοξευτήρας νερού |
ελληνικά | ell-000 | εκτοξευτής |
ελληνικά | ell-000 | εκτοξεύω |
ελληνικά | ell-000 | εκτοξεύω ατμό |
ελληνικά | ell-000 | εκτοξεύω με καταπέλτη |
ελληνικά | ell-000 | εκτοξεύω νερό |
ελληνικά | ell-000 | εκτοξεύω υγρό |
ελληνικά | ell-000 | εκτοπασκάλ |
ελληνικά | ell-000 | εκτοπία |
ελληνικά | ell-000 | εκτοπιζόμενο βάρος |
ελληνικά | ell-000 | εκτοπίζω |
ελληνικά | ell-000 | εκτοπίζω από αξίωμα |
ελληνικά | ell-000 | εκτοπίζω από ίππον |
ελληνικά | ell-000 | εκτοπίζω από κάθισμα |
ελληνικά | ell-000 | εκτόπιση |
ελληνικά | ell-000 | εκτοπισθείς |
ελληνικά | ell-000 | εκτόπισμα |
ελληνικά | ell-000 | εκτοπισμένο πρόσωπο |
ελληνικά | ell-000 | εκτοπισμένος |
ελληνικά | ell-000 | εκτοπισμός |
ελληνικά | ell-000 | εκτοπιστής |
ελληνικά | ell-000 | εκτόπλασμα |
ελληνικά | ell-000 | έκτοπος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἔκτοπος |
ελληνικά | ell-000 | Εκτόπρωκτα |
ελληνικά | ell-000 | Έκτορας |
ελληνικά | ell-000 | Έκτορ Λαβό |
ελληνικά | ell-000 | Εκτόρ Μαλό |
ελληνικά | ell-000 | εκτόρνευση |
ελληνικά | ell-000 | έκτος |
ελληνικά | ell-000 | εκτος |
ελληνικά | ell-000 | εκτός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἓκτος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἕκτος |
ελληνικά | ell-000 | εκτός αν |
ελληνικά | ell-000 | εκτός άξονα |
ελληνικά | ell-000 | εκτος απο |
ελληνικά | ell-000 | εκτός από |
ελληνικά | ell-000 | εκτός απο τον |
ελληνικά | ell-000 | εκτός εάν |
ελληνικά | ell-000 | εκτός εαυτού |
ελληνικά | ell-000 | εκτός έδρας |
ελληνικά | ell-000 | εκτός ελέγχου |
ελληνικά | ell-000 | εκτός ενέργειας |
ελληνικά | ell-000 | εκτός επιστητού |
ελληνικά | ell-000 | εκτός θέσης |
ελληνικά | ell-000 | εκτός κηνδύνου |
ελληνικά | ell-000 | εκτός λειτουργίας |
ελληνικά | ell-000 | εκτός μόδας |
ελληνικά | ell-000 | εκτός νόμου |
ελληνικά | ell-000 | εκτός οχημάτων |
ελληνικά | ell-000 | εκτός πλαισίου |
ελληνικά | ell-000 | εκτός πραγματικότητας |
ελληνικά | ell-000 | εκτός ροής |
ελληνικά | ell-000 | εκτός της |
ελληνικά | ell-000 | εκτός του ότι |
ελληνικά | ell-000 | εκτός τούτου |
ελληνικά | ell-000 | εκτός υπηρεσίας |
ελληνικά | ell-000 | εκτός χώρου παραγωγής |
ελληνικά | ell-000 | έκτοτε |
ελληνικά | ell-000 | εκτοτε |
ελληνικά | ell-000 | εκ του μηδενός |
ελληνικά | ell-000 | εκ του νόμου |
ελληνικά | ell-000 | εκ του πρόχειρου |
ελληνικά | ell-000 | εκ του συστάδην |
ελληνικά | ell-000 | εκ τούτου |
ελληνικά | ell-000 | εκτπος εαυτού |
ελληνικά | ell-000 | εκτραπείς της οδού |
ελληνικά | ell-000 | εκτραχηλίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | εκτραχηλισμός |
ελληνικά | ell-000 | εκτράχυνση |
ελληνικά | ell-000 | εκτραχύνω |
ελληνικά | ell-000 | εκτρέπομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτρέπομαι |
ελληνικά | ell-000 | εκτρέπομαι της οδού |
ελληνικά | ell-000 | εκτρεπόμενος |
ελληνικά | ell-000 | εκτρέπω |
ελληνικά | ell-000 | εκτρεπώ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτρέπω |
ελληνικά | ell-000 | εκτρέπω ενέργεια |
ελληνικά | ell-000 | εκτρέπω την προσοχή |
ελληνικά | ell-000 | εκτρέφω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτρέφω |
ελληνικά | ell-000 | εκτρέφων ζώα |
ελληνικά | ell-000 | εκτρέφων πτηνά |
ελληνικά | ell-000 | εκτριβή |
ελληνικά | ell-000 | εκ τριβής |
ελληνικά | ell-000 | εκτρίβομαι |
ελληνικά | ell-000 | εκτριβώ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐκτρίβω |
ελληνικά | ell-000 | εκτριβών |
ελληνικά | ell-000 | εκτρίμματα λίθων |
ελληνικά | ell-000 | εκτροπέας |
ελληνικά | ell-000 | εκτροπέας εξάτμισης |
ελληνικά | ell-000 | εκτροπή |
ελληνικά | ell-000 | εκτροπή φωτός |
ελληνικά | ell-000 | έκτροπο |
ελληνικά | ell-000 | εκτροφή |
ελληνικά | ell-000 | εκτροφή αλόγων |
ελληνικά | ell-000 | εκτροφή βοδιών |
ελληνικά | ell-000 | εκτροφή ζώων |
ελληνικά | ell-000 | εκτροφή μαλακοστράκων |
ελληνικά | ell-000 | εκτροφή σκύλων |
ελληνικά | ell-000 | εκτροφή ψαριών |
ελληνικά | ell-000 | εκτροχιάζομαι |
ελληνικά | ell-000 | εκτροχιάζω |
ελληνικά | ell-000 | εκτροχίαση |
ελληνικά | ell-000 | εκτροχιασμένος |
ελληνικά | ell-000 | εκτροχιασμός |
ελληνικά | ell-000 | έκτρωμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἔκτρωμα |
ελληνικά | ell-000 | εκτρωματικός |
ελληνικά | ell-000 | εκτρωματικότητα |
ελληνικά | ell-000 | έκτρωση |
ελληνικά | ell-000 | εκτρωση |
ελληνικά | ell-000 | έκτρωσις |
ελληνικά | ell-000 | εκτρωτικό |
ελληνικά | ell-000 | εκτρωτικός |
ελληνικά | ell-000 | εκτυλίσσομαι |
ελληνικά | ell-000 | εκτυλισσόμενη κεραία |
ελληνικά | ell-000 | εκτυλίσσω |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπώ |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπωμένες φωτογραφίες |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπωνω |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπώνω |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπώνω ανάγλυφα |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπώνω εσφαλμενώς |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπωση |
ελληνικά | ell-000 | εκτύπωση |
ελληνικά | ell-000 | εκτύπωση επάνω από άλλα χρώματα |
ελληνικά | ell-000 | εκτύπωση σε PDF |
ελληνικά | ell-000 | εκτύπωση ως βιβλίο |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπώσιμος |
ελληνικά | ell-000 | Εκτυπωτές και Φαξ |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπωτής |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπωτής PostScript |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπωτής ακίδων |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπωτής έγχυσης μελάνης |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπωτής λέιζερ |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπωτής μήτρας |
ελληνικά | ell-000 | εκτυπωτής πολλαπλών λειτουργιών |