ελληνικά | ell-000 | επιβάλλω πρόσθοτο χώρο |
ελληνικά | ell-000 | επιβάλλω πρόστιμο |
ελληνικά | ell-000 | επιβάλλω σιωπή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιβάλλω τὰς χεῖρας |
ελληνικά | ell-000 | επιβάλλω τη σιωπή |
ελληνικά | ell-000 | επιβάλλω τιμωρία |
ελληνικά | ell-000 | επιβάλλω το σεβασμό |
ελληνικά | ell-000 | επιβάλλω φόρο |
ελληνικά | ell-000 | επιβάλλω φορολογία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιβαρέω |
ελληνικά | ell-000 | επιβαρημένος |
ελληνικά | ell-000 | επιβαρύνομαι |
ελληνικά | ell-000 | επιβαρυνόμενος |
ελληνικά | ell-000 | επιβάρυνση |
ελληνικά | ell-000 | επιβαρυντική περίσταση |
ελληνικά | ell-000 | επιβαρυντικός |
ελληνικά | ell-000 | επιβαρύνω |
ελληνικά | ell-000 | επιβαρύνω κάποιον με χρέη |
ελληνικά | ell-000 | επιβαρύνων |
ελληνικά | ell-000 | επιβαρύνω υπερβολικά |
ελληνικά | ell-000 | επιβατηγό πλοίο |
ελληνικά | ell-000 | επιβατηγός |
ελληνικά | ell-000 | επιβάτης |
ελληνικά | ell-000 | επιβατης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιβάτης |
ελληνικά | ell-000 | επιβάτης διαμετακόμισης |
ελληνικά | ell-000 | επιβάτης πλοίου |
ελληνικά | ell-000 | επιβατική άμαξα |
ελληνικά | ell-000 | επιβατικό αυτοκίνητο |
ελληνικά | ell-000 | επιβατικός |
ελληνικά | ell-000 | επιβάτισσα |
ελληνικά | ell-000 | επιβατοχιλιόμετρα |
ελληνικά | ell-000 | επιβατοχιλιόμετρο |
ελληνικά | ell-000 | επιβεβαιώ |
ελληνικά | ell-000 | επιβεβαιωμένος |
ελληνικά | ell-000 | επιβεβαιώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | επιβεβαιώνω |
ελληνικά | ell-000 | επιβεβαίωση |
ελληνικά | ell-000 | επιβεβαίωση πωλήσεως |
ελληνικά | ell-000 | επιβεβαιωτής |
ελληνικά | ell-000 | επιβεβαιωτικός |
ελληνικά | ell-000 | επιβεβλημένος |
ελληνικά | ell-000 | επιβήτορας |
ελληνικά | ell-000 | επιβήτορας ίππος |
ελληνικά | ell-000 | επιβιβάζομαι |
ελληνικά | ell-000 | επιβιβάζομαι ξανά |
ελληνικά | ell-000 | επιβιβάζομαι πάλι |
ελληνικά | ell-000 | επιβιβάζω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιβιβάζω |
ελληνικά | ell-000 | επιβίβαση |
ελληνικά | ell-000 | επιβιβασμένος |
ελληνικά | ell-000 | επιβίωμα |
ελληνικά | ell-000 | επιβιώνω |
ελληνικά | ell-000 | επιβίωση |
ελληνικά | ell-000 | επιβλαβές |
ελληνικά | ell-000 | επιβλαβές φυτό |
ελληνικά | ell-000 | επιβλαβή ζώα |
ελληνικά | ell-000 | επιβλαβής |
ελληνικά | ell-000 | επιβλαβής επίδραση |
ελληνικά | ell-000 | επιβλέπω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιβλέπω |
ελληνικά | ell-000 | επιβλέπων |
ελληνικά | ell-000 | επιβλέπω ποίμνιο |
ελληνικά | ell-000 | επίβλεψη |
ελληνικά | ell-000 | επιβλεψη |
ελληνικά | ell-000 | επίβλεψη του περιβάλλοντος |
ελληνικά | ell-000 | επιβληθέν |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίβλημα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιβλής |
ελληνικά | ell-000 | επιβλητικιά |
ελληνικά | ell-000 | επιβλητικός |
ελληνικά | ell-000 | επιβλητικότητα |
ελληνικά | ell-000 | επιβλητικώς |
ελληνικά | ell-000 | επιβλητός |
ελληνικά | ell-000 | επιβολή |
ελληνικά | ell-000 | Επιβολή DHCP |
ελληνικά | ell-000 | επιβολή/ εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή |
ελληνικά | ell-000 | Επιβολή επιπέδου εφαρμογής (ALE) |
ελληνικά | ell-000 | επιβολή του νόμου |
ελληνικά | ell-000 | επιβολή φόρου |
ελληνικά | ell-000 | επιβουλεύομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιβούλευσις |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | έπιϐουλεύω |
ελληνικά | ell-000 | επιβουλή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιβουλή |
ελληνικά | ell-000 | επίβουλος |
ελληνικά | ell-000 | επιβράβευση |
ελληνικά | ell-000 | επιβράβευση αποτελεσματικότητας |
ελληνικά | ell-000 | επιβραβεύω |
ελληνικά | ell-000 | επιβραδυνόμενη ενέργεια |
ελληνικά | ell-000 | επιβράδυνση |
ελληνικά | ell-000 | Επιβράδυνση, μισή |
ελληνικά | ell-000 | επιβράδυνση της παραγωγής |
ελληνικά | ell-000 | επιβραδύνω |
ελληνικά | ell-000 | επιβράχυνση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιβύστρα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιγαμβρεύω |
ελληνικά | ell-000 | επιγαμία |
ελληνικά | ell-000 | επιγαστρική φλέβα |
ελληνικά | ell-000 | επιγαστρικό βοθρίο |
ελληνικά | ell-000 | επιγάστριο |
ελληνικά | ell-000 | επίγεια αγαθά |
ελληνικά | ell-000 | Επίγεια ψηφιακή τηλεόραση |
ελληνικά | ell-000 | επίγειες μεταφορές |
ελληνικά | ell-000 | επίγειος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίγειος |
ελληνικά | ell-000 | επίγειος παράδεισος |
ελληνικά | ell-000 | επίγευση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιγίνομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιγινώσκω |
ελληνικά | ell-000 | επιγλωττίδα |
ελληνικά | ell-000 | επίγνωση |
ελληνικά | ell-000 | επιγνωση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίγνωσις |
ελληνικά | ell-000 | επιγόμωση |
ελληνικά | ell-000 | επιγονάτιδα |
ελληνικά | ell-000 | επιγονατίδα |
ελληνικά | ell-000 | επιγονατίδα ακάλυπτος |
ελληνικά | ell-000 | επιγονατίδα από |
ελληνικά | ell-000 | επιγονάτιδες |
ελληνικά | ell-000 | επιγονάτιδος |
ελληνικά | ell-000 | επιγονάτις |
ελληνικά | ell-000 | Επίγονοι |
ελληνικά | ell-000 | επίγονος |
ελληνικά | ell-000 | επίγραμμα |
ελληνικά | ell-000 | επιγραμματικά |
ελληνικά | ell-000 | επιγραμματικός |
ελληνικά | ell-000 | επιγραμμικός |
ελληνικά | ell-000 | επιγράμμιση |
ελληνικά | ell-000 | ἐπιγράφειν |
ελληνικά | ell-000 | επιγραφή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιγραφή |
ελληνικά | ell-000 | επιγραφή διά κόλληση |
ελληνικά | ell-000 | επιγραφική |
ελληνικά | ell-000 | Επιγραφικό Παρθιάν |
ελληνικά | ell-000 | Επιγραφικό Παχλάβι |
ελληνικά | ell-000 | επιγράφω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιγράφω |
ελληνικά | ell-000 | επιγράφων |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιδακρύω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Επίδαμνος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἐπίδαμνος |
ελληνικά | ell-000 | επιδαπέδια συναρμολόγηση |
ελληνικά | ell-000 | επιδαπέδια τοποθέτηση |
ελληνικά | ell-000 | επιδαπέδια χύτευση |
ελληνικά | ell-000 | επιδαπέδιος ηλεκτροκινητήρας |
ελληνικά | ell-000 | Επίδαυρος |
ελληνικά | ell-000 | επιδαψιλεύω |
ελληνικά | ell-000 | επιδαψιλεύων |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιδείκνυμι |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικνύομαι |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικνυω |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικνύω |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικνύων |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικνύων πνεύμα |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικτικά ρούχα |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικτική ασημαντότητα |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικτική ευλάβεια |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικτική παρέλαση |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικτικός |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικτικότης |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικτικότητα |
ελληνικά | ell-000 | επιδεικτικώς |
ελληνικά | ell-000 | επιδεινούμαι |
ελληνικά | ell-000 | επιδείνω |
ελληνικά | ell-000 | επιδεινωθείσα |
ελληνικά | ell-000 | επιδεινωματικός |
ελληνικά | ell-000 | επιδεινώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | επιδεινώνω |
ελληνικά | ell-000 | επιδείνωση |
ελληνικά | ell-000 | επιδεινωτής |
ελληνικά | ell-000 | επίδειξη |
ελληνικά | ell-000 | επίδειξη ιππασίας |
ελληνικά | ell-000 | επιδειξίας |
ελληνικά | ell-000 | επιδειξιμανία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίδειξις |
ελληνικά | ell-000 | επιδειχθέν πνεύμα |
ελληνικά | ell-000 | επιδείχνω |
ελληνικά | ell-000 | επιδεκτικός |
ελληνικά | ell-000 | επιδεκτικός μάθησης |
ελληνικά | ell-000 | επιδεκτικός πλυσίματος |
ελληνικά | ell-000 | επιδεκτικότης |
ελληνικά | ell-000 | επιδεκτικότητα |
ελληνικά | ell-000 | επιδεκτικώς |
ελληνικά | ell-000 | επιδένω |
ελληνικά | ell-000 | επίδεξη |
ελληνικά | ell-000 | επιδέξια |
τσακώνικα | tsd-001 | επιδέξιε |
ελληνικά | ell-000 | επιδέξιος |
ελληνικά | ell-000 | επιδεξιος |
ελληνικά | ell-000 | επιδέξιος χειρισμός |
ελληνικά | ell-000 | επιδεξιότης |
ελληνικά | ell-000 | επιδεξιότητα |
ελληνικά | ell-000 | επιδεξίως |
ελληνικά | ell-000 | επιδερμίδα |
ελληνικά | ell-000 | επιδερμιδα |
ελληνικά | ell-000 | επιδερμικός |
ελληνικά | ell-000 | επιδερμικό φαινόμενο |
ελληνικά | ell-000 | επίδεση |
ελληνικά | ell-000 | επίδεσμοι σε ρολό |
ελληνικά | ell-000 | επίδεσμος |
ελληνικά | ell-000 | επιδεσμος |
ελληνικά | ell-000 | επίδεσμος στο κεφάλι |
ελληνικά | ell-000 | επίδεσμος της κνήμης |
ελληνικά | ell-000 | επιδέχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιδέχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιδημέω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ΕΠΙΔΗΜΗΓΟΡΕΩ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιδημηγορέω |
ελληνικά | ell-000 | επιδημία |
ελληνικά | ell-000 | επιδημιακός |
ελληνικά | ell-000 | επιδημία πανούκλας |
ελληνικά | ell-000 | επιδημικός |
ελληνικά | ell-000 | επιδημιολογία |
ελληνικά | ell-000 | επιδημιολογια |
ελληνικά | ell-000 | επιδημιολογικός |
ελληνικά | ell-000 | επιδημιολόγος |
ελληνικά | ell-000 | επιδιασκόπιο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιδιατάσσομαι |
ελληνικά | ell-000 | επιδίδομαι |
ελληνικά | ell-000 | επιδίδομαι σε επιστημονική έρευνα |
ελληνικά | ell-000 | επιδιδυμίδα |
ελληνικά | ell-000 | επιδίδω |
ελληνικά | ell-000 | επιδίδω κλήση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιδίδωμι |
ελληνικά | ell-000 | επιδικάζω |
ελληνικά | ell-000 | επι δικαίους και αδίκους |
ελληνικά | ell-000 | επιδίκαση |
ελληνικά | ell-000 | επιδικάσιμος |
ελληνικά | ell-000 | επίδικος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιδιορθόω |
ελληνικά | ell-000 | επιδιορθώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | επιδιορθώνω |
ελληνικά | ell-000 | επιδιορθώνω πρόχειρα |
ελληνικά | ell-000 | επιδιόρθωση |
ελληνικά | ell-000 | επιδιόρθωση κατά την εκκίνηση |
ελληνικά | ell-000 | επιδιορθωτής |
ελληνικά | ell-000 | επιδιορθωτής μετάλλινων σκεύων |
ελληνικά | ell-000 | επιδιορθωτής τηλεφωνικών συρμάτων |
ελληνικά | ell-000 | επιδιωκόμενος |
ελληνικά | ell-000 | επιδιώκω |
ελληνικά | ell-000 | επιδιώκων |
ελληνικά | ell-000 | επιδίωξη |
ελληνικά | ell-000 | επιδιώξιμος |
ελληνικά | ell-000 | επιδοκιμάζω |
ελληνικά | ell-000 | επιδοκιμασία |
ελληνικά | ell-000 | επιδοκιμαστής |
ελληνικά | ell-000 | επιδοκιμαστικός |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα άδειας |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα ανεργίας |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα απεργίας |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα αποστράτευσης |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα ασθένειας |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα διατροφής |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα επικίνδυνης εργασίας |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα εφευρετού |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα λόγω θανάτου |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα μέριμνας |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα μητρότητας |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα παιδιού |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα σε απόρους |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα σπουδών |
ελληνικά | ell-000 | επίδομα συγγραφέως |
ελληνικά | ell-000 | επιδομή |
ελληνικά | ell-000 | επίδοξος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίδοξος |
ελληνικά | ell-000 | επίδοξος κληρονόμος |
ελληνικά | ell-000 | επιδόρπιο |
ελληνικά | ell-000 | επιδόσεις |
ελληνικά | ell-000 | επίδοση |
ελληνικά | ell-000 | επιδοτήριο |
ελληνικά | ell-000 | επιδότηση |
ελληνικά | ell-000 | επιδότηση εξαγωγών |
ελληνικά | ell-000 | επιδότηση επιτοκίου |
ελληνικά | ell-000 | επίδοτο |
ελληνικά | ell-000 | επιδοτούμαι |
ελληνικά | ell-000 | επιδοτούμενος |
ελληνικά | ell-000 | επιδοτώ |
ελληνικά | ell-000 | επιδρασεισ |
ελληνικά | ell-000 | επίδραση |
ελληνικά | ell-000 | επίδραση αέριων |
ελληνικά | ell-000 | επίδραση αντισταθμίσεως |
ελληνικά | ell-000 | επίδραση διασποράς |
ελληνικά | ell-000 | επίδραση εξ’ αποστάσεως |
ελληνικά | ell-000 | επίδραση συνδυασμού |
ελληνικά | ell-000 | επίδραση του φαινομένου του θερμοκηπίου |
ελληνικά | ell-000 | επίδραση του φαινομένου του θερμοκηπίου/σταδιακή αύξηση |
ελληνικά | ell-000 | επίδρασις |
ελληνικά | ell-000 | επιδρομέας |
ελληνικά | ell-000 | επιδρομεύς |
ελληνικά | ell-000 | επιδρομή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιδρομή |
ελληνικά | ell-000 | Επιδρομή του Κούλεϊ |
ελληνικά | ell-000 | επιδρομικός |