ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκό ομολογιακό δάνειο |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκό όραμα |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Περιβαλλοντικό Συμβούλιο |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκό πρόγραμμα |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για την Εκπαίδευση στην Παρεμβατική Επιδημιολογία |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκό πρότυπο |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα καλαθοσφαίρισης γυναικών |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Καλλιτεχνικού Πατινάζ |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου Ελπίδων |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου κάτω των 19 ετών |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα χειροσφαίρισης ανδρών |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκός |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκός βιομηχανικός χώρος |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκός βίσονας |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκός δικαστικός χώρος |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκός κοινωνικός προϋπολογισμός |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκός κοινωνικός χώρος |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός χώρος |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκός οργανισμός |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Τυποποίησης |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Συνασπισμός Ατομικής Ενέργειας |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Οικονομικής Συνεργασίας |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκός συνεταιρισμός |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκός Χάρτης |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Χάρτης Ενέργειας |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκός χάρτης των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκό σήμα |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκό στρατιωτικό σώμα |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Συμβούλιο |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Συνδικαλιστικό Ινστιτούτο |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκό σύνταγμα |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκό φυτό γένους celtis |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαϊκό χελι |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαίος |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπαίος |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | Ευρώπα Νήσος |
ελληνικά | ell-000 | Ευρώπη |
Καθαρεύουσα | ell-001 | Εὐρώπη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Εὐρώπη |
Ποντιακά | pnt-000 | Ευρώπην |
ελληνικά | ell-000 | Ευρώπη των πολιτών |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπιο |
ελληνικά | ell-000 | ευρώπιο |
ελληνικά | ell-000 | ευρωπίστωση |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωπόλ |
ελληνικά | ell-000 | ευρωσκεπτικισμός |
ελληνικά | ell-000 | ευρωσκεπτικιστής |
ελληνικά | ell-000 | ευρωσκεπτικιστικός |
ελληνικά | ell-000 | ευρωσκεπτικός |
ελληνικά | ell-000 | Ευρωστάτ |
ελληνικά | ell-000 | ευρωστία |
ελληνικά | ell-000 | ευρωστος |
ελληνικά | ell-000 | εύρωστος |
ελληνικά | ell-000 | ευρωστώς |
ελληνικά | ell-000 | Ευρώτας |
ελληνικά | ell-000 | εύρωτος |
ελληνικά | ell-000 | ευσαρκία |
ελληνικά | ell-000 | εύσαρκος |
ελληνικά | ell-000 | ευσεβάστως |
ελληνικά | ell-000 | ευσέβεια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐσέβεια |
ελληνικά | ell-000 | ευσεβείς πόθοι |
ελληνικά | ell-000 | ευσεβές |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐσεβέω |
ελληνικά | ell-000 | ευσεβής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐσεβής |
ελληνικά | ell-000 | ευσεβής πόθος |
ελληνικά | ell-000 | Ευσέβιος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Εὐσέβιος |
ελληνικά | ell-000 | Ευσέβιος ο Καισαρείας |
ελληνικά | ell-000 | Ευσέβιος ο Νικομηδείας |
ελληνικά | ell-000 | ευσεβώς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐσεβῶς |
ελληνικά | ell-000 | εύσημα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὔσημος |
ελληνικά | ell-000 | ευσιγκινησία |
ελληνικά | ell-000 | εύσπλαγχνος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὔσπλαγχνος |
ελληνικά | ell-000 | ευσπλαχνία |
ελληνικά | ell-000 | ευσπλαχνίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | ευσπλαχνιζόμενος |
ελληνικά | ell-000 | ευσπλαχνικός |
ελληνικά | ell-000 | εύσπλαχνος |
ελληνικά | ell-000 | ευσταθεί |
ελληνικά | ell-000 | ευστάθεια |
ελληνικά | ell-000 | ευσταθής |
ελληνικά | ell-000 | ευσταθής ισορροπία |
ελληνικά | ell-000 | Ευστάθιος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Εὐστάθιος |
ελληνικά | ell-000 | Ευστάθιος Β’ της Βουλώνης |
ελληνικά | ell-000 | Ευστάθιος Γ’ της Βουλώνης |
ελληνικά | ell-000 | ευσταλής |
ελληνικά | ell-000 | ευσταχιανή σάλπιγξ |
ελληνικά | ell-000 | ευσταχιανή σύριγξ |
ελληνικά | ell-000 | Ευστάχιος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὔστομος |
ελληνικά | ell-000 | εύστοχη απάντηση |
ελληνικά | ell-000 | εύστοχη παρατήρηση |
ελληνικά | ell-000 | ευστοχία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐστοχία |
ελληνικά | ell-000 | εύστοχος |
ελληνικά | ell-000 | εύστοχος απάντηση |
ελληνικά | ell-000 | ευστοχώ |
ελληνικά | ell-000 | εύστροφα |
ελληνικά | ell-000 | ευστροφία |
ελληνικά | ell-000 | εύστροφος |
ελληνικά | ell-000 | ευστρόφως |
ελληνικά | ell-000 | ευσυγκινησία |
ελληνικά | ell-000 | ευσυγκίνητος |
ελληνικά | ell-000 | ευσυμβίβαστο |
ελληνικά | ell-000 | ευσυνειδησία |
ελληνικά | ell-000 | ευσυνείδητα |
ελληνικά | ell-000 | ευσυνείδητος |
ελληνικά | ell-000 | ευσυνειδήτως |
ελληνικά | ell-000 | εύσχημο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐσχημόνως |
ελληνικά | ell-000 | εύσχημος |
ελληνικά | ell-000 | εύσχημος τρόπος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐσχημοσύνη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐσχήμων |
ελληνικά | ell-000 | εύσχιστος |
ελληνικά | ell-000 | εύσωμος |
ελληνικά | ell-000 | εύτακτος |
ελληνικά | ell-000 | ευτάκτως |
ελληνικά | ell-000 | ευταξία |
ελληνικά | ell-000 | ευταξίας ποτοπολείου |
ελληνικά | ell-000 | ευτέλεια |
ελληνικά | ell-000 | ευτελή μέταλλα |
ελληνικά | ell-000 | ευτελής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐτελίζω |
ελληνικά | ell-000 | ευτελώς |
ελληνικά | ell-000 | Ευτέρπη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Εὐτέρπη |
τσακώνικα | tsd-001 | ευτζή |
τσακώνικα | tsd-001 | ευτζικούμενε |
ελληνικά | ell-000 | εύτηκτο |
ελληνικά | ell-000 | εύτηκτο κράμα |
ελληνικά | ell-000 | εύτηκτος |
ελληνικά | ell-000 | ευτολμία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐτολμία |
ελληνικά | ell-000 | εύτολμος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐτόνως |
ελληνικά | ell-000 | ευτραπελία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐτραπελία |
ελληνικά | ell-000 | ευτράπελος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐτράπελος |
ελληνικά | ell-000 | ευτραφής |
ελληνικά | ell-000 | ευτρεπίζω |
ελληνικά | ell-000 | ευτρεπισμός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὔτρεπτος |
ελληνικά | ell-000 | Ευτρόπιος |
ελληνικά | ell-000 | ευτροφισμός |
τσακώνικα | tsd-001 | ευτύς |
ελληνικά | ell-000 | εὐτύχει |
ελληνικά | ell-000 | ευτυχές |
ελληνικά | ell-000 | ευτύχημα |
ϯⲁⲥⲡⲓ ⲛ̄ⲣⲉⲙⲛ̄ⲭⲏⲙⲓ ⲛ̄ⲣⲉⲙϧⲏⲧ | cop-001 | Εὐτύχης |
ελληνικά | ell-000 | ευτυχής |
ελληνικά | ell-000 | ευτυχης |
ελληνικά | ell-000 | ευτυχής περίσταση |
ελληνικά | ell-000 | ευτυχία |
τσακώνικα | tsd-001 | ευτυχία |
ελληνικά | ell-000 | ευτυχια |
ελληνικά | ell-000 | Ευτυχιανός |
ελληνικά | ell-000 | Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου |
ελληνικά | ell-000 | ευτυχισμένα |
ελληνικά | ell-000 | ευτυχισμένος |
ελληνικά | ell-000 | Ευτυχισμένος ο Καινούριος Χρόνος |
ελληνικά | ell-000 | ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος |
τσακώνικα | tsd-001 | ευτυχιστέ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Εὔτυχος |
ελληνικά | ell-000 | ευτυχώ |
ελληνικά | ell-000 | ευτυχώς |
ελληνικά | ell-000 | ευυπόληπτος |
ελληνικά | ell-000 | ευυπολήπτως |
ελληνικά | ell-000 | ευυποληψία |
ελληνικά | ell-000 | ευυχέλαιον |
ελληνικά | ell-000 | ευφάνταστος |
ελληνικά | ell-000 | ευφευρετικός |
ελληνικά | ell-000 | εύφημη μνεία |
ελληνικά | ell-000 | Ευφημία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐφημία |
ελληνικά | ell-000 | ευφημισμός |
ελληνικά | ell-000 | ευφημιστικά |
ελληνικά | ell-000 | ευφημιστικός |
ελληνικά | ell-000 | Εύφημος |
ελληνικά | ell-000 | εύφημος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὔφημος |
ελληνικά | ell-000 | εύφημος μνεία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐφιλής |
ελληνικά | ell-000 | εύφλεκτη ουσία |
ελληνικά | ell-000 | εύφλεκτη σκόνη |
ελληνικά | ell-000 | ευφλεκτικότητα |
ελληνικά | ell-000 | εύφλεκτο προϊόν |
ελληνικά | ell-000 | εύφλεκτος |
ελληνικά | ell-000 | εύφλεκτο υλικό |
ελληνικά | ell-000 | ευφλεξία |
ελληνικά | ell-000 | ευφορβία |
ελληνικά | ell-000 | ευφόρβιο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐφορέω |
ελληνικά | ell-000 | ευφορία |
ελληνικά | ell-000 | ευφορικός |
ελληνικά | ell-000 | εύφορο έδαφος |
ελληνικά | ell-000 | εύφορος |
ελληνικά | ell-000 | ευφράδεια |
ελληνικά | ell-000 | ευφράδης |
ελληνικά | ell-000 | ευφραδής |
ελληνικά | ell-000 | ευφραδώς |
ελληνικά | ell-000 | ευφραίνομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐφραίνομαι |
τσακώνικα | tsd-001 | ευφραίνου |
ελληνικά | ell-000 | ευφραίνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐφραίνω |
ελληνικά | ell-000 | ευφραντικός |
ελληνικά | ell-000 | Ευφράνωρ |
ελληνικά | ell-000 | Ευφράτης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Εὐφράτης |
ελληνικά | ell-000 | Ευφρόνιος |
ελληνικά | ell-000 | Ευφροσύνη |
ελληνικά | ell-000 | ευφροσύνη |
τσακώνικα | tsd-001 | ευφροσύνη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐφροσύνη |
ελληνικά | ell-000 | ευφρόσυνος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὔφρων |
ελληνικά | ell-000 | ευφυές σύστημα μεταφορών |
ελληνικά | ell-000 | ευφυέστατος |
ελληνικά | ell-000 | ευφυής |
ελληνικά | ell-000 | ευφυής απάντηση |
ελληνικά | ell-000 | ευφυΐα |
ελληνικά | ell-000 | ευφυία |
ελληνικά | ell-000 | ευφυϊα |
ελληνικά | ell-000 | ευφυϊσμός |
ελληνικά | ell-000 | ευφυολόγημα |
ελληνικά | ell-000 | ευφυολογία |
ελληνικά | ell-000 | ευφυολόγος |
ελληνικά | ell-000 | ευφυολογώ |
ελληνικά | ell-000 | ευφυώς |
ελληνικά | ell-000 | ευφυώς με πνεύμα |
ελληνικά | ell-000 | ευφωνία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐφωνία |
ελληνικά | ell-000 | ευφωνικός |
ελληνικά | ell-000 | εύφωνος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐχ |
ελληνικά | ell-000 | ευχαιρώς |
ελληνικά | ell-000 | εύχαρης |
ελληνικά | ell-000 | ευχάρι |
ελληνικά | ell-000 | εύχαρις |
ελληνικά | ell-000 | ευχαρίστ |
ελληνικά | ell-000 | ευχάριστα |
ελληνικά | ell-000 | ευχάριστες διακοπές |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐχαριστέω |
ελληνικά | ell-000 | ευχαριστη ανατριχίλα |
ελληνικά | ell-000 | ευχάριστη απασχόληση |
ελληνικά | ell-000 | ευχάριστη γεύση |
ελληνικά | ell-000 | ευχάριστη ενασχόληση |
ελληνικά | ell-000 | ευχαριστημένα |
ελληνικά | ell-000 | ευχαριστημένος |
ελληνικά | ell-000 | ευχαριστημενος |
ελληνικά | ell-000 | ευχαριστημός |
ελληνικά | ell-000 | ευχαριστήρια |
ελληνικά | ell-000 | ευχαριστήρια προσευχή |
ελληνικά | ell-000 | ευχαρίστηση |
τσακώνικα | tsd-001 | ευχαρίστηση |
ελληνικά | ell-000 | ευχαρίστηση μη αναμενομένη |
ελληνικά | ell-000 | ευχαριστηση μου |
ελληνικά | ell-000 | ευχάριστη στην εμφάνιση |
ελληνικά | ell-000 | ευχαριστία |
ελληνικά | ell-000 | ευχαριστια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | εὐχαριστία |