ελληνικά | ell-000 | πριν τη μία |
ελληνικά | ell-000 | πριν τις δέκα |
ελληνικά | ell-000 | πριν τις δώδεκα |
ελληνικά | ell-000 | πριν τις οκτώ |
ελληνικά | ell-000 | πριν τις πέντε |
ελληνικά | ell-000 | πρίον |
ελληνικά | ell-000 | πριονάκι |
ελληνικά | ell-000 | πριονι |
ελληνικά | ell-000 | πριόνι |
ελληνικά | ell-000 | πριονίδι |
ελληνικά | ell-000 | πριονίδια |
ελληνικά | ell-000 | πριονίζω |
ελληνικά | ell-000 | πριονιζω |
ελληνικά | ell-000 | πριόνι κλαδέματος |
ελληνικά | ell-000 | πριόνιο |
ελληνικά | ell-000 | πριονιστήρι |
ελληνικά | ell-000 | πριονιστήριο |
ελληνικά | ell-000 | πριονιστηριο |
ελληνικά | ell-000 | πριονιστήριο ξυλείας |
ελληνικά | ell-000 | πριονιστής ξυλείας |
ελληνικά | ell-000 | πριονιστής ξύλων |
ελληνικά | ell-000 | πριόνι χειρουργού |
ελληνικά | ell-000 | πριονοδίσκος |
ελληνικά | ell-000 | πριονοειδής |
ελληνικά | ell-000 | πριονοειδής φραίζα |
ελληνικά | ell-000 | πριονοκορδέλα |
ελληνικά | ell-000 | πριονολεπίδα |
ελληνικά | ell-000 | πριονωτός |
ελληνικά | ell-000 | πρίπλασμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρισ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Πρίσκα |
ελληνικά | ell-000 | Πρἰσκιλλα |
ελληνικά | ell-000 | Πρίσκος |
ελληνικά | ell-000 | πρίσμα |
ελληνικά | ell-000 | πρισματική δίοπτρα |
ελληνικά | ell-000 | πρισματικός |
ελληνικά | ell-000 | πρισματικό φάσμα |
ελληνικά | ell-000 | πρισματικώς |
ελληνικά | ell-000 | πρισματοειδής |
ελληνικά | ell-000 | πρισμετώπις |
ελληνικά | ell-000 | πρίστης |
ελληνικά | ell-000 | Πρίστινα |
ελληνικά | ell-000 | πριτσιναδόρος |
ελληνικά | ell-000 | πριτσινάρω |
ελληνικά | ell-000 | πριτσίνι |
ελληνικά | ell-000 | πριτσίνωμα |
ελληνικά | ell-000 | πριτσινώνω |
ελληνικά | ell-000 | πριτσνάρω |
ελληνικά | ell-000 | προ |
ελληνικά | ell-000 | προ- |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προ- |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρό |
ελληνικά | ell-000 | προαγγελία |
ελληνικά | ell-000 | προαγγέλλομαι |
ελληνικά | ell-000 | προαγγέλλω |
ελληνικά | ell-000 | προάγγελος |
ελληνικά | ell-000 | προαγγέλω |
ελληνικά | ell-000 | προάγομαι |
ελληνικά | ell-000 | προαγορά |
ελληνικά | ell-000 | προαγορά/δικαίωμα προτίμησης |
ελληνικά | ell-000 | προαγορά εισιτήριων |
ελληνικά | ell-000 | προαγοράζω |
ελληνικά | ell-000 | προαγοραστικός |
ελληνικά | ell-000 | προάγω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προάγω |
ελληνικά | ell-000 | προαγωγή |
ελληνικά | ell-000 | προαγωγη στοματικησ υγειασ |
ελληνικά | ell-000 | προαγωγη τησ σεξουαλικησ υγειασ |
ελληνικά | ell-000 | προαγωγη υγειασ |
ελληνικά | ell-000 | προαγωγη υγειασ στο σχολειο |
ελληνικά | ell-000 | προαγωγη υγειασ στο χωρο εργασιασ |
ελληνικά | ell-000 | προαγωγη ψυχικησ υγειασ |
ελληνικά | ell-000 | προαγωγικός |
ελληνικά | ell-000 | προαγωγός |
ελληνικά | ell-000 | προάγων |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προαιρέομαι |
ελληνικά | ell-000 | προαίρεση |
ελληνικά | ell-000 | προαιρετικά |
ελληνικά | ell-000 | προαιρετική αμοιβή |
ελληνικά | ell-000 | προαιρετικό ενωτικό |
ελληνικά | ell-000 | προαιρετικός |
ελληνικά | ell-000 | προαισθάνομαι |
ελληνικά | ell-000 | προαίσθημα |
ελληνικά | ell-000 | προαίσθημα κακού |
ελληνικά | ell-000 | προαισθηματικός |
ελληνικά | ell-000 | προαισθηματισμός |
ελληνικά | ell-000 | προαίσθηση |
ελληνικά | ell-000 | προαίσθηση κακού |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προαιτιάομαι |
ελληνικά | ell-000 | προαιώνιος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προακούω |
ελληνικά | ell-000 | προακυρώ |
ελληνικά | ell-000 | προαλείφομαι |
ελληνικά | ell-000 | προάλλες |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προαμαρτάνω |
ελληνικά | ell-000 | προαναγγέλλω |
ελληνικά | ell-000 | προαναγγέλω |
ελληνικά | ell-000 | προαναγνωστικό στάδιο |
ελληνικά | ell-000 | προανάκληση |
ελληνικά | ell-000 | προανάκριση |
ελληνικά | ell-000 | προανακριτικός |
ελληνικά | ell-000 | προανάκρουσμα |
ελληνικά | ell-000 | προανακρούω |
ελληνικά | ell-000 | προαναφερθείς |
ελληνικά | ell-000 | προαναφερθείσα |
ελληνικά | ell-000 | προαναφερθέντα |
ελληνικά | ell-000 | προαναφερθέντες |
ελληνικά | ell-000 | προαναφέρομαι |
ελληνικά | ell-000 | προαναφερόμενος |
ελληνικά | ell-000 | προαναφέρω |
ελληνικά | ell-000 | προανάφλεξη |
ελληνικά | ell-000 | προαπαιτούμενο |
ελληνικά | ell-000 | προαπαιτούμενος |
ελληνικά | ell-000 | προαποβιώ |
ελληνικά | ell-000 | προαποθνήσκω |
ελληνικά | ell-000 | προαποφασίζω |
ελληνικά | ell-000 | προαποφασισμένος |
ελληνικά | ell-000 | προασπίζω |
ελληνικά | ell-000 | προάσπιση |
ελληνικά | ell-000 | προάσπιση των ελευθεριών |
ελληνικά | ell-000 | προασπιστής |
ελληνικά | ell-000 | προασπιστικός |
ελληνικά | ell-000 | προάστειο |
ελληνικά | ell-000 | προάστειος |
ελληνικά | ell-000 | προάστειων |
ελληνικά | ell-000 | προάστια |
ελληνικά | ell-000 | προαστιακές συγκοινωνίες |
ελληνικά | ell-000 | προαστιακή ζώνη |
ελληνικά | ell-000 | προαστιακός |
ελληνικά | ell-000 | Προαστιακός Σιδηρόδρομος |
ελληνικά | ell-000 | προάστιο |
ελληνικά | ell-000 | Προάστιον Καρδίτσας |
ελληνικά | ell-000 | προατομικός |
ελληνικά | ell-000 | προάυλιο |
ελληνικά | ell-000 | προαύλιο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προαύλιον |
ελληνικά | ell-000 | προαύλιο της κολάσεως |
ελληνικά | ell-000 | προαχθείς |
ελληνικά | ell-000 | πρόβα |
ελληνικά | ell-000 | προβάδισμα |
ελληνικά | ell-000 | προβαίνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προβαίνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προβαίνω ἐν ἡμέραις |
ελληνικά | ell-000 | προβαίνω σε κατάσχεση |
ελληνικά | ell-000 | προβάλλομαι |
ελληνικά | ell-000 | προβαλλόμενος |
ελληνικά | ell-000 | προβάλλω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προβάλλω |
ελληνικά | ell-000 | προβάλλω αρνησικυρία |
ελληνικά | ell-000 | προβάλλω βέτο |
ελληνικά | ell-000 | προβάλλω τα πτερά |
ελληνικά | ell-000 | προβάλλω τις τρίχες |
ελληνικά | ell-000 | προβάλλω φιλμ |
ελληνικά | ell-000 | προβάλλω ως εξήγηση |
ελληνικά | ell-000 | προβάλλω ως υπόθεση |
ελληνικά | ell-000 | προβάλω |
τσακώνικα | tsd-001 | προβάνου |
ελληνικά | ell-000 | προβάρω |
ελληνικά | ell-000 | πρόβατα |
ελληνικά | ell-000 | προβατάκι |
ελληνικά | ell-000 | πρόβα τζενεράλε |
ελληνικά | ell-000 | προβατίδες/προβατοειδή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προβατικός |
ελληνικά | ell-000 | προβατίνα |
τσακώνικα | tsd-001 | προβατίνα |
ελληνικά | ell-000 | προβατίσιος |
ελληνικά | ell-000 | Πρόβατο |
ελληνικά | ell-000 | πρόβατο |
ελληνικά | ell-000 | προβατόβους ο μοσχοφόρος |
ελληνικά | ell-000 | προβατοειδή |
ελληνικά | ell-000 | προβατοειδής |
ελληνικά | ell-000 | προβατοκάμηλος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρόβατον |
ελληνικά | ell-000 | προβατώδης |
ελληνικά | ell-000 | προβεβηκώς την ηλικίαν |
ελληνικά | ell-000 | προβεβλημένος |
ελληνικά | ell-000 | προβειά |
ελληνικά | ell-000 | πρόβειο βιβλιοδετικό δέρμα |
ελληνικά | ell-000 | πρόβειο κρέας |
ελληνικά | ell-000 | πρόβειος |
ελληνικά | ell-000 | πρόβειος κρέας |
ελληνικά | ell-000 | πρόβες |
ελληνικά | ell-000 | Προβηγκία |
ελληνικά | ell-000 | Προβηγκία-Άλπεις-Κυανή Ακτή |
ελληνικά | ell-000 | Προβηγκιανά |
ελληνικά | ell-000 | προβηγκιανά |
ελληνικά | ell-000 | προβηγκιανή γλώσσα |
ελληνικά | ell-000 | προβηγκιανός |
ελληνικά | ell-000 | προβιά |
ελληνικά | ell-000 | προβιβάζω |
ελληνικά | ell-000 | προβιβάσιμος |
ελληνικά | ell-000 | προβιβασμός |
ελληνικά | ell-000 | προβιβασμός δικαιωμάτων |
ελληνικά | ell-000 | προβιομηχανικός |
ελληνικά | ell-000 | πρόβιος |
ελληνικά | ell-000 | προβιοτικό |
ελληνικά | ell-000 | προβιοτικός |
ελληνικά | ell-000 | προβιταμίνη |
ελληνικά | ell-000 | προβλέπομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προβλέπομαι |
ελληνικά | ell-000 | προβλεπόμενη τιμή |
ελληνικά | ell-000 | προβλεπόμενος |
ελληνικά | ell-000 | προβλεπτικός |
ελληνικά | ell-000 | προβλεπτικότης |
ελληνικά | ell-000 | προβλεπτικότητα |
ελληνικά | ell-000 | προβλεπτός |
ελληνικά | ell-000 | πρόβλεπτος |
ελληνικά | ell-000 | προβλέπω |
ελληνικά | ell-000 | προβλέπων |
ελληνικά | ell-000 | πρόβλεψη |
ελληνικά | ell-000 | πρόβλεψη εκπομπής |
ελληνικά | ell-000 | πρόβλεψη μειώσεως αξίας |
ελληνικά | ell-000 | πρόβλεψη/πρόγνωση |
ελληνικά | ell-000 | πρόβλεψη πωλήσεων |
ελληνικά | ell-000 | προβλέψιμος |
ελληνικά | ell-000 | προβλεψιμότητα |
ελληνικά | ell-000 | Πρόβλημα |
ελληνικά | ell-000 | πρόβλημα |
ελληνικά | ell-000 | πρόβλημα ανεπαρκούς μνήμης |
ελληνικά | ell-000 | πρόβλημα ελέγχου |
ελληνικά | ell-000 | προβληματα δευτερησ γενιασ |
ελληνικά | ell-000 | προβληματα συμπεριφορασ |
ελληνικά | ell-000 | προβλήματα της πόλης |
ελληνικά | ell-000 | προβληματίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | προβληματίζω |
ελληνικά | ell-000 | προβληματική επιχείρηση |
ελληνικά | ell-000 | προβληματικό παιδί |
ελληνικά | ell-000 | προβληματικός |
ελληνικά | ell-000 | προβληματικώς |
ελληνικά | ell-000 | προβληματισμένος |
ελληνικά | ell-000 | προβληματισμός |
ελληνικά | ell-000 | πρόβλημα του πλανόδιου πωλητή |
ελληνικά | ell-000 | πρόβλημα υγείας |
ελληνικά | ell-000 | προβλημένος |
ελληνικά | ell-000 | προβλήτα |
ελληνικά | ell-000 | προβοκάτορας |
ελληνικά | ell-000 | προβοκατόρικος |
ελληνικά | ell-000 | προβοκάτσια |
ελληνικά | ell-000 | προβολέας |
ελληνικά | ell-000 | προβολέας overhead |
ελληνικά | ell-000 | προβολέας αυτοκινήτου |
ελληνικά | ell-000 | προβολέας διαφανειών |
ελληνικά | ell-000 | προβολέας θέατρου |
ελληνικά | ell-000 | προβολέας ράμπας |
ελληνικά | ell-000 | προβολέας σκηνής |
ελληνικά | ell-000 | προβολέας ταινιών |
ελληνικά | ell-000 | προβολεύς |
ελληνικά | ell-000 | Προβολή |
ελληνικά | ell-000 | προβολή |
ελληνικά | ell-000 | προβολή αέρος |
ελληνικά | ell-000 | προβολή Ανάγνωσης |
ελληνικά | ell-000 | προβολή διαφημιστικού |
ελληνικά | ell-000 | προβολή εγγράφων WebReady |
ελληνικά | ell-000 | Προβολή εικονιδίων |
ελληνικά | ell-000 | Προβολή λίστας |
ελληνικά | ell-000 | προβολή μέσω δικτύου |
ελληνικά | ell-000 | Προβολή παρουσιαστή |
ελληνικά | ell-000 | Προβολή που δεν έχει συγχρονιστεί |
ελληνικά | ell-000 | προβολή σχεδίασης |
ελληνικά | ell-000 | προβολή φακέλων |
ελληνικά | ell-000 | προβολή φόρμας |
ελληνικά | ell-000 | προβολικός |
ελληνικά | ell-000 | πρόβολος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρόβολος |
ελληνικά | ell-000 | πρόβολος διατομής λ |
ελληνικά | ell-000 | πρόβολος εμβόλου |
ελληνικά | ell-000 | πρόβολος πλοίου |
ελληνικά | ell-000 | προβοσκίδα |
ελληνικά | ell-000 | προβοσκίδα ελέφαντος |
ελληνικά | ell-000 | προβοσκιδοειδή |
ελληνικά | ell-000 | προβοσκίς |
ελληνικά | ell-000 | προγαμιαίες σχέσεις |
ελληνικά | ell-000 | προγαμιαίος |
ελληνικά | ell-000 | προγαμιαίο συμβόλαιο |
ελληνικά | ell-000 | προγάστορας |
ελληνικά | ell-000 | προγάστωρ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προγάστωρ |
ελληνικά | ell-000 | προγενέθλιος |
ελληνικά | ell-000 | προγενέστερη γνώση |
ελληνικά | ell-000 | προγενέστερος |
ελληνικά | ell-000 | προγεννηθέντες |
ελληνικά | ell-000 | προγεννητικη αγωγη |
ελληνικά | ell-000 | προγεννητικη φροντιδα |
ελληνικά | ell-000 | προγεννητικός |
ελληνικά | ell-000 | προγεννήτωρ |
ελληνικά | ell-000 | προγεροντική άνοια |
ελληνικά | ell-000 | πρόγευμα |
ελληνικά | ell-000 | προγευματίζω |
ελληνικά | ell-000 | προγευματιζω |
ελληνικά | ell-000 | προγευματίζων |
ελληνικά | ell-000 | προγεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | πρόγευση |
ελληνικά | ell-000 | προγεφύρωμα |
ελληνικά | ell-000 | προγηρία |
ελληνικά | ell-000 | προγιαγιά |