ελληνικά | ell-000 | προειδοποιητικώς |
ελληνικά | ell-000 | προειδοποίητος |
ελληνικά | ell-000 | προειδοποιω |
ελληνικά | ell-000 | προειδοποιώ |
ελληνικά | ell-000 | προειδοποιώ μυστικά |
ελληνικά | ell-000 | προειδοποιών |
ελληνικά | ell-000 | προεικονίζω |
ελληνικά | ell-000 | προεικόνιση |
ελληνικά | ell-000 | προεικονιστικός |
ελληνικά | ell-000 | προειρημένος |
ελληνικά | ell-000 | προεισαγωγή |
ελληνικά | ell-000 | προεισαγωγή αέρος |
ελληνικά | ell-000 | προεισαγωγικά |
ελληνικά | ell-000 | προεισαγωγικός |
ελληνικά | ell-000 | προεκβάλλω |
ελληνικά | ell-000 | προεκβολή |
ελληνικά | ell-000 | προεκλαμψία |
ελληνικά | ell-000 | προεκλέγομαι |
ελληνικά | ell-000 | προεκλέγω |
ελληνικά | ell-000 | προεκλογική διαδικασία |
ελληνικά | ell-000 | προεκλογική εκστρατεία |
ελληνικά | ell-000 | προεκλογική προπαγάνδα |
ελληνικά | ell-000 | προεκλογικός |
ελληνικά | ell-000 | προεκλογικός αγώνας |
τσακώνικα | tsd-001 | προεκοιμάζου |
ελληνικά | ell-000 | προέκταση |
ελληνικά | ell-000 | προέκταση εκτύπωσης |
ελληνικά | ell-000 | προέκτατος |
ελληνικά | ell-000 | προεκτείνω |
ελληνικά | ell-000 | προεκτέλεση |
ελληνικά | ell-000 | προέλαση |
ελληνικά | ell-000 | προελαύνω |
ελληνικά | ell-000 | προελεγχοσ |
ελληνικά | ell-000 | προέλευση |
ελληνικά | ell-000 | προελευση |
ελληνικά | ell-000 | προέλευση δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | προέλευση ευκαιρίας |
ελληνικά | ell-000 | προέλευση της βοήθειας |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προελπίζω |
ελληνικά | ell-000 | προέμβασμα |
ελληνικά | ell-000 | προεμμηνορροϊκό σύνδρομο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προενάρχομαι |
ελληνικά | ell-000 | προενεργός |
ελληνικά | ell-000 | προενισχυτής |
ελληνικά | ell-000 | προενταξιακή βοήθεια |
ελληνικά | ell-000 | προενταξιακή στρατηγική |
ελληνικά | ell-000 | προένταση |
ελληνικά | ell-000 | προένταση ιμάντα |
ελληνικά | ell-000 | προεντατήρας |
ελληνικά | ell-000 | προεξάρχω |
ελληνικά | ell-000 | προεξέχον τμήμα οργανισμού |
ελληνικά | ell-000 | προεξέχουσα γωνία |
ελληνικά | ell-000 | προεξέχω |
ελληνικά | ell-000 | προεξέχων |
ελληνικά | ell-000 | προεξογκούμαι |
ελληνικά | ell-000 | προεξογκούμενος |
ελληνικά | ell-000 | προεξόφληση |
ελληνικά | ell-000 | προεξόφληση αξιογράφων |
ελληνικά | ell-000 | προεξοφλητικό επιτόκιο |
ελληνικά | ell-000 | προεξοφλητικός τόκος |
ελληνικά | ell-000 | προεξοφλώ |
ελληνικά | ell-000 | προεξοχές |
ελληνικά | ell-000 | προεξοχή |
ελληνικά | ell-000 | προεξοχή γείωσης |
ελληνικά | ell-000 | προεξοχή πρώτης γραμμής |
ελληνικά | ell-000 | προεξοχή τηλεβόλου |
ελληνικά | ell-000 | προεξοχή της κοιλιάς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προεπαγγέλλομαι |
ελληνικά | ell-000 | προεπεξεργαστής |
ελληνικά | ell-000 | προεπεξεργαστής των Windows (WPP) |
ελληνικά | ell-000 | προεπίδειξη κινηματογραφικής ταινίας |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένη επιστροφή κλήσης |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένη ζώνη |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένη κεντρική σελίδα |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένη μάσκα υποδικτύου |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένη πύλη |
ελληνικά | ell-000 | Προεπιλεγμένη σειρά ταξινόμησης Unicode |
ελληνικά | ell-000 | Προεπιλεγμένη συσκευή |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένη τιμή |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένη υπερ-σύνδεση |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένο αρχείο δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένο δίκτυο |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένο έγγραφο |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένος εκτυπωτής |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένος φάκελος |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλεγμένος χρήστης |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλέγω |
ελληνικά | ell-000 | Προεπιλογή |
ελληνικά | ell-000 | προεπιλογή |
ελληνικά | ell-000 | προεπισκόπηση |
ελληνικά | ell-000 | προεπισκόπηση αλλαγών σελίδας |
ελληνικά | ell-000 | προεπισκόπηση εκτύπωσης |
ελληνικά | ell-000 | Προεπισκόπηση συνημμένων |
ελληνικά | ell-000 | προεπιχώνευμα |
ελληνικά | ell-000 | προεργασία |
ελληνικά | ell-000 | προέρχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προέρχομαι |
ελληνικά | ell-000 | προέρχομαι από |
ελληνικά | ell-000 | προερχόμενος |
ελληνικά | ell-000 | προεστός |
ελληνικά | ell-000 | προεστώς |
ελληνικά | ell-000 | προετοιμάζομαι |
ελληνικά | ell-000 | προετοιμάζω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προετοιμάζω |
ελληνικά | ell-000 | προετοιμαζω |
ελληνικά | ell-000 | προετοιμάζω εξοπλισμό |
ελληνικά | ell-000 | προετοιμάζω το έδαφος |
ελληνικά | ell-000 | προετοιμασία |
ελληνικά | ell-000 | προετοιμασία άκρων |
ελληνικά | ell-000 | Προετοιμασία ετήσιας αναφοράς |
ελληνικά | ell-000 | Προετοιμασία ισολογισμού ανοίγματος χρήσεως κατά την ημερομηνία μετάβασης σε ΔΠΧΠ |
ελληνικά | ell-000 | Προετοιμασία συστήματος (Sysprep) |
ελληνικά | ell-000 | προετοιμασία του εδάφους |
ελληνικά | ell-000 | προετοιμασίες για πόλεμο |
ελληνικά | ell-000 | προετοιμασμένος |
ελληνικά | ell-000 | προετοιμασμένος αγωγός |
ελληνικά | ell-000 | προετοιμαστικώς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προευαγγελίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | προεφηβική ηλικία |
ελληνικά | ell-000 | προεφηβικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προέχομαι |
ελληνικά | ell-000 | προέχω |
ελληνικά | ell-000 | προέχων |
ελληνικά | ell-000 | πρόζα |
ελληνικά | ell-000 | προζύμι |
ελληνικά | ell-000 | προζυμικός |
ελληνικά | ell-000 | προζύμιο |
ελληνικά | ell-000 | προζυμοειδές |
ελληνικά | ell-000 | προζυμοειδής |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Δε |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Δευτ. |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προηγέομαι |
ελληνικά | ell-000 | προηγηθείς |
ελληνικά | ell-000 | προήγηση |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Κυ |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Κυρ. |
ελληνικά | ell-000 | προηγμένες χώρες |
ελληνικά | ell-000 | Προηγμένη Διαχείριση Ενέργειας (APM) |
ελληνικά | ell-000 | προηγμένη δικτύωση μεταξύ ομότιμων |
ελληνικά | ell-000 | προηγμένη επικοινωνία μεταξύ προγραμμάτων |
ελληνικά | ell-000 | προηγμένη τεχνολογία |
ελληνικά | ell-000 | προηγμένο πρότυπο κρυπτογράφησης (AES) |
ελληνικά | ell-000 | προηγμένος |
ελληνικά | ell-000 | Προηγμένος οπτικός δίσκος (AOD) |
ελληνικά | ell-000 | προηγμένος προγραμματιζόμενος ελεγκτής διακοπών συστήματος |
ελληνικά | ell-000 | προηγουμαι |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμαι |
ελληνικά | ell-000 | προηγουμένoς |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενα |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενη Δευτέρα |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενη εβδομάδα |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενη Κυριακή |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενη Παρασκευή |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενη Πέμπτη |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενη Τετάρτη |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενη Τρίτη |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενο |
ελληνικά | ell-000 | προηγουμένος |
ελληνικά | ell-000 | προηγουμενος |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενος |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενος μήνας |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενο Σάββατο |
ελληνικά | ell-000 | προηγούμενο τρίμηνο |
ελληνικά | ell-000 | προηγουμένως |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Πα |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Παρ. |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Πέ |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Πέμ. |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Σά |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Σάβ. |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Τε |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Τετ. |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Τρ |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. Τρ. |
ελληνικά | ell-000 | προηγ. τρίμ. |
ελληνικά | ell-000 | προημιτελικός |
ελληνικά | ell-000 | προησταμενος |
ελληνικά | ell-000 | προθαλαμικός |
ελληνικά | ell-000 | προθάλαμος |
ελληνικά | ell-000 | προθάλαμος αίθουσας |
ελληνικά | ell-000 | πρόθεμα |
ελληνικά | ell-000 | πρόθεμα σημαίνοντας κακ |
ελληνικά | ell-000 | πρόθεμα σημαίνο πέραν |
ελληνικά | ell-000 | προθεματικός |
ελληνικά | ell-000 | προθερμαίνω |
ελληνικά | ell-000 | προθέρμανση |
ελληνικά | ell-000 | προθερμαντήρας |
ελληνικά | ell-000 | προθερμαντήρας αέρος |
ελληνικά | ell-000 | προθερμαντής |
ελληνικά | ell-000 | προθέσεως |
ελληνικά | ell-000 | πρόθεση |
ελληνικά | ell-000 | πρόθεση γραμματικής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρόθεσις |
ελληνικά | ell-000 | προθεσμία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προθεσμία |
ελληνικά | ell-000 | προθεσμία απόλυσης |
ελληνικά | ell-000 | προθεσμία έκδοσης |
ελληνικά | ell-000 | προθεσμιακές πληρωμές |
ελληνικά | ell-000 | προθεσμιακή αγορά |
ελληνικά | ell-000 | προθεσμία πληρωμής |
ελληνικά | ell-000 | προθεσμία υποβολής αιτήσεων |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προθετικόν μόριον |
ελληνικά | ell-000 | προθετικός |
ελληνικά | ell-000 | προθέτω |
ελληνικά | ell-000 | προθήκη |
ελληνικά | ell-000 | πρόθημα |
ελληνικά | ell-000 | πρόθυμα |
ελληνικά | ell-000 | προθυμία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προθυμία |
τσακώνικα | tsd-001 | πρόθυμο |
ελληνικά | ell-000 | προθυμοποιούμαι |
ελληνικά | ell-000 | προθυμος |
ελληνικά | ell-000 | πρόθυμος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρόθυμος |
ελληνικά | ell-000 | προθυμώς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προθύμως |
ελληνικά | ell-000 | πρόθυρα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρὸ θυρῶν |
ελληνικά | ell-000 | προιδεάζω |
ελληνικά | ell-000 | προϊδεάζω |
ελληνικά | ell-000 | προίκα |
ελληνικά | ell-000 | προικιά |
ελληνικά | ell-000 | προικίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | προικίζω |
ελληνικά | ell-000 | προικισμένος |
ελληνικά | ell-000 | προικοδότηση |
ελληνικά | ell-000 | προικοθήρας |
ελληνικά | ell-000 | προικοθηρώ |
ελληνικά | ell-000 | προικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρόιμος |
ελληνικά | ell-000 | προίξ |
ελληνικά | ell-000 | προιον |
ελληνικά | ell-000 | προϊον |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν βάσεως |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν διάσπασης |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν διατηρημένο σε απλή ψύξη |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν διατροφής |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν είσπραξης |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν εξαγωγής |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν ευρείας κατανάλωσης |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν ζύμωσης |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν καταγωγής |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν κρέατος |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν με βάση τα λαχανικά |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν με βάση τα σιτηρά |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν με βάση τα φρούτα |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν με βάση τη ζάχαρη |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν με βάση το ψάρι |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν ξυλείας |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν παραγωγής |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν πετρελαίου |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν πωλήσεως |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν σε κονσέρβα |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν συντήρησης |
ελληνικά | ell-000 | προϊόντα |
ελληνικά | ell-000 | προϊόντα αποσύνθεσης |
ελληνικά | ell-000 | προϊόντα απόψυξης |
ελληνικά | ell-000 | προϊόντα βάσεως |
ελληνικά | ell-000 | προϊόντα συσκευασίας |
ελληνικά | ell-000 | προϊόντα χαλυβουργίας |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν ταχείας κατάψυξης |
ελληνικά | ell-000 | προϊοντικός |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν τιμολογίου |
ελληνικά | ell-000 | προϊόν χύδην |
ελληνικά | ell-000 | προΐσταμαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προΐσταμαι |
ελληνικά | ell-000 | προϊσταμένη |
ελληνικά | ell-000 | προϊστάμενος |
ελληνικά | ell-000 | προϊστάμενος της συνέλευσης |
ελληνικά | ell-000 | προϊστορία |
ελληνικά | ell-000 | προϊστορικός |
ελληνικά | ell-000 | προϊστορικώς |
ελληνικά | ell-000 | Προίτος |
ελληνικά | ell-000 | προϊών |
ελληνικά | ell-000 | προιωνίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | πρόκα |
ελληνικά | ell-000 | προκαθορίζω |
ελληνικά | ell-000 | προκαθοριζω |
ελληνικά | ell-000 | προκαθορισμένη διεργασία |
ελληνικά | ell-000 | προκαθορισμένη μορφή |
ελληνικά | ell-000 | προκαθορισμένη πολικότητα |
ελληνικά | ell-000 | προκαθορισμένη τιμή |
ελληνικά | ell-000 | προκαθορισμένο κλειδί |
ελληνικά | ell-000 | προκαθορισμένος |
ελληνικά | ell-000 | προκαθορισμός |
ελληνικά | ell-000 | προκαΐνη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προκαλέομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προκαλέω |
ελληνικά | ell-000 | προκαλλιέργεια |
ελληνικά | ell-000 | προκαλούμαι |
ελληνικά | ell-000 | προκαλούμενος |
ελληνικά | ell-000 | προκάλυψη |
ελληνικά | ell-000 | προκαλω |
ελληνικά | ell-000 | προκαλώ |