ελληνικά | ell-000 | υγρό σώματος |
ελληνικά | ell-000 | υγρότης |
ελληνικά | ell-000 | υγρότητα |
ελληνικά | ell-000 | υγρότοπος |
ελληνικά | ell-000 | υγρούτσικος |
ελληνικά | ell-000 | υγρό φρένων |
ελληνικά | ell-000 | υγρών |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὑδ |
ελληνικά | ell-000 | υδαρές |
ελληνικά | ell-000 | υδαρής |
ελληνικά | ell-000 | υδαρής αμμωνία |
ελληνικά | ell-000 | υδατ- |
ελληνικά | ell-000 | ύδατα |
ελληνικά | ell-000 | ύδατα αποχετεύσεων |
ελληνικά | ell-000 | ύδατα για κατανάλωση |
ελληνικά | ell-000 | υδαταγωγός |
ελληνικά | ell-000 | ύδατα επεξεργασίας |
ελληνικά | ell-000 | ύδατα κολύμβησης |
ελληνικά | ell-000 | υδατάνθρακας |
ελληνικά | ell-000 | υδατανθρακεσ |
ελληνικά | ell-000 | ύδατα πηγής |
ελληνικά | ell-000 | ύδατα πλημυρίδας |
ελληνικά | ell-000 | υδαταποθήκη |
ελληνικά | ell-000 | ύδατα της ΕΕ |
ελληνικά | ell-000 | υδατική διάβρωση |
ελληνικά | ell-000 | υδατικός |
ελληνικά | ell-000 | υδατινή γραμμή |
ελληνικά | ell-000 | υδάτινη μάζα |
ελληνικά | ell-000 | υδάτινη οδός |
ελληνικά | ell-000 | υδάτινοι πόροι |
ελληνικά | ell-000 | υδάτινο περιβάλλον |
ελληνικά | ell-000 | υδάτινο ρεύμα |
ελληνικά | ell-000 | υδάτινος |
ελληνικά | ell-000 | υδάτινο σώμα |
ελληνικά | ell-000 | υδατο- |
ελληνικά | ell-000 | ύδατο- |
ελληνικά | ell-000 | υδατογράφημα |
ελληνικά | ell-000 | υδατογραφία |
ελληνικά | ell-000 | υδατογράφος |
ελληνικά | ell-000 | υδατοδεξαμενή |
ελληνικά | ell-000 | υδατοδιαλυτός |
ελληνικά | ell-000 | υδατοειδές υγρό του οφθαλμού |
ελληνικά | ell-000 | υδατοκαλλιέργεια |
ελληνικά | ell-000 | υδατοκομία |
ελληνικά | ell-000 | υδατομετρία |
ελληνικά | ell-000 | υδατόπτωση |
ελληνικά | ell-000 | υδατόρρευμα |
ελληνικά | ell-000 | υδατοσημαίνω |
ελληνικά | ell-000 | υδατόσημο |
ελληνικά | ell-000 | υδατοστεγές κιβώτιο |
ελληνικά | ell-000 | υδατοστεγής |
ελληνικά | ell-000 | υδατοστεγής θάλαμος |
ελληνικά | ell-000 | υδατοσφαίριση |
ελληνικά | ell-000 | υδατούχο |
ελληνικά | ell-000 | υδατούχος |
ελληνικά | ell-000 | υδατοφερόμενα υπολείμματα |
ελληνικά | ell-000 | υδατοφερόμενος |
ελληνικά | ell-000 | υδατοφράκτης |
ελληνικά | ell-000 | υδατοφράχτης |
ελληνικά | ell-000 | υδάτωση |
ελληνικά | ell-000 | υδρ- |
ελληνικά | ell-000 | υδρóβιóς |
ελληνικά | ell-000 | Ύδρα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ύδρα |
ελληνικά | ell-000 | ύδρα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ὕδρα |
ελληνικά | ell-000 | υδραγεία |
ελληνικά | ell-000 | Υδραγωγείο |
ελληνικά | ell-000 | υδραγωγείο |
ελληνικά | ell-000 | υδραγωγείο/υδαταγωγός |
ελληνικά | ell-000 | υδραγωγός |
ελληνικά | ell-000 | υδρανθρακικό εξύ |
ελληνικά | ell-000 | υδραντλία |
ελληνικά | ell-000 | υδραργυρικός |
ελληνικά | ell-000 | υδράργυρος |
ελληνικά | ell-000 | ύδραργυρος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὑδράργυρος |
ελληνικά | ell-000 | υδραργυρούχος |
ελληνικά | ell-000 | υδρατμός |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικά |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικά εξαρτήματα |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικά έργα |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικές εργασίες |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλική |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλική αντίσταση |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλική αντλία |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλική γραμμή |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλική θραύση |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλική μηχανική/έργα υδραυλικού μηχανικού |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλική οδήγηση |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλική πρέσα |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλική πρόσμιξη |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλική ρωγμάτωση |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικό γκάζι |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικό κύκλωμα |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικό μηχάνημα |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικό πυροβόλο |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικός |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικός αποταμιευτής |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικός γρύλος |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικός κινητήρας |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικός κύλινδρος |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικός μετασχηματιστής |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικός συσσωρευτής |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικός τροχός |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικός υπολογιστής |
ελληνικά | ell-000 | υδραυλικό τιμόνι |
ελληνικά | ell-000 | ύδρευση |
ελληνικά | ell-000 | ύδρευση/υδροδότηση/παροχή νερού |
ελληνικά | ell-000 | υδρία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὑδρία |
ελληνικά | ell-000 | υδρίτης |
ελληνικά | ell-000 | υδρο- |
ελληνικά | ell-000 | υδρό- |
ελληνικά | ell-000 | υδροβαροφθορικό οξύ |
ελληνικά | ell-000 | υδροβάτης |
ελληνικά | ell-000 | υδροβατώ |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβια |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβια πουλιά |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβια φτελιά |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβια χαρουπιά |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβιο |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβιο ζώο |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβιο θηλαστικό |
ελληνικά | ell-000 | Υδροβιολογία |
ελληνικά | ell-000 | υδροβιολογία |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβιο πουλί |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβιο πτηνό |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβιος |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβιος μικρο-οραγανισμος |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβιος οργανισμός |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβιο σπονδυλωτό |
ελληνικά | ell-000 | υδρόβιο φυτό |
ελληνικά | ell-000 | υδροβρωμικό οξύ |
ελληνικά | ell-000 | υδρόγειος |
ελληνικά | ell-000 | υδρόγειος με ασία και αυστραλία |
ελληνικά | ell-000 | υδρόγειος με βόρεια και νότια αμερική |
ελληνικά | ell-000 | υδρόγειος με ευρώπη και αφρική |
ελληνικά | ell-000 | υδρόγειος με μεσημβρινούς |
ελληνικά | ell-000 | υδρόγειος σφαίρα |
ελληνικά | ell-000 | υδρογέλη |
ελληνικά | ell-000 | υδρογεωλογία |
ελληνικά | ell-000 | υδρογεωργική χωροταξία |
ελληνικά | ell-000 | υδρογνώμονας |
ελληνικά | ell-000 | υδρογονάνθρακας |
ελληνικά | ell-000 | υδρογονάνθρακες |
ελληνικά | ell-000 | υδρογονάνθραξ |
ελληνικά | ell-000 | υδρογόν ο |
ελληνικά | ell-000 | υδρογόνο |
ελληνικά | ell-000 | υδρογονοβόμβα |
Ποντιακά | pnt-000 | υδρογόνον |
ελληνικά | ell-000 | υδρογόνο νιτρικό |
ελληνικά | ell-000 | υδρογονούχο |
ελληνικά | ell-000 | υδρογονούχος |
ελληνικά | ell-000 | υδρογονώ |
ελληνικά | ell-000 | υδρογονωμένος |
ελληνικά | ell-000 | υδρογονώνω |
ελληνικά | ell-000 | υδρογόνωση |
ελληνικά | ell-000 | υδρογραφία |
ελληνικά | ell-000 | υδρογραφικός |
ελληνικά | ell-000 | υδροδείκτης |
ελληνικά | ell-000 | υδροδεξαμενή |
ελληνικά | ell-000 | υδροδότηση |
ελληνικά | ell-000 | υδροδοχείο |
ελληνικά | ell-000 | υδροδυναμική |
ελληνικά | ell-000 | υδροδυναμική έδραση |
ελληνικά | ell-000 | υδροδυναμική ενέργεια |
ελληνικά | ell-000 | υδροδυναμικός |
ελληνικά | ell-000 | υδρόζωα |
ελληνικά | ell-000 | υδροζωικό οξύ |
ελληνικά | ell-000 | υδροηλεκτρικά έργα |
ελληνικά | ell-000 | υδροηλεκτρική ενέργεια |
ελληνικά | ell-000 | υδροηλεκτρικός |
ελληνικά | ell-000 | υδροηλεκτρικός σταθμός |
ελληνικά | ell-000 | υδροηλεκτρικός στρόβιλος |
ελληνικά | ell-000 | Υδροηλεκτρικό φράγμα Στράτου |
ελληνικά | ell-000 | υδροηλεκτρισμός |
ελληνικά | ell-000 | υδροθάλαμος |
ελληνικά | ell-000 | υδροθειαιθάνιο |
ελληνικά | ell-000 | υδρόθειο |
ελληνικά | ell-000 | υδροθειούχο αμμώνιο |
ελληνικά | ell-000 | υδροθειώδες οξύ |
ελληνικά | ell-000 | υδροθεραπεία |
ελληνικά | ell-000 | υδροθεραπευτικός |
ελληνικά | ell-000 | υδροϊώδιο |
ελληνικά | ell-000 | υδροκέφαλος |
ελληνικά | ell-000 | υδροκινητική |
ελληνικά | ell-000 | υδροκίνητος |
ελληνικά | ell-000 | υδροκίνητος τροχός |
ελληνικά | ell-000 | υδροκορτιζόνη |
ελληνικά | ell-000 | υδροκρίτης |
ελληνικά | ell-000 | υδροκυανικό οξύ |
ελληνικά | ell-000 | υδροκυανικός |
ελληνικά | ell-000 | υδροκυάνιο |
ελληνικά | ell-000 | υδροληψία |
ελληνικά | ell-000 | υδρολίσθηση |
ελληνικά | ell-000 | υδρολισθητήρας |
ελληνικά | ell-000 | υδρολογία |
ελληνικά | ell-000 | υδρολογική ροή |
ελληνικά | ell-000 | υδρολογικός κύκλος |
ελληνικά | ell-000 | υδρόλυση |
ελληνικά | ell-000 | υδρολυτικός |
ελληνικά | ell-000 | υδρολύω |
ελληνικά | ell-000 | υδρόμελι |
ελληνικά | ell-000 | Υδρομεταλλουργία |
ελληνικά | ell-000 | υδρομετεωρολογία |
ελληνικά | ell-000 | υδρομετρητής |
ελληνικά | ell-000 | υδρομετρία |
ελληνικά | ell-000 | υδρομετρικός |
ελληνικά | ell-000 | υδρόμετρο |
ελληνικά | ell-000 | υδρόμυλος |
ελληνικά | ell-000 | υδρονομέας |
ελληνικά | ell-000 | υδρονομική εγκατάσταση/μηχανοστάσιο ύδρευσης |
ελληνικά | ell-000 | υδροξείδιο |
ελληνικά | ell-000 | υδροξείδιο αργιλίου |
ελληνικά | ell-000 | υδροξείδιο νατρίου |
ελληνικά | ell-000 | υδροξείδιο του αμμωνίου |
ελληνικά | ell-000 | υδροξείδιο του καλίου |
ελληνικά | ell-000 | υδροξύλιο |
ελληνικά | ell-000 | υδροπεπόνι |
ελληνικά | ell-000 | υδροπεπονιά |
ελληνικά | ell-000 | υδροπλάνο |
ελληνικά | ell-000 | υδροπονία |
ελληνικά | ell-000 | υδροπονική |
ελληνικά | ell-000 | υδροπονικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὑδροποτέω |
ελληνικά | ell-000 | υδρόπτερο |
ελληνικά | ell-000 | υδροπτέρυγο |
ελληνικά | ell-000 | υδρορροές |
ελληνικά | ell-000 | υδρορροή |
ελληνικά | ell-000 | Ύδρος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὕδρος |
ελληνικά | ell-000 | υδροσκοπία |
ελληνικά | ell-000 | υδροσουλφίδιο |
ελληνικά | ell-000 | υδροστάθμη |
ελληνικά | ell-000 | υδροστατική |
ελληνικά | ell-000 | υδροστατική έδραση |
ελληνικά | ell-000 | υδροστατική πίεση |
ελληνικά | ell-000 | υδροστατικός |
ελληνικά | ell-000 | υδροστατικός οδηγός |
ελληνικά | ell-000 | υδροστατικό ύψος |
ελληνικά | ell-000 | υδροστρόβιλος |
ελληνικά | ell-000 | υδροσυλλέκτης |
ελληνικά | ell-000 | υδροσυλλέκτησν |
ελληνικά | ell-000 | υδροσφαίρα |
ελληνικά | ell-000 | υδρόσφαιρα |
ελληνικά | ell-000 | υδροσωλήνας |
ελληνικά | ell-000 | υδροσωλήνας πυρκαγιάς |
ελληνικά | ell-000 | υδροταμιευτήρας |
ελληνικά | ell-000 | υδροτροχός |
ελληνικά | ell-000 | υδροϋάκυνθος |
ελληνικά | ell-000 | υδροφθορικό οξύ |
ελληνικά | ell-000 | υδροφθορικός |
ελληνικά | ell-000 | υδροφθοριοπυριτικό οξύ |
ελληνικά | ell-000 | υδροφιάλη |
ελληνικά | ell-000 | υδρόφιλος |
ελληνικά | ell-000 | υδροφοβία |
ελληνικά | ell-000 | υδροφοβικός |
ελληνικά | ell-000 | υδροφόβος |
ελληνικά | ell-000 | υδρόφοβος |
ελληνικά | ell-000 | υδροφόρος |
ελληνικά | ell-000 | υδροφόρος ορίχοντας |
ελληνικά | ell-000 | υδρόφραγμα |
ελληνικά | ell-000 | υδροφράκτης |
ελληνικά | ell-000 | υδροφράκτης μύλου |
ελληνικά | ell-000 | υδροφράχτης |
ελληνικά | ell-000 | υδρόφυτο |
ελληνικά | ell-000 | υδρόφωνο |
ελληνικά | ell-000 | υδροχαρής |
ελληνικά | ell-000 | υδροχείδιο |
ελληνικά | ell-000 | υδροχειδωμένος |
ελληνικά | ell-000 | υδροχειδώνω |
ελληνικά | ell-000 | υδροχλωρικό οξύ |
ελληνικά | ell-000 | υδροχλωρικός |
ελληνικά | ell-000 | υδροχλώριο |
ελληνικά | ell-000 | Υδροχόος |
ελληνικά | ell-000 | υδροχόος |
ελληνικά | ell-000 | υδρόψυκτος |
ελληνικά | ell-000 | υδρόψυχτος |
ελληνικά | ell-000 | υδρύαλος |
ελληνικά | ell-000 | υδρωπικία |
ελληνικά | ell-000 | υδρωπικία ιατρική |
ελληνικά | ell-000 | υδρωπικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὑδρωπικός |
ελληνικά | ell-000 | υδωρ |
ελληνικά | ell-000 | ύδωρ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ύδωρ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὓδωρ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὕδωρ |
Ιωνική διάλεκτος | grc-003 | ὕδωρ |
ελληνικά | ell-000 | ύδωρ Βισύ |
ελληνικά | ell-000 | ύελος |
ελληνικά | ell-000 | Υεμένη |
ελληνικά | ell-000 | Ὑεμένη |
ἑλληνικά | ell-008 | Ὑεμένη |