ελληνικά | ell-000 | αναγκαία προϋπόθεση |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαίο |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαίος |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαιος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀναγκαῖος |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαιότητα |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαιώ |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαίως |
ελληνικά | ell-000 | αναγκασμένος |
ελληνικά | ell-000 | αναγκασμός |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαστικά |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαστική αποκάλυψη |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαστική αποταμίευση |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαστική επιστροφή |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαστική μετανάστευση |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαστική προσγείωση |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαστική πώληση |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαστικός |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαστικότης |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαστικότητα |
ελληνικά | ell-000 | αναγκαστικώς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀναγκαστῶς |
ελληνικά | ell-000 | αναγκελία |
ελληνικά | ell-000 | ανάγκες |
ελληνικά | ell-000 | ανάγκες σε νερό |
ελληνικά | ell-000 | αναγκεσ πληροφορησησ |
ελληνικά | ell-000 | Ανάγκη |
ελληνικά | ell-000 | ανάγκη |
ελληνικά | ell-000 | αναγκη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀνάγκη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἀνάγκη |
ελληνικά | ell-000 | ανάγκη ανακρούω |
ελληνικά | ell-000 | ανάγκη επισκευής |
ελληνικά | ell-000 | ανάγκη εργατικού δυναμικού |
τσακώνικα | tsd-001 | ανάγκια |
ελληνικά | ell-000 | ανάγκος |
ελληνικά | ell-000 | ανάγλυφη |
ελληνικά | ell-000 | ανάγλυφη αποτύπωση |
ελληνικά | ell-000 | ανάγλυφη γραφή |
ελληνικά | ell-000 | ανάγλυφη γραφή τυφλών |
ελληνικά | ell-000 | ανάγλυφη παράσταση |
ελληνικά | ell-000 | ανάγλυφο |
ελληνικά | ell-000 | ανάγλυφο κόσμημα |
ελληνικά | ell-000 | ανάγλυφος |
ελληνικά | ell-000 | ανάγλυφος χάρτης |
ελληνικά | ell-000 | ανάγλυφο του εδάφους |
ελληνικά | ell-000 | αναγλύφω |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρίζομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀναγνωρίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρίζω |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριζω |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρίζω δίκιο |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρίζω ήττα |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρίζω λήψη |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρίζω λόφος |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρίζω με νόμο |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρίζων |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρίσει |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριση |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριση |
ελληνικά | ell-000 | Αναγνώριση δικτύου |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριση διπλωμάτων |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριση κράτους |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριση μορφών |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριση ομιλίας |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριση παρουσίας |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριση προσόντων |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριση σπουδών |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριση φωνής |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριση χαρακτήρων |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριση χειρογράφου |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρισθείς |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρίσιμα προσωπικά στοιχεία |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρίσιμος |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώρισις |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀναγνώρισις |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρισμένα |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρισμένο κείμενο |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωρισμένος |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώριστα |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστική αποστολή |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό uplink |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό αεροσκάφος |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό αιτιολογίας |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό αναπαραγωγής |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό αντικειμένου (OID) |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό ασφαλείας |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό ασφαλείας (SID) |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό γλώσσας |
ελληνικά | ell-000 | Αναγνωριστικό διάσκεψης |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό διαφημιστικού |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό δικτύου |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό εισόδου |
ελληνικά | ell-000 | Αναγνωριστικό καλούντος |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό κλάσης (CLSID) |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό κλειδιού |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό/κωδικός συμμετέχοντα |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό μάσκας bit |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό μηνύματος κατάστασης |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό περιβάλλοντος |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό περιόδου λειτουργίας |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό προϊόντος |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό προφίλ υπηρεσίας (SPID) |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικός |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό στοιχείου εκστρατείας |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό συνόλου υπηρεσιών (SSID) |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό συσκευής |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό ταξινόμησης |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό τιμολογίου |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό τοπικής νομισματικής μονάδας |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό τοπικών ρυθμίσεων |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό υλικού |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό φορητών πολυμέσων |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωριστικό χρήστη |
ελληνικά | ell-000 | ανάγνωση |
ελληνικά | ell-000 | Ανάγνωση από δεξιά προς αριστερά |
ελληνικά | ell-000 | ανάγνωση δωμάτιο |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώσιμο |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώσιμος |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώσιμος με προσοχήν |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀνάγνωσις |
ελληνικά | ell-000 | ανάγνωσμα |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωσματάριο |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωσμένος |
τσακώνικα | tsd-001 | αναγνώστα |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωστήριο |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώστης |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώστης δίσκων |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώστης ενδείξεων |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώστης ταινίας |
ελληνικά | ell-000 | αναγνώστης φιλμ |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωστικό |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωστικό κοινό |
ελληνικά | ell-000 | αναγνωστικός |
ελληνικά | ell-000 | ανάγομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀνάγομαι |
ελληνικά | ell-000 | ανάγομαι στην αρχή |
ελληνικά | ell-000 | αναγομωμένο λάστιχο αυτοκινήτου |
ελληνικά | ell-000 | αναγομώνω λάστιχο |
ελληνικά | ell-000 | αναγορεύεται |
ελληνικά | ell-000 | αναγορεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | αναγόρευση |
ελληνικά | ell-000 | αναγορεύω |
ελληνικά | ell-000 | αναγούλα |
ελληνικά | ell-000 | ανάγουλες |
τσακώνικα | tsd-001 | αναγουλιάζου |
ελληνικά | ell-000 | αναγουλιάζω |
ελληνικά | ell-000 | αναγουλιάζων |
ελληνικά | ell-000 | αναγουλιασμένος |
ελληνικά | ell-000 | αναγουλιαστικός |
ελληνικά | ell-000 | ανάγραμμα |
ελληνικά | ell-000 | αναγραμματίζεται |
ελληνικά | ell-000 | αναγραμματίζω |
ελληνικά | ell-000 | αναγραμματισμός |
ελληνικά | ell-000 | αναγραφή |
ελληνικά | ell-000 | αναγραφη στοιχειων |
ελληνικά | ell-000 | αναγράφομαι |
ελληνικά | ell-000 | αναγράφω |
ελληνικά | ell-000 | αναγράφω παράβαση |
ελληνικά | ell-000 | αναγράφω σε ημερολόγιο |
ελληνικά | ell-000 | αναγυρίζω |
ελληνικά | ell-000 | ανάγω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀνάγω |
ελληνικά | ell-000 | αναγωγέας |
ελληνικά | ell-000 | αναγωγή |
ελληνικά | ell-000 | αναγωγική θεωρία |
ελληνικά | ell-000 | αναγωγικό μέσο |
ελληνικά | ell-000 | αναγωγικός |
ελληνικά | ell-000 | αναγωγικός συλλογισμός |
ελληνικά | ell-000 | αναγώγιμος |
ελληνικά | ell-000 | ανάγωγο |
ελληνικά | ell-000 | ανάγωγος |
ελληνικά | ell-000 | αναγωνισμός |
ελληνικά | ell-000 | αναδασμός |
ελληνικά | ell-000 | αναδασώ |
ελληνικά | ell-000 | αναδασώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | αναδασώνω |
ελληνικά | ell-000 | αναδάσωση |
ελληνικά | ell-000 | αναδασωση |
τσακώνικα | tsd-001 | αναδέγγου |
ελληνικά | ell-000 | αναδεικνύεται |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀναδείκνυμι |
ελληνικά | ell-000 | αναδεικνύομαι |
ελληνικά | ell-000 | αναδεικνύω |
ελληνικά | ell-000 | ανάδειξη |
ελληνικά | ell-000 | ανάδειξη υποψήφιου |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀνάδειξις |
ελληνικά | ell-000 | ανάδειχνε |
ελληνικά | ell-000 | αναδείχνομαι |
ελληνικά | ell-000 | αναδείχνω |
ελληνικά | ell-000 | ανά δεκαπενθήμερο |
ελληνικά | ell-000 | αναδεκτή |
ελληνικά | ell-000 | αναδεκτός |
ελληνικά | ell-000 | ανάδεμα |
ελληνικά | ell-000 | αναδενδράδα |
ελληνικά | ell-000 | αναδένω |
ελληνικά | ell-000 | αναδεξιμιά |
ελληνικά | ell-000 | αναδεξιμιός |
ελληνικά | ell-000 | αναδέτης |
ελληνικά | ell-000 | αναδεύεται |
ελληνικά | ell-000 | ανάδευση |
ελληνικά | ell-000 | αναδευτήρας |
ελληνικά | ell-000 | αναδεύω |
ελληνικά | ell-000 | αναδεύω ανακριτού |
ελληνικά | ell-000 | αναδέχομαι |
ελληνικά | ell-000 | αναδεχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀναδέχομαι |
ελληνικά | ell-000 | αναδεχτή |
ελληνικά | ell-000 | αναδεχτός |
ελληνικά | ell-000 | αναδημιούργημα |
ελληνικά | ell-000 | αναδημιουργημένη οικογένεια |
ελληνικά | ell-000 | αναδημιούργηση |
ελληνικά | ell-000 | αναδημιουργία |
ελληνικά | ell-000 | αναδημιουργικός |
ελληνικά | ell-000 | αναδημιουργώ |
ελληνικά | ell-000 | αναδημοσιευμένος |
ελληνικά | ell-000 | αναδημοσίευση |
ελληνικά | ell-000 | αναδημοσιεύω |
ελληνικά | ell-000 | αναδιάλυση |
ελληνικά | ell-000 | αναδιανέμω |
ελληνικά | ell-000 | αναδιανομή |
ελληνικά | ell-000 | αναδιανομή του εισοδήματος |
ελληνικά | ell-000 | αναδιαπλασίαση |
ελληνικά | ell-000 | αναδιαπραγμάτευση |
ελληνικά | ell-000 | αναδιαρθρώνω |
ελληνικά | ell-000 | αναδιάρθρωση |
ελληνικά | ell-000 | αναδιάρθρωση της βιομηχανίας |
ελληνικά | ell-000 | αναδιαρρυθμίζω |
ελληνικά | ell-000 | αναδιάταξη |
ελληνικά | ell-000 | αναδιατάσσω |
ελληνικά | ell-000 | αναδιατυπώνω |
ελληνικά | ell-000 | αναδίδομαι |
ελληνικά | ell-000 | αναδίδω |
ελληνικά | ell-000 | αναδίδω δυσοσμία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀναδίδωμι |
ελληνικά | ell-000 | αναδίνομαι |
ελληνικά | ell-000 | αναδίνω |
ελληνικά | ell-000 | αναδίνω μυρουδιά |
ελληνικά | ell-000 | αναδιοργανώ |
ελληνικά | ell-000 | αναδιοργανώνω |
ελληνικά | ell-000 | αναδιοργάνωση |
ελληνικά | ell-000 | αναδιοργάνωση της βιομηχανίας |
ελληνικά | ell-000 | αναδιοργανωτής |
ελληνικά | ell-000 | αναδιορισμός |
ελληνικά | ell-000 | αναδιπλασιάζω |
ελληνικά | ell-000 | αναδιπλασιασμένος |
ελληνικά | ell-000 | αναδιπλασιασμός |
ελληνικά | ell-000 | αναδιπλασιαστικός |
ελληνικά | ell-000 | αναδιπλούμενη κεραία |
ελληνικά | ell-000 | αναδιπλούμενο έντυπο |
ελληνικά | ell-000 | αναδιπλούμενος |
ελληνικά | ell-000 | αναδιπλωμένος |
ελληνικά | ell-000 | αναδιπλώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | αναδιπλώνομαι ανακριτού |
ελληνικά | ell-000 | αναδιπλώνω |
ελληνικά | ell-000 | αναδίπλωση |
ελληνικά | ell-000 | αναδίπλωση γραμμής |
ελληνικά | ell-000 | αναδίπλωση κειμένου |
ελληνικά | ell-000 | αναδίπλωση λέξεων |
ελληνικά | ell-000 | αναδιυλίζω |
ελληνικά | ell-000 | αναδίφηση |
ελληνικά | ell-000 | αναδιφώ |
ελληνικά | ell-000 | αναδόμηση |
ελληνικά | ell-000 | αναδομώ |
ελληνικά | ell-000 | ανάδοση |
ελληνικά | ell-000 | ανάδοση καπνού αγώγι |
ελληνικά | ell-000 | αναδοτικός |
ελληνικά | ell-000 | αναδουλειά |
ελληνικά | ell-000 | αναδοχεσ οικογενειεσ |
ελληνικά | ell-000 | αναδοχή |
ελληνικά | ell-000 | αναδοχοι γονεισ |
ελληνικά | ell-000 | ανάδοχος |
ελληνικά | ell-000 | αναδόχος |
ελληνικά | ell-000 | ανάδοχος έργου |
ελληνικά | ell-000 | ανάδοχος του έργου καθαρισμού |
ελληνικά | ell-000 | ανάδραση |
ελληνικά | ell-000 | αναδρομή |
ελληνικά | ell-000 | ανάδρομη κίνηση |
ελληνικά | ell-000 | αναδρομή στο παρελθόν |
ελληνικά | ell-000 | αναδρομικά |
ελληνικά | ell-000 | αναδρομικές αποδοχές |
ελληνικά | ell-000 | αναδρομική εξέταση |
ελληνικά | ell-000 | αναδρομική πληρωμή |
ελληνικά | ell-000 | αναδρομικό ερώτημα |
ελληνικά | ell-000 | αναδρομικός |
ελληνικά | ell-000 | αναδρομικός σχηματισμός |
ελληνικά | ell-000 | αναδρομικότητα |
ελληνικά | ell-000 | αναδρομικότητα του νόμου |
ελληνικά | ell-000 | ανάδρομο |
ελληνικά | ell-000 | ανάδρομος |
ελληνικά | ell-000 | αναδυναμώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | αναδυναμώνω |
ελληνικά | ell-000 | ανά δύο |