ελληνικά | ell-000 | αντιμονικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιμονιο |
ελληνικά | ell-000 | αντιμόνιο |
ελληνικά | ell-000 | αντιμονιούχος |
ελληνικά | ell-000 | αντιμονίτης |
ελληνικά | ell-000 | αντιμονόλιθος |
ελληνικά | ell-000 | αντιμονοπωλιακός |
ελληνικά | ell-000 | αντιμωλία |
ελληνικά | ell-000 | αντιναύαρχος |
ελληνικά | ell-000 | αντινευραλγικός |
ελληνικά | ell-000 | αντινομία |
ελληνικά | ell-000 | αντινός |
ελληνικά | ell-000 | αντιντόπινγκ |
ελληνικά | ell-000 | αντιξιφισμός |
ελληνικά | ell-000 | αντίξοος |
ελληνικά | ell-000 | αντιξοότης |
ελληνικά | ell-000 | αντιξοότητα |
ελληνικά | ell-000 | αντιξοότητες |
ελληνικά | ell-000 | αντίο |
ελληνικά | ell-000 | αντιοικονομία |
ελληνικά | ell-000 | αντιοικονομικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιολισθήτικη αλυσίδα |
ελληνικά | ell-000 | αντιολισθητική διάταξη |
ελληνικά | ell-000 | αντιολισθητικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιοξειδικό μέσο |
ελληνικά | ell-000 | αντιοξειδωτικό |
ελληνικά | ell-000 | αντιοξειδωτικός ουσία |
ελληνικά | ell-000 | αντιοξικός |
ελληνικά | ell-000 | αντίοξυ |
ελληνικά | ell-000 | αντιοξύ |
ελληνικά | ell-000 | Αντιόπη η Βοιωτή |
ελληνικά | ell-000 | αντίο σκληρέ κόσμε |
ελληνικά | ell-000 | αντιοφικός |
ελληνικά | ell-000 | Αντιοχεία |
ελληνικά | ell-000 | Αντιόχεια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἀντιόχεια |
ελληνικά | ell-000 | Αντιόχεια Καλιφόρνιας |
ελληνικά | ell-000 | Αντιόχεια Κολομβίας |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἀντιόχεια τῆς Μαργιανή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἀντιοχεύς |
ελληνικά | ell-000 | Αντίοχος |
ελληνικά | ell-000 | Αντιόχος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἀντίοχος |
ελληνικά | ell-000 | Αντίοχος Α’ Σωτήρ |
ελληνικά | ell-000 | Αντίοχος Β’ Θεός |
ελληνικά | ell-000 | Αντίοχος Γ’ ο Μέγας |
ελληνικά | ell-000 | Αντίοχος Δ’ Επιφανής |
ελληνικά | ell-000 | Αντίοχος Ε’ Ευπάτωρ |
ελληνικά | ell-000 | Αντίοχος Ζ’ Σιδήτης |
ελληνικά | ell-000 | Αντίοχος Στ’ Διόνυσος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαγωτική προστασία |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαγωτικό |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαγωτικό διάλυμα |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαγωτικό υγρό |
ελληνικά | ell-000 | αντιπάθεια |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαθέστατος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαθέστερος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαθής |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαθητικό άτομο |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαθητικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαθητικός τύπος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαθίδαι |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαθικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαθώ |
ελληνικά | ell-000 | αντίπαθων |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαιδαγωγικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαλεύω |
ελληνικά | ell-000 | αντίπαλος |
ελληνικά | ell-000 | αντίπαπας |
ελληνικά | ell-000 | αντιπάπας |
ελληνικά | ell-000 | Αντιπάπας Βονιφάτιος Ζ ́ |
ελληνικά | ell-000 | Αντιπάπας Φήλιξ Β ́ |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαραβάλλω |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαραβάλομαι |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαραβάλω |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαραβολή |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαραγωγικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαράδειγμα |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαράθεση |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαραθέτω |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαράλλαξη |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαράλληλος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαρασιτική οργανική ένωση |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαράσταση |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαράταξη |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαρατάσσομαι |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαρατάσσω |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαρέρχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀντιπαρέρχομαι |
ελληνικά | ell-000 | Αντίπαρος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαροχή |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαροχή συμφωνίας |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἀντιπᾶς |
ελληνικά | ell-000 | αντίπασχα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἀντιπατρίς |
ελληνικά | ell-000 | αντιπατριωτικός |
ελληνικά | ell-000 | Αντίπατρος |
ελληνικά | ell-000 | Αντίπατρος ο Σιδώνιος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπαχυντικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπειθαρχικός |
ελληνικά | ell-000 | αντίπερα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀντιπέρα |
ελληνικά | ell-000 | αντιπερασπισμός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπερικόχλιο |
ελληνικά | ell-000 | αντιπερισπασμός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπηκτικό |
ελληνικά | ell-000 | αντιπηκτικός |
ελληνικά | ell-000 | αντί πινακίου φακής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀντιπίπτω |
ελληνικά | ell-000 | αντιπλάγια |
ελληνικά | ell-000 | αντιπληθωριδμός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπληθωρισμός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπληθωριστικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπλημμυρικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπλημυρική προστασία |
ελληνικά | ell-000 | αντιπλοίαρχος |
ελληνικά | ell-000 | αντίποδας |
ελληνικά | ell-000 | αντιπόδας |
ελληνικά | ell-000 | αντιπόδες |
ελληνικά | ell-000 | αντιπόδων |
ελληνικά | ell-000 | αντιποίηση |
ελληνικά | ell-000 | αντίποινα |
ελληνικά | ell-000 | αντιποιούμαι |
ελληνικά | ell-000 | αντιπολεμικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπολιομυελιτικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπολιτεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | αντιπολιτευόμενος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπολίτευση |
ελληνικά | ell-000 | αντιπολίτευση. αντίσταση |
ελληνικά | ell-000 | αντιπολιτευτικός |
ελληνικά | ell-000 | αντίπολος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπολωτική περιέλιξη |
ελληνικά | ell-000 | αντιπολωτικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπραγματισμός |
ελληνικά | ell-000 | αντίπραξη |
ελληνικά | ell-000 | αντιπράττω |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρίσμα |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρισματικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροεδρία |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόεδρο |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόεδρος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόεδρος του θεσμικού οργάνου |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόεδρος του Κοινοβουλίου |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροίκι |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροπέρσι |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσφορά |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπεία |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπεία της Ένωσης |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπεία της Επιτροπής |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσώπευση |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπευτική αγοραία τιμή |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπευτική δημοκρατία |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπευτική μορφή |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπευτική τιμή |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπευτικό δείγμα |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπευτικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπευτικός συντελεστής |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπευτικότης |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπευτικότητα |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπευτός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπευω |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροσωπεύω |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόσωποι του νόμου |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόσωπος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόσωπος επιχειρήσεων |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόσωπος λογοτεχνών |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόσωπος πωλήσεων |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόσωπος του πάπα |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόσωπος υπηρεσίας εξυπηρέτησης πελατών (CSR) |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρόταση |
ελληνικά | ell-000 | αντιπροτείνω |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρυτανεία |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρύτανης |
ελληνικά | ell-000 | αντιπρωτόνιο |
ελληνικά | ell-000 | αντιπτέραρχος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπτεράρχος |
ελληνικά | ell-000 | αντιπτέριση |
ελληνικά | ell-000 | αντιπυρά |
ελληνικά | ell-000 | αντιπυραυλική άμυνα |
ελληνικά | ell-000 | αντιπυρετικό |
ελληνικά | ell-000 | αντιπυρετικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιπυρίνη |
ελληνικά | ell-000 | αντιπυρκαγιά |
ελληνικά | ell-000 | αντιρατσιστής |
ελληνικά | ell-000 | αντιρατσιστικός |
ελληνικά | ell-000 | αντίρευμα |
ελληνικά | ell-000 | Αντιρόβυθος |
ελληνικά | ell-000 | αντίρρηση |
ελληνικά | ell-000 | αντίρρηση συνειδήσεως |
ελληνικά | ell-000 | αντιρρησίας |
ελληνικά | ell-000 | αντιρρησίας συνείδησης |
ελληνικά | ell-000 | Αντίρριο |
ελληνικά | ell-000 | αντίρριο |
ελληνικά | ell-000 | Αντίρριον |
ελληνικά | ell-000 | αντίρροπη δύναμη |
ελληνικά | ell-000 | αντιρρόπηση |
ελληνικά | ell-000 | αντίρροπο |
ελληνικά | ell-000 | αντίρροπος |
ελληνικά | ell-000 | αντίρροπο φραιζάρισμα |
ελληνικά | ell-000 | αντιρρυπαντική διάταξη |
ελληνικά | ell-000 | αντιρρυπαντική τεχνολογία |
ελληνικά | ell-000 | αντιρρυπαντικό |
ελληνικά | ell-000 | Αντίς Αμπέμπα |
ελληνικά | ell-000 | αντισεισμικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀντισηκόω |
ελληνικά | ell-000 | αντισήκωμα |
ελληνικά | ell-000 | αντισημητισμός |
ελληνικά | ell-000 | αντισημίτης |
ελληνικά | ell-000 | αντισημιτής |
ελληνικά | ell-000 | αντισημιτικός |
ελληνικά | ell-000 | αντισημιτισμός |
ελληνικά | ell-000 | αντίσημο |
ελληνικά | ell-000 | αντισηπτική διάλυση |
ελληνικά | ell-000 | αντισηπτικό |
ελληνικά | ell-000 | αντισηπτικός |
ελληνικά | ell-000 | Αντισθένης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἀντισθένης |
ελληνικά | ell-000 | αντίσκηνο |
ελληνικά | ell-000 | αντίσκηνο Ινδιάνων |
ελληνικά | ell-000 | αντίσκηνο ινδιάνων |
ελληνικά | ell-000 | αντισκωληκικό φάρμακο |
ελληνικά | ell-000 | αντισκωριακός |
ελληνικά | ell-000 | αντισμήναρχος |
ελληνικά | ell-000 | αντισπαστικός |
ελληνικά | ell-000 | αντισταθμίζουσα επίδραση |
ελληνικά | ell-000 | αντισταθμίζω |
ελληνικά | ell-000 | αντιστάθμιση |
ελληνικά | ell-000 | Αντιστάθμιση έκθεσης |
ελληνικά | ell-000 | αντιστάθμιση καθοδήγησης |
ελληνικά | ell-000 | Αντιστάθμιση πόλωσης έκθεσης |
ελληνικά | ell-000 | αντιστάθμισμα |
ελληνικά | ell-000 | αντισταθμιστική διδασκαλία |
ελληνικά | ell-000 | αντισταθμιστική συμφωνία |
ελληνικά | ell-000 | αντισταθμιστικός |
ελληνικά | ell-000 | αντισταθμιστικό τέλος |
ελληνικά | ell-000 | αντισταμινικό φάρμακο |
ελληνικά | ell-000 | αντιστάσεις |
ελληνικά | ell-000 | αντίσταση |
ελληνικά | ell-000 | αντισταση |
ελληνικά | ell-000 | αντίσταση αέρα |
ελληνικά | ell-000 | αντίσταση ζεύξης |
ελληνικά | ell-000 | αντίσταση κεραίας |
ελληνικά | ell-000 | αντίσταση κυκλώματος κεραίας |
ελληνικά | ell-000 | αντίσταση μόνωσης |
ελληνικά | ell-000 | αντίσταση σύνδεσης |
ελληνικά | ell-000 | αντίσταση τερματισμού |
ελληνικά | ell-000 | αντίσταση του αέρα |
ελληνικά | ell-000 | αντιστασιακός |
ελληνικά | ell-000 | αντιστάτης |
ελληνικά | ell-000 | αντιστάτης δοκιμής |
ελληνικά | ell-000 | αντιστάτης θέρμανσης |
ελληνικά | ell-000 | αντιστατική κεραία |
ελληνικά | ell-000 | αντιστέκομαι |
ελληνικά | ell-000 | αντιστήριγμα |
ελληνικά | ell-000 | αντιστηρίζω |
ελληνικά | ell-000 | αντιστήριξη |
ελληνικά | ell-000 | αντιστικτικός |
ελληνικά | ell-000 | αντίστιξη |
ελληνικά | ell-000 | αντίστοιχα |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοίχηση |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοιχία |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοιχίζω |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοίχιση |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοίχιση bump |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοίχιση MIME |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοίχιση URL |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοίχιση γενικών επεκτάσεων ταχυδρομείου Internet |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοίχιση εξωτερικής διεύθυνσης URL |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοίχιση μνήμης |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοίχιση μνήμης εισόδου/εξόδου |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοίχιση συμβόλων |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοιχισμένο πεδίο δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοιχισμένο πρόγραμμα |
ελληνικά | ell-000 | αντίστοιχος |
ελληνικά | ell-000 | αντίστοιχος δάκτυλοσ ζώου |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοιχώ |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοίχως |
ελληνικά | ell-000 | αντιστοματικός |
ελληνικά | ell-000 | αντιστορώ |
ελληνικά | ell-000 | αντιστρατεύομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀντιστρατεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | αντιστράτηγος |
ελληνικά | ell-000 | αντιστρατηγός |
ελληνικά | ell-000 | αντίστρεπτος |
ελληνικά | ell-000 | αντιστρεπτός |
ελληνικά | ell-000 | αντιστρέφω |
ελληνικά | ell-000 | αντιστρεψιμότητα |
ελληνικά | ell-000 | αντιστροφέας |
ελληνικά | ell-000 | αντιστροφή |
ελληνικά | ell-000 | αντίστροφη αναζήτηση |
ελληνικά | ell-000 | αντίστροφη μέτρηση |
ελληνικά | ell-000 | αντίστροφη όψη |