ελληνικά | ell-000 | Αυστρία |
ελληνικά | ell-000 | Αὐστρία |
ἑλληνικά | ell-008 | Αὐστρία |
ελληνικά | ell-000 | αυστρία |
ελληνικά | ell-000 | Αυστριακή |
ελληνικά | ell-000 | αυστριακή |
ελληνικά | ell-000 | αυστριακό |
ελληνικά | ell-000 | Αυστριακός |
ελληνικά | ell-000 | αυστριακός |
ελληνικά | ell-000 | Αυστροουγγαρία |
ελληνικά | ell-000 | αυστρουγγρικός |
ελληνικά | ell-000 | αυστυρός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτ |
ελληνικά | ell-000 | αυτoκινητάδα |
ελληνικά | ell-000 | αυτά |
ελληνικά | ell-000 | αυτα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτά |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτάδελφος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐταί |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτάναξ |
ελληνικά | ell-000 | αυτανάφλεξη |
ελληνικά | ell-000 | αύτανδρος |
ελληνικά | ell-000 | αυταπάρνηση |
ελληνικά | ell-000 | αυταπάτη |
ελληνικά | ell-000 | αυταπατώμαι |
ελληνικά | ell-000 | αυταπόδεικτος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτὰρ |
ελληνικά | ell-000 | αυτάρεσκα |
ελληνικά | ell-000 | αυταρέσκεια |
ελληνικά | ell-000 | αυτάρεσκος |
ελληνικά | ell-000 | αυτάρκεια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτάρκεια |
ελληνικά | ell-000 | αυτάρκεια εφοδιασμού |
ελληνικά | ell-000 | αυτάρκης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αυτάρκης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτάρκης |
ελληνικά | ell-000 | αυταρχία |
ελληνικά | ell-000 | αυταρχικά |
ελληνικά | ell-000 | αυταρχικό καθεστώς |
ελληνικά | ell-000 | αυταρχικός |
ελληνικά | ell-000 | αυταρχικότητα |
ελληνικά | ell-000 | αυταρχισμός |
ελληνικά | ell-000 | αυτασφάλεια |
ελληνικά | ell-000 | αυτενέργεια |
ελληνικά | ell-000 | αυτενεργός |
ελληνικά | ell-000 | αυτενεργώ |
ελληνικά | ell-000 | αυτενεργών |
ελληνικά | ell-000 | Αϋτέν Μουτλού |
ελληνικά | ell-000 | αυτεξηγητός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτεξούσιον |
ελληνικά | ell-000 | αυτεξούσιος |
ελληνικά | ell-000 | αυτεπάγγελτος |
ελληνικά | ell-000 | αυτεπαγωγή |
ελληνικά | ell-000 | αυτεπαγωγή κεραίας |
ελληνικά | ell-000 | αυτεπαγωγής |
ελληνικά | ell-000 | αυτεπίγνωση |
ελληνικά | ell-000 | αυτές |
ελληνικά | ell-000 | αυτες |
ελληνικά | ell-000 | αυτή |
ελληνικά | ell-000 | αυτη |
ελληνικά | ell-000 | αύτη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὕτη |
ελληνικά | ell-000 | αυτή η ίδια |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν τη Δε |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν τη Δευτ. |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν τη Δευτέρα |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την εβδομάδα |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Κυ |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Κυρ. |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Κυριακή |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Πα |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Παρ. |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Παρασκευή |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Πέ |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Πέμ. |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Πέμπτη |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Τε |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Τετ. |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Τετάρτη |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Τρ |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Τρ. |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν την Τρίτη |
ελληνικά | ell-000 | αυτήν του |
ελληνικά | ell-000 | αυτής |
ελληνικά | ell-000 | Αυτής Μεγαλειότης |
ελληνικά | ell-000 | αυτή τη στιγμή |
ελληνικά | ell-000 | αυτή τη φορά |
ελληνικά | ell-000 | αυτί |
ελληνικά | ell-000 | αυτι |
ελληνικά | ell-000 | αυτί ή προεξοχή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτικα |
ελληνικά | ell-000 | αυτιμόλος |
ελληνικά | ell-000 | αυτισμός |
ελληνικά | ell-000 | αυτισμοσ |
ελληνικά | ell-000 | αυτιστικό |
ελληνικά | ell-000 | αυτιστικός |
ελληνικά | ell-000 | αυτί της θάλασσας |
ελληνικά | ell-000 | αυτο |
ελληνικά | ell-000 | αυτο- |
ελληνικά | ell-000 | αυτό |
ελληνικά | ell-000 | αυτό- |
ελληνικά | ell-000 | αυτοαιδοιολειξία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοάμυνα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοαμυνα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοανακηρύσσομαι |
ελληνικά | ell-000 | αυτοαναλύομαι |
ελληνικά | ell-000 | αυτοανάλυση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοαναφλέγομαι |
ελληνικά | ell-000 | αυτοανάφλεξη |
ελληνικά | ell-000 | αυτοαναφορά |
ελληνικά | ell-000 | αυτοαναφορικός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοάνοση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοαξιολόγηση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοαξιολογούμαι |
ελληνικά | ell-000 | αυτοαπασχοληση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοαπασχόληση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοαπασχολούμενος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοαποκαλούμενος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοασφάλιση |
ελληνικά | ell-000 | Αυτοβασανισμός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοβασανισμός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοβελτίωση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοβιογραφία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοβιογραφικός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοβοήθεια |
ελληνικά | ell-000 | αυτοβοηθεια |
ελληνικά | ell-000 | αυτόβουλα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοβουλία |
ελληνικά | ell-000 | αυτόβουλος |
ελληνικά | ell-000 | αυτογενής |
ελληνικά | ell-000 | αυτογκόλ |
ελληνικά | ell-000 | αυτογνωσία |
ελληνικά | ell-000 | αυτογνώστης |
ελληνικά | ell-000 | αυτογονιμοποίηση |
ελληνικά | ell-000 | αυτογραφικό υψόμετρο |
ελληνικά | ell-000 | αυτόγραφο |
ελληνικά | ell-000 | αυτόγραφος |
ελληνικά | ell-000 | αυτόγυρο |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδεσμεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | αυτόδηλος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδημιουργητός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδημιούργητος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιαγνωστικό πρόγραμμα εκκίνησης (POST) |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιάθεση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιαλύομαι |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιαφημίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιαχείριση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδίδακτος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιδασκαλία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδίδαχτος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιεγερόμενη ταλάντωση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιέγερση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδικαίως |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδικία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιοίκηση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιοίκητος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιοικούμενη πόλη |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιόρθωση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδιορισμένος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδύναμη κυβέρνηση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδυναμία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδύναμο πακέτο |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδυναμός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοδύναμος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοεγκατάλειψη |
ελληνικά | ell-000 | αυτό είναι ακριβό |
ελληνικά | ell-000 | αυτό είναι απαίσιο |
ελληνικά | ell-000 | αυτό είναι απίστευτο |
ελληνικά | ell-000 | αυτό είναι υπέροχο |
ελληνικά | ell-000 | αυτοεκτίμηση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοεκτίμιση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοέλεγχος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοελεγχοσ |
ελληνικά | ell-000 | αυτοενεργοποιούμενος συμπλέκτης |
ελληνικά | ell-000 | αυτοεξαιρούμαι |
ελληνικά | ell-000 | αυτοεξέταση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοεξεταση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοεξόριστος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοεξυπηρέτηση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοεξυπηρετούμενος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοεπαρκια |
ελληνικά | ell-000 | αυτοερωτισμός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοευθυγραμμιζόμενη μήτρα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοευθυγράμμιση |
ελληνικά | ell-000 | αυτό ήταν |
ελληνικά | ell-000 | αυτοθαυμάζομαι |
ελληνικά | ell-000 | αυτοθαυμασμός |
ελληνικά | ell-000 | αυτόθι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αύτόθι |
ελληνικά | ell-000 | αυτοθυσία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοθυσιαζόμενος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοί |
ελληνικά | ell-000 | αυτοι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτοί |
ελληνικά | ell-000 | αυτοΐαση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοικανοποίηση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοϊκανοποίηση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοί οι ίδιοι |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκαθαριζόμενος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκαθαρισμός |
ελληνικά | ell-000 | αυτό κάθε αυτό |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκαλούμενος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκανιβαλισμός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκαταδικάζομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτοκατάκριτος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκαταστρεφόμενος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκαταστροφή |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκαταστροφικός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκατευθυνόμενος |
ελληνικά | ell-000 | αυτόκαυστο |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκεφαλία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκέφαλος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκίνηση |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινηστής |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητάδα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητάκι |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητάμαξα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητικός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητιστής |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητιστικα ατυχηματα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητιστικοί αγώνες |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκίνητο |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητο |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητοβιομηχανία |
ελληνικά | ell-000 | Αυτοκινητόδρομος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητόδρομος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητόδρομος/λεωφόρος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητόδρομος/οδός ταχείας κυκλοφορίας |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκίνητο επιβατικό |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως/Ι.Χ. |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκίνητο μεγάλο |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκίνητο όχημα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκίνητο όχημα/όχημα με κινητήρα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκίνητο ποδήλατο |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινητοπομπή |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκίνητος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκίνητο της αστυνομίας |
ελληνικά | ell-000 | Αυτοκίνητο της Χρονιάς |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινήτου εταιρείας |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκινούμενο όχημα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκλάστο |
ελληνικά | ell-000 | αυτόκλειστο |
ελληνικά | ell-000 | αυτόκλητη εμπορική ηλεκτρονική αλληλογραφία (UCE) |
ελληνικά | ell-000 | αυτόκλητη ηλεκτρονική διαφήμιση |
ελληνικά | ell-000 | αυτόκλητο δικαστήριο |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκολητός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκόλλητη ετικέτα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκόλλητη ταινία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκολλητό |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκόλλητο |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκουρδιζόμενος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκοχλιούμενος τύπος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκράτειρα |
ελληνικά | ell-000 | Αυτοκράτειρα Ματίλδη |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκρατία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκράτορα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκράτορας |
ελληνικά | ell-000 | Αυτοκράτορας Σάγκα |
ελληνικά | ell-000 | Αυτοκρατορία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκρατορία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκρατορια |
ελληνικά | ell-000 | Αυτοκρατορία της Νίκαιας |
ελληνικά | ell-000 | Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας |
ελληνικά | ell-000 | Αυτοκρατορία των Σελευκιδών |
ελληνικά | ell-000 | Αυτοκρατορικό Αραμαϊκό |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκρατορικό διάταγμα |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκρατορικός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκρατορικό σταφύλι |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκρατόρισσα |
ελληνικά | ell-000 | Αυτοκράτωρ |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκράτωρ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | αὐτοκράτωρ |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκράτωρας |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκριτική |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκτονία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκτονια |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκτονικός |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκτόνος |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκτονώ |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκυβέρνηση |
ελληνικά | ell-000 | αυτο-κυκλοφορία |
ελληνικά | ell-000 | αυτοκυριαρχία |
ελληνικά | ell-000 | αυτολέξει |
ελληνικά | ell-000 | αυτολεξεί |
ελληνικά | ell-000 | αυτολιπαινόμενη έδραση |
ελληνικά | ell-000 | αυτολιπαινόμενος |
ελληνικά | ell-000 | Αυτόλυκος |
ελληνικά | ell-000 | Αυτόλυκος ο Πιταναίος |
ελληνικά | ell-000 | αυτολύπηση |
ελληνικά | ell-000 | αυτόλυση |
ελληνικά | ell-000 | αυτολυταρχία |
ελληνικά | ell-000 | αυτομαθής |