ελληνικά | ell-000 | διακριτή ανάκλαση |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικά |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικά αξιώματος |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικά γράμματα |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικές κονκάρδες |
ελληνικά | ell-000 | διακριτική |
ελληνικά | ell-000 | διακριτική εξουσία |
ελληνικά | ell-000 | διακριτική ευχέρεια |
ελληνικά | ell-000 | διακριτική ικανότητα |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικό |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικό απομίμησης |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικό δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικό κλειδώματος |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικό πρόσβασης |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικός |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικός τίτλος |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικό σήμα |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικό σημάδι |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικό σήμα ιπταμένου |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικό σημείο |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικότης |
ελληνικά | ell-000 | διακριτικότητα |
ελληνικά | ell-000 | διάκριτος |
ελληνικά | ell-000 | διακριτός |
ελληνικά | ell-000 | διακρότημα |
ελληνικά | ell-000 | διακυβέρνηση |
ελληνικά | ell-000 | διακυβέρνηση κάστρο |
ελληνικά | ell-000 | διακυβερνητική διάσκεψη (ΕE) |
ελληνικά | ell-000 | Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος |
ελληνικά | ell-000 | Διακυβερνητική επιτροπή για την αλλαγή του κλίματος |
ελληνικά | ell-000 | διακυβερνητική νομική πράξη |
ελληνικά | ell-000 | διακυβερνητική σύμβαση (ΕE) |
ελληνικά | ell-000 | διακυβερνητική συνεργασία (ΕΕ) |
ελληνικά | ell-000 | διακυβερνώ |
ελληνικά | ell-000 | διακύβευμα |
ελληνικά | ell-000 | διακυβεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | διακυβευόμενος |
ελληνικά | ell-000 | διακύβευση |
ελληνικά | ell-000 | διακυβεύω |
ελληνικά | ell-000 | διακυμαίνομαι |
ελληνικά | ell-000 | διακυμάνσεις |
ελληνικά | ell-000 | διακύμανση |
ελληνικά | ell-000 | διακύμανση συχνότητας |
ελληνικά | ell-000 | διακύμανση ταχύτητας |
ελληνικά | ell-000 | διακύμανση των τιμών |
ελληνικά | ell-000 | διακύμανσις |
ελληνικά | ell-000 | διακύρηξη |
ελληνικά | ell-000 | διακύρηξη των δικαιωμάτων |
ελληνικά | ell-000 | διακυρήσσω |
ελληνικά | ell-000 | διακυρήττω |
ελληνικά | ell-000 | διακωδικοποιητής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διακωλύω |
ελληνικά | ell-000 | διακωμώδηση |
ελληνικά | ell-000 | διακωμωδώ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαλαλέω |
ελληνικά | ell-000 | διαλαλητής |
ελληνικά | ell-000 | διαλαλώ |
ελληνικά | ell-000 | διαλανθάνω |
ελληνικά | ell-000 | διάλεγμα |
ελληνικά | ell-000 | διαλέγομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαλέγομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαλέγω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαλέγω |
ελληνικά | ell-000 | διαλεγω |
ελληνικά | ell-000 | διαλέγω από τσαμπί |
ελληνικά | ell-000 | διάλειμα |
ελληνικά | ell-000 | διάλειμμα |
ελληνικά | ell-000 | διαλειμμα |
ελληνικά | ell-000 | διάλειμμα για τσάι |
ελληνικά | ell-000 | διάλειμμα θέατρου |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαλείπω |
ελληνικά | ell-000 | διαλείπων |
ελληνικά | ell-000 | διαλειτουργικό στοιχείο ελέγχου |
ελληνικά | ell-000 | διαλειτουργικότητα |
ελληνικά | ell-000 | διάλειψη |
ελληνικά | ell-000 | διαλέκτης |
ελληνικά | ell-000 | διαλεκτική |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαλεκτική |
ελληνικά | ell-000 | διαλεκτική συζήτηση |
ελληνικά | ell-000 | διαλεκτικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαλεκτικός |
ελληνικά | ell-000 | διαλεκτικός υλισμός |
ελληνικά | ell-000 | διαλεκτικός φιλόσοφος |
ελληνικά | ell-000 | διαλεκτολογία |
ελληνικά | ell-000 | διάλεκτος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διάλεκτος |
ελληνικά | ell-000 | Διάλεκτος Γκνιβά/Ντζιβά |
ελληνικά | ell-000 | Διάλεκτος Λιποβάζ της Ρεσιάν |
ελληνικά | ell-000 | Διάλεκτος Νατισόνε |
ελληνικά | ell-000 | Διάλεκτος Οσεακό/Οσοτζάν |
ελληνικά | ell-000 | Διάλεκτος Σαν Τζιόρτζιο/Βίλα |
ελληνικά | ell-000 | Διάλεκτος Στολβιτζά/Σολμπικά |
ελληνικά | ell-000 | διαλέκτου |
ελληνικά | ell-000 | διάλεξη |
ελληνικά | ell-000 | διαλευκαίνω |
ελληνικά | ell-000 | διαλεύκανση |
ελληνικά | ell-000 | διαλεχτός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαλλαγή |
ελληνικά | ell-000 | διαλλακτικός |
ελληνικά | ell-000 | διαλλακτικότης |
ελληνικά | ell-000 | διαλλακτικότητα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαλλάσσομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαλογέας |
ελληνικά | ell-000 | διαλογή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαλογή |
ελληνικά | ell-000 | διαλογη |
ελληνικά | ell-000 | διαλογή αποβλήτων |
ελληνικά | ell-000 | διαλογή/κοσκίνισμα/σάρωση/ανίχνευση/διερεύνηση/θωράκιση |
ελληνικά | ell-000 | διαλογίζομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαλογίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαλογική εισαγωγή δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | διαλογικός |
ελληνικά | ell-000 | διαλογισμός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαλογισμός |
ελληνικά | ell-000 | διάλογοι |
ελληνικά | ell-000 | δια λογον του οτι |
ελληνικά | ell-000 | διάλογος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διάλογος |
ελληνικά | ell-000 | διάλυμα |
ελληνικά | ell-000 | διάλυμα αμμωνίας |
ελληνικά | ell-000 | διάλυμα απόπλυσης |
ελληνικά | ell-000 | διάλυμα καθαρισμού |
ελληνικά | ell-000 | διάλυμα μουλιάσματος |
ελληνικά | ell-000 | διάλυμα στύψεως |
ελληνικά | ell-000 | διαλυμένος |
ελληνικά | ell-000 | διαλυμένος οργανικός άνθρακας |
ελληνικά | ell-000 | διαλύομαι |
ελληνικά | ell-000 | διάλυση |
ελληνικά | ell-000 | διάλυση/αποσύνθεση/διαχωρισμός |
ελληνικά | ell-000 | διάλυση/πλύση/αιμοκάθαρση/διαπίδυση |
ελληνικά | ell-000 | διάλυση στρατού |
ελληνικά | ell-000 | διάλυση της Βουλής |
ελληνικά | ell-000 | Διάλυση της Γιουγκοσλαβίας |
ελληνικά | ell-000 | διάλυση φάρμακου |
ελληνικά | ell-000 | διαλύτης |
ελληνικά | ell-000 | διαλυτικά |
ελληνικά | ell-000 | διαλυτικά μεταφωνίας |
ελληνικά | ell-000 | διαλυτικά σημεία |
ελληνικά | ell-000 | διαλυτική |
ελληνικά | ell-000 | διαλυτικό |
ελληνικά | ell-000 | διαλυτικό μέσο |
ελληνικά | ell-000 | διαλυτικός |
ελληνικά | ell-000 | διαλυτό |
ελληνικά | ell-000 | διαλυτός |
ελληνικά | ell-000 | διαλυτότης |
ελληνικά | ell-000 | διαλυτότητα |
ελληνικά | ell-000 | διαλυω |
ελληνικά | ell-000 | διαλύω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαλύω |
ελληνικά | ell-000 | διαλύω επιχείρηση |
ελληνικά | ell-000 | διαλύω μηχανή |
ελληνικά | ell-000 | διαλύων |
ελληνικά | ell-000 | διαλύω στρατόπεδο |
ελληνικά | ell-000 | διαλύω σχέση |
ελληνικά | ell-000 | διά μακρών |
ελληνικά | ell-000 | διαμάντι |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτία |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτία διάπλασης |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτυρημένος |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτύρηση |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτυρητής |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτυρία |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτυρια |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτυρία γραμματίου |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτυρία συναλλαγματικής |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτυρίες |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτύρομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαμαρτύρομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτύρομαι έντονα |
ελληνικά | ell-000 | Διαμαρτυρόμενος |
ελληνικά | ell-000 | διαμαρτυρόμενος |
ελληνικά | ell-000 | διαμάχη |
ελληνικά | ell-000 | διαμαχη |
ελληνικά | ell-000 | Διαμάχη Ισραήλ-Λιβάνου |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαμάχομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαμεθοριακές μεταφορές |
ελληνικά | ell-000 | διαμεθοριακή ροή δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | διαμεθοριακή ρύπανση |
ελληνικά | ell-000 | διαμεθοριακή συνεργασία |
ελληνικά | ell-000 | διαμείβω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαμειδιάω |
ελληνικά | ell-000 | διαμελίζω |
ελληνικά | ell-000 | διαμελίζω από |
ελληνικά | ell-000 | διαμελίζω των ζώων |
ελληνικά | ell-000 | διαμελισμένος |
ελληνικά | ell-000 | διαμελισμός |
ελληνικά | ell-000 | διαμένω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαμένω |
ελληνικά | ell-000 | διαμενω |
ελληνικά | ell-000 | διαμένω με |
ελληνικά | ell-000 | διαμένω μόνιμα |
ελληνικά | ell-000 | διαμένων |
τσακώνικα | tsd-001 | διαμεράχου |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαμερίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαμεριζόμενο αρχείο |
ελληνικά | ell-000 | διαμερίζω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαμερίζω |
ελληνικά | ell-000 | Διαμερικανική Τράπεζα Αναπτύξεως |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα |
ελληνικά | ell-000 | διαμερισμα |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα MSR |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα αξιωματικού |
ελληνικά | ell-000 | Διαμέρισμα Γουαδελούπης |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα δικτύου |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα δίσκου |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα δωμάτιων |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα εκκίνησης |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα επιβάτων |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα καταλόγου |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα παραγωγής |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα πολυκατ |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα στάβλος |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα συστήματος |
ελληνικά | ell-000 | διαμέρισμα συστήματος EFI |
ελληνικά | ell-000 | διαμερίσματα |
ελληνικά | ell-000 | Διαμέρισμα της Γουιάνα |
ελληνικά | ell-000 | Διαμέρισμα της Μαρτινίκας |
ελληνικά | ell-000 | Διαμέρισμα της Ρεϊνιόν |
ελληνικά | ell-000 | διαμερισμός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαμερισμός |
ελληνικά | ell-000 | διαμεσολάβηση |
ελληνικά | ell-000 | διαμεσολαβητεσ |
ελληνικά | ell-000 | διαμεσολαβητής |
ελληνικά | ell-000 | διάμεσος |
ελληνικά | ell-000 | διάμεσος εγκέφαλος |
ελληνικά | ell-000 | διάμεσος ιστός |
ελληνικά | ell-000 | διά μέσου |
ελληνικά | ell-000 | δια μέσου |
ελληνικά | ell-000 | δια μεσου |
ελληνικά | ell-000 | διαμέσου |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαμεστόω |
ελληνικά | ell-000 | διαμεταγωγή |
ελληνικά | ell-000 | διαμετακόμιση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαμετρέω |
ελληνικά | ell-000 | διαμέτρημα |
ελληνικά | ell-000 | διαμέτρηση |
ελληνικά | ell-000 | διαμετρικά |
ελληνικά | ell-000 | διαμετρική προβολή |
ελληνικά | ell-000 | διαμετρικός |
ελληνικά | ell-000 | διαμέτριμα |
ελληνικά | ell-000 | διάμετρο βήματος |
ελληνικά | ell-000 | διάμετρος |
ελληνικά | ell-000 | διάμετρος αναφοράς |
ελληνικά | ell-000 | διάμετρος βήματος |
ελληνικά | ell-000 | διάμετρος στομίου |
ελληνικά | ell-000 | διάμετρος σύρματος |
ελληνικά | ell-000 | διαμήκης |
ελληνικά | ell-000 | διαμήκης εξέλαση |
ελληνικά | ell-000 | διαμηκής ισοτιμία |
ελληνικά | ell-000 | διαμήκης πρόωση |
ελληνικά | ell-000 | διαμήκης συσφιγκτήρας |
ελληνικά | ell-000 | διαμηνύω |
ελληνικά | ell-000 | διά μιας |
ελληνικά | ell-000 | διαμοιβή |
ελληνικά | ell-000 | διαμοιράζω |
ελληνικά | ell-000 | διαμοιράζω ξανά |
ελληνικά | ell-000 | διαμοιρασμός |
ελληνικά | ell-000 | διαμοιραστής |
ελληνικά | ell-000 | διαμόλυνση |
ελληνικά | ell-000 | διαμονή |
ελληνικά | ell-000 | διαμονη |
ελληνικά | ell-000 | διαμονή σε κατασκήνωση |
ελληνικά | ell-000 | διαμονή στο εξωτερικό |
ελληνικά | ell-000 | διαμονητήριο |
ελληνικά | ell-000 | διαμοριακός |
ελληνικά | ell-000 | διαμορφωμένος |
ελληνικά | ell-000 | διαμορφώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαμορφώνω |
ελληνικά | ell-000 | διαμορφώνω εξωτερικό χώρο |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση βόμβου |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση δι’ απορροφήσεως |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση εδάφους |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση εύρους |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση ή αρχιτεκτονική κήπων |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση με απορρόφηση |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση παλμικού κώδικα |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση πλάτους |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση πρανών |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση σύνθεσης κατά παραγγελία |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση συχνότητας |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση τιμών |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση τιμών χρηματιστηριακών τίτλων |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση φάσης |
ελληνικά | ell-000 | διαμόρφωση χαμηλού επιπέδου |
ελληνικά | ell-000 | διαμορφωτής |
ελληνικά | ell-000 | διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής |
ελληνικά | ell-000 | διαμορφωτής αποτύπωσης |
ελληνικά | ell-000 | διαμορφωτής κοίλανσης |
ελληνικά | ell-000 | διαμορφωτικός |
ελληνικά | ell-000 | διαμπερής |
ελληνικά | ell-000 | διαμφισβητούμαι |
ελληνικά | ell-000 | διαμφισβητούμενος |
ελληνικά | ell-000 | διάνα |
ελληνικά | ell-000 | διάναξη |