ελληνικά | ell-000 | διανεμηθέν εισόδημα |
ελληνικά | ell-000 | διανεμητής |
ελληνικά | ell-000 | διανεμητικός |
ελληνικά | ell-000 | διανεμητός |
ελληνικά | ell-000 | διανέμομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διανέμομαι |
ελληνικά | ell-000 | διανέμω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διανέμω |
ελληνικά | ell-000 | διανέμω αναλογικά |
ελληνικά | ell-000 | διανέμω αναλογώς |
ελληνικά | ell-000 | διανέμω εκ νέου |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διανεύω |
τσακώνικα | tsd-001 | διανθίζου |
ελληνικά | ell-000 | διανθίζω |
ελληνικά | ell-000 | διανθίζω με |
ελληνικά | ell-000 | διάνθιση |
ελληνικά | ell-000 | διάνθισμα |
ελληνικά | ell-000 | διανθισμένος |
ελληνικά | ell-000 | δίανθος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διανοέομαι |
ελληνικά | ell-000 | διανόημα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διανόημα |
ελληνικά | ell-000 | διανόηση |
ελληνικά | ell-000 | διανοητικά |
ελληνικά | ell-000 | διανοητικά καθυστερημένος |
ελληνικά | ell-000 | διανοητικά υγιής |
ελληνικά | ell-000 | διανοητική |
ελληνικά | ell-000 | διανοητική or ψυχική αταραξία |
ελληνικά | ell-000 | διανοητική δημιουργία |
ελληνικά | ell-000 | διανοητική διαταραχή |
ελληνικά | ell-000 | διανοητική ένταση |
ελληνικά | ell-000 | διανοητική ιδιοκτησία |
ελληνικά | ell-000 | διανοητική ικανότητα |
ελληνικά | ell-000 | διανοητική καθυστέρηση |
ελληνικά | ell-000 | διανοητική στενότης |
ελληνικά | ell-000 | διανοητική υγεία |
ελληνικά | ell-000 | διανοητική υπερκόπωση |
ελληνικά | ell-000 | διανοητικό κεφάλαιο |
ελληνικά | ell-000 | διανοητικός |
ελληνικά | ell-000 | διανοητικότης |
ελληνικά | ell-000 | διανοητικότητα |
ελληνικά | ell-000 | διανόητος |
ελληνικά | ell-000 | διάνοια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διάνοια |
ελληνικά | ell-000 | διανοίγω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διανοίγω |
ελληνικά | ell-000 | διανοίγω σήραγγα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διανοίγω τὴν καρδίαν |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διανοίγω τὸν νοῦν |
ελληνικά | ell-000 | διάνοιξη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διανοίχθητι |
ελληνικά | ell-000 | διανομέας |
ελληνικά | ell-000 | διανομέας αέρα |
ελληνικά | ell-000 | διανομέας ανταλλαγής |
ελληνικά | ell-000 | διανομέας μαγαζιού |
ελληνικά | ell-000 | διανομείς ρεύματος |
ελληνικά | ell-000 | διανομή |
ελληνικά | ell-000 | διανομή OAB |
ελληνικά | ell-000 | διανομή αερίου |
ελληνικά | ell-000 | διανομή βιβλίου διευθύνσεων εκτός σύνδεσης |
ελληνικά | ell-000 | διανομή ενέργειας |
ελληνικά | ell-000 | διανομή επιδομάτων |
ελληνικά | ell-000 | διανομή/κατανομή/καταμερισμός |
ελληνικά | ell-000 | διανομή κερδών |
ελληνικά | ell-000 | διανομή νερού |
ελληνικά | ell-000 | διανομή ρόλων |
ελληνικά | ell-000 | διανομή της κυριότητας |
ελληνικά | ell-000 | διανοούμαι |
ελληνικά | ell-000 | διανοούμενοι |
ελληνικά | ell-000 | διανοούμενος |
ελληνικά | ell-000 | διανοούμενος στοχαστής |
ελληνικά | ell-000 | διάνος |
ελληνικά | ell-000 | Διαντιστάτης Λεπτής Μεμβράνης |
ελληνικά | ell-000 | διανυθέν |
ελληνικά | ell-000 | διανυκτέρευση |
ελληνικά | ell-000 | διανυκτερε ύω |
ελληνικά | ell-000 | διανυκτερεύω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διανυκτερεύω |
ελληνικά | ell-000 | διανυκτερεύω αλλού |
ελληνικά | ell-000 | διανυκτερεύω αρπάζω |
ελληνικά | ell-000 | διανυκτερεύω στην ύπαιθρο |
ελληνικά | ell-000 | διάνυση |
ελληνικά | ell-000 | διάνυσμα |
ελληνικά | ell-000 | διάνυσμα δύναμης |
ελληνικά | ell-000 | διάνυσμα ροπής |
ελληνικά | ell-000 | διανυσματική ανάλυση |
ελληνικά | ell-000 | διανυσματική μονάδα |
ελληνικά | ell-000 | διανυσματική πρόσθεση |
ελληνικά | ell-000 | διανυσματικός |
ελληνικά | ell-000 | διανυσματικός επεξεργαστής |
ελληνικά | ell-000 | διανυσματικός χώρος |
ελληνικά | ell-000 | διανυχτερεύω |
ελληνικά | ell-000 | διανύω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διανύω |
ελληνικά | ell-000 | διά ξηράς |
ελληνικά | ell-000 | διαξιφιζομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαξιφισμός |
ελληνικά | ell-000 | διάξυλο |
ελληνικά | ell-000 | διάξυλο παράθυρου |
ελληνικά | ell-000 | διαξύλωση |
ελληνικά | ell-000 | διάολε |
ελληνικά | ell-000 | διαολίζω |
ελληνικά | ell-000 | διάολος |
ελληνικά | ell-000 | διάολος διάβολος |
ελληνικά | ell-000 | διαολοστέλνω |
τσακώνικα | tsd-001 | διαού |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπαιδαγωγέω |
ελληνικά | ell-000 | διαπαιδαγώγηση |
ελληνικά | ell-000 | διαπαιδαγωγούμαι |
ελληνικά | ell-000 | διαπαιδαγωγώ |
ελληνικά | ell-000 | διαπάλη |
ελληνικά | ell-000 | διά παν ενδεχόμενο |
ελληνικά | ell-000 | διά πάντος |
ελληνικά | ell-000 | διά παντός |
ελληνικά | ell-000 | δια παντός |
ελληνικά | ell-000 | διαπαντός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διὰ παντός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπαρατριβή |
ελληνικά | ell-000 | διαπασών |
ελληνικά | ell-000 | διαπεραιώνω |
ελληνικά | ell-000 | διαπεραίωση |
ελληνικά | ell-000 | διαπέραση |
ελληνικά | ell-000 | διαπεραστής |
ελληνικά | ell-000 | διαπεραστικός |
ελληνικά | ell-000 | διαπεραστικότης |
ελληνικά | ell-000 | διαπεραστικότητα |
ελληνικά | ell-000 | διαπερατό |
ελληνικά | ell-000 | διαπερατός |
ελληνικά | ell-000 | διαπερατός από υγρά |
ελληνικά | ell-000 | διαπερατός πυρήνας |
ελληνικά | ell-000 | διαπερατότητα |
ελληνικά | ell-000 | διαπερατώς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπεράω |
ελληνικά | ell-000 | Διαπεριφερειακό Ίδρυμα Ερευνών των Ηνωμένων Εθνών για την Εγκληματικότητα και τη Δικαιοσύνη |
ελληνικά | ell-000 | διαπερνω |
ελληνικά | ell-000 | διαπερνώ |
ελληνικά | ell-000 | διαπερώ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπέσσω |
ελληνικά | ell-000 | διαπίδυση |
ελληνικά | ell-000 | διαπιδύω |
ελληνικά | ell-000 | διαπίστευμα |
ελληνικά | ell-000 | διαπιστευμένος |
ελληνικά | ell-000 | διαπιστεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαπίστευση |
ελληνικά | ell-000 | διαπιστευτήρια |
ελληνικά | ell-000 | διαπιστευτήρια διαχειριστή |
ελληνικά | ell-000 | διαπιστευτήριο |
ελληνικά | ell-000 | διαπιστεύω |
ελληνικά | ell-000 | διαπιστώ διαθήκην |
ελληνικά | ell-000 | διαπιστώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαπιστώνοντας |
ελληνικά | ell-000 | διαπιστωνω |
ελληνικά | ell-000 | διαπιστώνω |
ελληνικά | ell-000 | διαπίστωση |
ελληνικά | ell-000 | διαπιστωτικός |
ελληνικά | ell-000 | διαπλάθομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαπλάθω |
ελληνικά | ell-000 | διαπλανητικός |
ελληνικά | ell-000 | διάπλαση |
ελληνικά | ell-000 | διαπλάσσω |
ελληνικά | ell-000 | διαπλάσσων |
ελληνικά | ell-000 | διαπλαστικός |
ελληνικά | ell-000 | διαπλαστός |
ελληνικά | ell-000 | διάπλατα |
ελληνικά | ell-000 | διάπλατος |
ελληνικά | ell-000 | διαπλάτυνση |
ελληνικά | ell-000 | διαπλατύνω |
ελληνικά | ell-000 | διαπλεκομένος |
ελληνικά | ell-000 | διαπλέκω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπλέκω |
ελληνικά | ell-000 | διαπλέω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπλέω |
ελληνικά | ell-000 | διαπλέων |
ελληνικά | ell-000 | διαπληκτίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαπληκτισμός |
ελληνικά | ell-000 | διαπλοκή |
ελληνικά | ell-000 | διάπλους |
ελληνικά | ell-000 | διαπνέομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαπνέω |
ελληνικά | ell-000 | διαπνοή |
ελληνικά | ell-000 | διαποδιαμορφωτής |
ελληνικά | ell-000 | διαποικίληση |
ελληνικά | ell-000 | διαποικίλλω |
ελληνικά | ell-000 | διαποικιλλώ |
ελληνικά | ell-000 | διαποίκιλση |
ελληνικά | ell-000 | διά ποίον λόγον |
ελληνικά | ell-000 | διαπολιτειακός |
ελληνικά | ell-000 | διαπολιτισμική εκπαίδευση |
ελληνικά | ell-000 | διαπολιτισμικη ερευνα |
ελληνικά | ell-000 | διαπολιτισμικός |
ελληνικά | ell-000 | διαπόμπευση |
ελληνικά | ell-000 | διαπομπεύω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπονέομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπορεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαπόρευτος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπορη |
ελληνικά | ell-000 | διαπορθμεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαπορθμεύομαι βάρκα |
ελληνικά | ell-000 | διαπόρθμευση |
ελληνικά | ell-000 | διαπορθμεύω |
ελληνικά | ell-000 | διαπότηση |
ελληνικά | ell-000 | διαποτίζω |
ελληνικά | ell-000 | διαποτίζω με λυκίσκο |
ελληνικά | ell-000 | διαπότιση |
ελληνικά | ell-000 | διαπότιση ξυλείας |
ελληνικά | ell-000 | διαποτισμός |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγματεύομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπραγματεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγματεύομαι αξίες |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγματεύσεις |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγματεύσεις προσχωρήσεως |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγμάτευση |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγματευση |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγμάτευση Ουρουγουάης |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγμάτευση συμφωνίας (ΕE) |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγματεύσιμη άδεια ρύπανσης |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγματεύσιμοι τίτλοι |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγματεύσιμος |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγματευτής |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγματευτική εξουσία |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγματευτικός |
ελληνικά | ell-000 | διαπραγματεύτρια |
ελληνικά | ell-000 | διάπρακτος |
ελληνικά | ell-000 | διάπραξη |
ελληνικά | ell-000 | διαπράττω |
ελληνικά | ell-000 | διαπράττω βανδαλισμό |
ελληνικά | ell-000 | διαπράττω εμπρησμό |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπρεπές |
ελληνικά | ell-000 | διαπρεπής |
ελληνικά | ell-000 | διαπρέπω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπρίομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαπροσωπικές σχέσεις |
ελληνικά | ell-000 | διαπροσωπικεσ δεξιοτητεσ |
ελληνικά | ell-000 | διαπροσωπικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαπτύω |
ελληνικά | ell-000 | διαπύηση |
ελληνικά | ell-000 | διαπυκτικό |
ελληνικά | ell-000 | διαπυκτικόν |
ελληνικά | ell-000 | διαπυρακτομένος |
ελληνικά | ell-000 | διάπυρος |
ελληνικά | ell-000 | διαπύρωση |
ελληνικά | ell-000 | διαπυώ |
ελληνικά | ell-000 | διαρήττω |
ελληνικά | ell-000 | διαρθρώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαρθρώνω |
ελληνικά | ell-000 | διάρθρωση |
ελληνικά | ell-000 | διάρθρωση δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | διάρθρωση της αλιείας |
ελληνικά | ell-000 | διάρθρωση της απασχόλησης |
ελληνικά | ell-000 | διάρθρωση του πληθυσμού |
ελληνικά | ell-000 | διάρθρωσις |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διάρθρωσις |
ελληνικά | ell-000 | διαρθρωτικά ταμεία |
ελληνικά | ell-000 | διαρθρωτικές ανισότητες |
ελληνικά | ell-000 | διαρθρωτικές διακυμάνσεις |
ελληνικά | ell-000 | διαρθρωτική ανεργία |
ελληνικά | ell-000 | διαρθρωτική δαπάνη |
ελληνικά | ell-000 | διαρθρωτική πολιτική |
ελληνικά | ell-000 | διαρθρωτική προσαρμογή |
ελληνικά | ell-000 | διαρθρωτικός |
ελληνικά | ell-000 | διαρθρωτικό ταμείο |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια |
ελληνικά | ell-000 | διαρκεία |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια ζωής |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια ζωής μπαταρίας |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια ζωής του προϊόντος |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια ηλιοφάνειας |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια ισχύος του μισθωτηρίου |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια κουδουνίσματος |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια μεταφοράς |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια οδήγησης |
ελληνικά | ell-000 | διάρκειας ενός έτους |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια σπουδών |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια της εργασίας |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια της ζωής |
ελληνικά | ell-000 | διάρκεια της ημέρας |
ελληνικά | ell-000 | διαρκές αγαθό |
ελληνικά | ell-000 | διαρκές παιδί |
ελληνικά | ell-000 | διαρκής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαρκής |
ελληνικά | ell-000 | διαρκής γαληνεμένος |
ελληνικά | ell-000 | διαρκής εκπαίδευση |
ελληνικά | ell-000 | διαρκό |
ελληνικά | ell-000 | διαρκω |
ελληνικά | ell-000 | διαρκώ |
ελληνικά | ell-000 | διαρκών τρία έτη |
ελληνικά | ell-000 | διαρκώ περισσότερο |
ελληνικά | ell-000 | διαρκώ περισσότερο από |
ελληνικά | ell-000 | διαρκώς |
ελληνικά | ell-000 | διαρκώς από |
ελληνικά | ell-000 | διαρκώς έτσι |
τσακώνικα | tsd-001 | διάροια |
ελληνικά | ell-000 | διαρπαγή |
ελληνικά | ell-000 | διαρπάζω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαρπάζω |