ελληνικά | ell-000 | δικομματικό σύστημα |
ελληνικά | ell-000 | δικομματισμός |
ελληνικά | ell-000 | δικό μου |
ελληνικά | ell-000 | δικονομία |
ελληνικά | ell-000 | δικονομικά |
ελληνικά | ell-000 | δικονομικό δίκαιο |
ελληνικά | ell-000 | δικονομικός |
τσακώνικα | tsd-001 | δικοπάνα |
ελληνικά | ell-000 | δίκοπη φραίζα |
ελληνικά | ell-000 | δίκοπο μαχαίρι |
ελληνικά | ell-000 | δίκοπο ξίφος |
ελληνικά | ell-000 | δίκοπος |
ελληνικά | ell-000 | δικός |
ελληνικά | ell-000 | δικός εμείς |
ελληνικά | ell-000 | δικος μας |
ελληνικά | ell-000 | δικός μας |
ελληνικά | ell-000 | δικος μου |
ελληνικά | ell-000 | δικός μου |
ελληνικά | ell-000 | δικός σας |
ελληνικά | ell-000 | δικός σου |
ελληνικά | ell-000 | δικός της |
ελληνικά | ell-000 | δικος του |
ελληνικά | ell-000 | δικός του |
ελληνικά | ell-000 | δικός τους |
ελληνικά | ell-000 | δικό σου |
τσακώνικα | tsd-001 | δικοσύνα |
ελληνικά | ell-000 | δικό της |
ελληνικά | ell-000 | δικό του |
ελληνικά | ell-000 | Δικοτυλήδονο |
ελληνικά | ell-000 | δικοτυλήδονο |
ελληνικά | ell-000 | δικοτυλήδονος |
ελληνικά | ell-000 | δίκοχο |
ελληνικά | ell-000 | δικράνι |
ελληνικά | ell-000 | δικρανίζω |
ελληνικά | ell-000 | δίκρανο |
ελληνικά | ell-000 | δίκροτο |
ελληνικά | ell-000 | δίκταμο |
ελληνικά | ell-000 | δικτάτορας |
ελληνικά | ell-000 | δικτατορία |
ελληνικά | ell-000 | δικτατορία της πλειοψηφίας |
ελληνικά | ell-000 | δικτατορικός |
ελληνικά | ell-000 | δικτατορίσκος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δικτάτωρ |
ελληνικά | ell-000 | δίκτιο |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυ |
ελληνικά | ell-000 | δικτυα |
ελληνικά | ell-000 | δικτύα εκπομπής |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυα επικοινωνίας |
ελληνικά | ell-000 | δικτυακή υπηρεσία |
ελληνικά | ell-000 | Δικτυακό κέντρο |
ελληνικά | ell-000 | δικτυακός |
ελληνικά | ell-000 | δικτυακός προβολέας |
ελληνικά | ell-000 | δικτυακός τόπος |
ελληνικά | ell-000 | δικτυακό σύστημα αρχείων |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυ αποσκευών |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο |
ελληνικά | ell-000 | Δίκτυο ad hoc |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο ad hoc |
ελληνικά | ell-000 | Δίκτυο ad hoc ομάδας (GN) |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο extranet |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο intranet |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο αερίου |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο αποχέτευσης |
ελληνικά | ell-000 | Δίκτυο Άτυπων Επαγγελματικών Προσόντων |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο βιοτόπων |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο γεωργικής λογιστικής πληροφόρησης |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο διαβίβασης |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο διανομής |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο εκπομπής |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο εμφάνισης βίντεο (VidPN) |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο ευρείας ζώνης |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο ευρείας ζώνης μέσω καλωδίωσης ρεύματος (BPL) |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο ευρείας περιοχής |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο κατασκοπείας |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο με δυνατότητα πολλαπλής διανομής |
ελληνικά | ell-000 | Δίκτυο μέσω Τηλεφώνου |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο μετανάστευσης |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο μεταφορών |
ελληνικά | ell-000 | Δίκτυον |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δίκτυον |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο νεύρων |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο περιοχής συστήματος |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο πληροφόρησης |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο πληροφορικής |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο πληροφοριών |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο πληροφοριών για ερευνητικές βιβλιοθήκες |
ελληνικά | ell-000 | Δίκτυο Πράσινων Ασίας-Ειρηνικού |
ελληνικά | ell-000 | δικτυοσφαίρα |
ελληνικά | ell-000 | Δίκτυο των Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτών |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο υπολογιστή-προς-υπολογιστή |
ελληνικά | ell-000 | δίκτυο υπολογιστών |
ελληνικά | ell-000 | δικτυώ |
ελληνικά | ell-000 | δικτύωμα |
ελληνικά | ell-000 | δικτύωμα γέφυρας |
ελληνικά | ell-000 | δικτύωμα τριγώνου |
ελληνικά | ell-000 | δικτυώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | δικτυώνω |
ελληνικά | ell-000 | δικτυωση |
ελληνικά | ell-000 | δικτύωση |
ελληνικά | ell-000 | δικτυωτή κατασκευή |
ελληνικά | ell-000 | δικτυωτό |
ελληνικά | ell-000 | δικτυωτό ενεργειακό σύστημα |
ελληνικά | ell-000 | δικτυωτό ράφι αποσκευών |
ελληνικά | ell-000 | δικτυωτός |
ελληνικά | ell-000 | δικτυωτός σχηματισμός |
ελληνικά | ell-000 | δικτυωτό σακίδιο |
ελληνικά | ell-000 | δικυκλιστής |
ελληνικά | ell-000 | δίκυκλο |
ελληνικά | ell-000 | δίκυκλο μοτοσικλέτα |
ελληνικά | ell-000 | δίκυκλος |
ελληνικά | ell-000 | δίλημμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δίλημμα |
ελληνικά | ell-000 | διλημματικός |
ελληνικά | ell-000 | δίλιτρος |
ελληνικά | ell-000 | δίλοβο όστρακο |
ελληνικά | ell-000 | δίλοβος |
ελληνικά | ell-000 | δίλοβο φυτό |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δίλογος |
ελληνικά | ell-000 | διμεθυλοθειαιθέρας |
ελληνικά | ell-000 | διμεθυλοσουλφίδιο |
ελληνικά | ell-000 | διμερείς σχέσεις |
ελληνικά | ell-000 | διμερές εμπόριο |
ελληνικά | ell-000 | διμερής |
ελληνικά | ell-000 | διμερής βοήθεια |
ελληνικά | ell-000 | διμερής ένωση |
ελληνικά | ell-000 | διμερής ποσοστώσεις |
ελληνικά | ell-000 | διμερής σύμβαση |
ελληνικά | ell-000 | διμερής συμφωνία |
ελληνικά | ell-000 | διμερώς |
ελληνικά | ell-000 | διμεταλλική επαφή |
ελληνικά | ell-000 | διμεταλλικό έλασμα |
ελληνικά | ell-000 | διμεταλλικό περίβλημα |
ελληνικά | ell-000 | διμεταλλικός |
ελληνικά | ell-000 | διμεταλλισμός |
ελληνικά | ell-000 | διμέταλλος |
ελληνικά | ell-000 | διμετρόδοντας |
ελληνικά | ell-000 | διμέτωπος |
ελληνικά | ell-000 | διμηναίος |
ελληνικά | ell-000 | διμηνία |
ελληνικά | ell-000 | διμηνιαίος |
ελληνικά | ell-000 | διμηνιαίως |
ελληνικά | ell-000 | δίμηνο |
ελληνικά | ell-000 | δίμηνος |
ελληνικά | ell-000 | δίμιτο |
ελληνικά | ell-000 | δίμιτος |
ελληνικά | ell-000 | διμοιρία |
ελληνικά | ell-000 | διμορφισμός |
ελληνικά | ell-000 | δίμορφος |
ελληνικά | ell-000 | διμοσιογράφος |
ελληνικά | ell-000 | Διναμό Ζάγκρεμπ |
Bactrian | xbc-000 | διναρο |
ελληνικά | ell-000 | δίνε του |
ελληνικά | ell-000 | δίνη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δίνη |
ελληνικά | ell-000 | δινή |
ελληνικά | ell-000 | δίνη αέρα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δίνησις |
ελληνικά | ell-000 | δίνη υδάτων |
ελληνικά | ell-000 | δίνομαι |
ελληνικά | ell-000 | δινόρευμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δῖνος |
τσακώνικα | tsd-001 | δίντε |
ελληνικά | ell-000 | δίνω |
ελληνικά | ell-000 | δινω |
ελληνικά | ell-000 | δίνω άδεια |
ελληνικά | ell-000 | δίνω άθροισμα |
ελληνικά | ell-000 | δίνω αξία |
ελληνικά | ell-000 | δίνω αρχική τιμή |
ελληνικά | ell-000 | δίνω αυτόγραφα |
ελληνικά | ell-000 | δίνω βελούδινη υφή σε |
ελληνικά | ell-000 | δίνω γεύση |
ελληνικά | ell-000 | δίνω γεύση σε κάτι |
ελληνικά | ell-000 | δίνω για διαθήκη |
ελληνικά | ell-000 | δίνω γυαλιστερή επιφάνεια σε ύφασμα ή χαρτί ή δέρμα |
ελληνικά | ell-000 | δίνω δείπνο |
ελληνικά | ell-000 | δινώδης κίνηση |
ελληνικά | ell-000 | δίνω διάλεξη |
ελληνικά | ell-000 | δίνω διέξοδο |
ελληνικά | ell-000 | δίνω δικαίωμα |
ελληνικά | ell-000 | δίνω δωμάτιο |
ελληνικά | ell-000 | δίνω δωρεάν |
ελληνικά | ell-000 | δίνω εγγύηση |
ελληνικά | ell-000 | δίνω έκγριση |
ελληνικά | ell-000 | δίνω εμφάνιση νερών μάρμαρου |
ελληνικά | ell-000 | δίνω έμφαση |
ελληνικά | ell-000 | δίνω ένα διάλειμα |
ελληνικά | ell-000 | δίνω ένα χεράκι |
ελληνικά | ell-000 | δίνω εν κηδεμονίαν |
ελληνικά | ell-000 | δίνω εξετάσεις |
ελληνικά | ell-000 | δίνω εξηγήσεις |
ελληνικά | ell-000 | δίνω επιπλέο |
ελληνικά | ell-000 | δίνω ευχαρίστηση |
ελληνικά | ell-000 | δίνω ζωήν |
ελληνικά | ell-000 | δίνω ιδιαίτερη πληροφορία |
ελληνικά | ell-000 | δίνω καμπύλες γραμμές σε κατασκευή |
ελληνικά | ell-000 | δίνω κλίση |
ελληνικά | ell-000 | δίνω κουράγιο |
ελληνικά | ell-000 | δινω κουραγιο |
ελληνικά | ell-000 | δίνω λαβή |
ελληνικά | ell-000 | δίνω λάθος πληροφορίες |
ελληνικά | ell-000 | δίνω λίγο-λίγο |
ελληνικά | ell-000 | δίνω λογαριασμό |
ελληνικά | ell-000 | δίνω λόγο |
ελληνικά | ell-000 | δίνω μεγάλη κλίνη |
ελληνικά | ell-000 | δίνω μιά προσπάθεια |
ελληνικά | ell-000 | δίνω μπουνιά |
ελληνικά | ell-000 | δίνω μπρούντζινη χροιά |
ελληνικά | ell-000 | δίνω ναρκωτικό |
ελληνικά | ell-000 | δίνω οδηγίες |
ελληνικά | ell-000 | δίνω ουσία σε |
ελληνικά | ell-000 | δίνω παράσταση |
ελληνικά | ell-000 | δίνω παρατσούκλι |
ελληνικά | ell-000 | δίνω πάσα |
ελληνικά | ell-000 | δίνω πίστη |
ελληνικά | ell-000 | δίνω πίστωση |
ελληνικά | ell-000 | δίνω ποιητική ποιότητα ή χροιά |
ελληνικά | ell-000 | δίνω ποικιλία |
ελληνικά | ell-000 | δίνω προθεσμία |
ελληνικά | ell-000 | δίνω προνόμιο |
ελληνικά | ell-000 | δίνω προσοχή |
ελληνικά | ell-000 | δίνω σεξουαλικό χαρακτήρα |
ελληνικά | ell-000 | δίνω σουβλιές |
ελληνικά | ell-000 | δίνω στα νεύρα |
ελληνικά | ell-000 | δίνω στο γάμο |
ελληνικά | ell-000 | δίνω στο χέρι |
ελληνικά | ell-000 | δίνω συνέντευξη |
ελληνικά | ell-000 | δίνω συνέχεια |
ελληνικά | ell-000 | δίνω τα χέρια |
ελληνικά | ell-000 | δίνω τη δυνατότητα |
ελληνικά | ell-000 | δίνω την εντύπωση |
ελληνικά | ell-000 | δίνω τιμή |
ελληνικά | ell-000 | δίνω τίτλο |
ελληνικά | ell-000 | δίνω το αίμα μου |
ελληνικά | ell-000 | δίνω το παρών |
ελληνικά | ell-000 | δίνω το ψέμα |
ελληνικά | ell-000 | δίνω ύψος |
ελληνικά | ell-000 | δίνω φάρμακο |
ελληνικά | ell-000 | δίνω φάρμακο σε κάποιον |
ελληνικά | ell-000 | δίνω φιλί |
ελληνικά | ell-000 | δίνω φιλοδώρημα |
ελληνικά | ell-000 | δίνω φωνή |
ελληνικά | ell-000 | δίνω χαρά |
ελληνικά | ell-000 | δίνω χέρι βοήθειας |
ελληνικά | ell-000 | δίνω ψευδή όρκο |
ελληνικά | ell-000 | δίνω ώθηση σε |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διό |
ελληνικά | ell-000 | Διογένης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Διογένης |
ελληνικά | ell-000 | Διογένης Λαέρτιος |
ελληνικά | ell-000 | Διογένης ο Απολλωνιάτης |
ελληνικά | ell-000 | Διογένης της Σινώπης |
ελληνικά | ell-000 | διογκωμένο έλλειμμα |
ελληνικά | ell-000 | διογκωμένος |
ελληνικά | ell-000 | διογκώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | διογκώνω |
ελληνικά | ell-000 | διόγκωση |
ελληνικά | ell-000 | διόγκωση/πάχυνση |
ελληνικά | ell-000 | διογκωτικό μέσο |
ελληνικά | ell-000 | διογκωτικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διοδεύω |
ελληνικά | ell-000 | διόδια |
ελληνικά | ell-000 | διοδική λυχνία |
ελληνικά | ell-000 | δίοδοι δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | δίοδος |
ελληνικά | ell-000 | δίοδος αίθουσης |
ελληνικά | ell-000 | δίοδος από αψίδα |
ελληνικά | ell-000 | δίοδος δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | δίοδος ζεύξης |
ελληνικά | ell-000 | δίοδος σπέρματος |
ελληνικά | ell-000 | δίοδος συντήρησης |
ελληνικά | ell-000 | δίοδος χειρισμού |
ελληνικά | ell-000 | Διόδοτος Α ́ της Βακτρίας |
ελληνικά | ell-000 | Διόδοτος Β ́ της Βακτρίας |
ελληνικά | ell-000 | Διόδοτος Τρύφων |
ελληνικά | ell-000 | Διόδωρος Α ́ Ιεροσολύμων |
ελληνικά | ell-000 | Διόδωρος Σικελιώτης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διοικέω |
ελληνικά | ell-000 | διοίκηση |
ελληνικά | ell-000 | διοίκηση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων |
ελληνικά | ell-000 | διοίκηση επιχειρήσεων |
ελληνικά | ell-000 | διοίκηση επιχείρησης |
ελληνικά | ell-000 | διοίκηση και διαχείριση έργων |
ελληνικά | ell-000 | διοίκηση προσωπικού |
ελληνικά | ell-000 | διοίκηση σχολείου |
ελληνικά | ell-000 | διοίκηση σωφρονιστικών καταστημάτων |
ελληνικά | ell-000 | διοίκηση του οργάνου |
ελληνικά | ell-000 | διοίκηση υπό ανδρών |
ελληνικά | ell-000 | διοίκηση/χορήγηση |
ελληνικά | ell-000 | διοίκησις |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διοίκησις |
ελληνικά | ell-000 | διοικητήριο |
ελληνικά | ell-000 | διοικητής |
ελληνικά | ell-000 | διοικητής αποικίας |
ελληνικά | ell-000 | διοικητικές επιστήμες |
ελληνικά | ell-000 | Διοικητικές περιφέρειες της Γερμανίας |