ελληνικά | ell-000 | επιδρώ |
ελληνικά | ell-000 | επιδρώ αμοιβαία |
ελληνικά | ell-000 | επιδρώ με άζωτο ή ένωση αζώτου |
ελληνικά | ell-000 | επιδρώ με θειικό οξύ |
ελληνικά | ell-000 | επιδρώ με φωσφορικό οξύ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιδύω |
ελληνικά | ell-000 | επιείκεια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιείκεια |
ελληνικά | ell-000 | επιεικής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιεικής |
ελληνικά | ell-000 | επιείκια |
ελληνικά | ell-000 | επιεικώς |
ελληνικά | ell-000 | επίζηλος |
ελληνικά | ell-000 | επιζήμιος |
ελληνικά | ell-000 | επιζήσας |
ελληνικά | ell-000 | επίζηση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιζητέω |
ελληνικά | ell-000 | επιζήτηση |
ελληνικά | ell-000 | επιζητώ |
ελληνικά | ell-000 | επιζητώ παραγγελίες |
ελληνικά | ell-000 | επιζώ |
ελληνικά | ell-000 | επιζών |
ελληνικά | ell-000 | επιζωοτία |
ελληνικά | ell-000 | επιζωοτικός |
ελληνικά | ell-000 | επιθαλάμια χώρα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιθαλάμιον |
ελληνικά | ell-000 | επιθάλαμιος |
ελληνικά | ell-000 | επιθάλαμος |
ελληνικά | ell-000 | επιθαλάσσια αρωγή |
ελληνικά | ell-000 | επιθανάτια αγωνία |
ελληνικά | ell-000 | επιθανάτιος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιθανάτιος |
ελληνικά | ell-000 | επιθανάτιος κλίνη |
ελληνικά | ell-000 | επιθανάτιος ρόγχος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιθειάζω |
ελληνικά | ell-000 | επίθεμα |
ελληνικά | ell-000 | επίθεση |
ελληνικά | ell-000 | επιθεση |
ελληνικά | ell-000 | επίθεση αυτοκτονίας |
ελληνικά | ell-000 | επίθεση βεντούζας |
ελληνικά | ell-000 | επίθεση με ληστεία |
ελληνικά | ell-000 | επίθεση με χρήση λεξικού |
ελληνικά | ell-000 | επίθεση που αφορά άρνηση υπηρεσίας |
ελληνικά | ell-000 | Επίθεση που αφορά άρνηση υπηρεσίας μέσω δούρειου ίππου |
ελληνικά | ell-000 | επίθεση υγρασίας |
ελληνικά | ell-000 | επίθεσις |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίθεσις |
ελληνικά | ell-000 | επιθετικά |
ελληνικά | ell-000 | επιθετικά στρατεύματα |
ελληνικά | ell-000 | επιθετική |
ελληνικά | ell-000 | επιθετική ιαχή |
ελληνικά | ell-000 | επιθετική συμπεριφορά |
ελληνικά | ell-000 | επιθετικό |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιθετικόν |
ελληνικά | ell-000 | επιθετικός |
ελληνικά | ell-000 | επιθετικότερος |
ελληνικά | ell-000 | επιθετικοτητα |
ελληνικά | ell-000 | επιθετικότητα |
ελληνικά | ell-000 | επίθετο |
ελληνικά | ell-000 | επιθετο |
ελληνικά | ell-000 | επιθέτομαι |
Ποντιακά | pnt-000 | επίθετον |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίθετον |
ελληνικά | ell-000 | επιθέτω |
ελληνικά | ell-000 | επιθέτω φάρμακο |
ελληνικά | ell-000 | Επιθεωρήσεις επιδόσεων |
ελληνικά | ell-000 | επιθεώρηση |
ελληνικά | ell-000 | επιθεώρηση αγοράς |
ελληνικά | ell-000 | επιθεώρηση εγγράφου |
ελληνικά | ell-000 | επιθεώρηση/εξέταση/αυτοψία/έλεγχος/εποπτεία |
ελληνικά | ell-000 | επιθεώρηση εργασίας |
ελληνικά | ell-000 | Επιθεώρηση λογικής |
ελληνικά | ell-000 | επιθεώρηση περιοδικού |
ελληνικά | ell-000 | επιθεώρηση στυλ |
ελληνικά | ell-000 | επιθεωρητής |
ελληνικά | ell-000 | Επιθεωρητής Κλουζώ |
ελληνικά | ell-000 | επιθεωρήτρια |
ελληνικά | ell-000 | επιθεωρώ |
ελληνικά | ell-000 | επιθεωρώ και επικυρώ |
ελληνικά | ell-000 | επιθήλιο |
ελληνικά | ell-000 | επίθημα |
ελληνικά | ell-000 | επίθημα DNS |
ελληνικά | ell-000 | επίθημα κυρίου ονόματος χρήστη |
ελληνικά | ell-000 | επιθηματικός συμβολισμός |
ελληνικά | ell-000 | επιθηματοποιώ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιθυμέω |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμητή διαδρομή |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμητή ζώνη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιθυμητής |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμητό |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμητός |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμία |
τσακώνικα | tsd-001 | επιθυμία |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιθυμία |
ελληνικά | ell-000 | επίθυμος |
τσακώνικα | tsd-001 | επιθυμού |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμώ |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμώ αμετρώς |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμώ ιδιαιτερώς |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμώ λαγνώς |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμών |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμών να είναι |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμώντας |
ελληνικά | ell-000 | επιθυμώ σφόδρα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπὶ θύραις |
ελληνικά | ell-000 | επικάθημαι |
ελληνικά | ell-000 | επικαθήμενη βαλβίδα |
ελληνικά | ell-000 | επικαθήμενος |
ελληνικά | ell-000 | επικάθηση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικαθίζω |
ελληνικά | ell-000 | επικαθορίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | επίκαιρα |
ελληνικά | ell-000 | επίκαιρη πολιτική σάτιρα |
ελληνικά | ell-000 | επικαιροποίηση |
ελληνικά | ell-000 | επίκαιρος |
ελληνικά | ell-000 | επικαιρος |
ελληνικά | ell-000 | επικαιρότης |
ελληνικά | ell-000 | επικαιρότητα |
ελληνικά | ell-000 | επικαίρως |
ελληνικά | ell-000 | επικαίω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικαλέομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικαλέω |
ελληνικά | ell-000 | επικαλούμαι |
ελληνικά | ell-000 | επικαλούμενος |
ελληνικά | ell-000 | επικάλυμμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικάλυμμα |
ελληνικά | ell-000 | επικαλυπτικός |
ελληνικά | ell-000 | επικαλύπτομαι |
ελληνικά | ell-000 | επικαλύπτω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικαλύπτω |
ελληνικά | ell-000 | επικαλύπτω με κρούστα |
ελληνικά | ell-000 | επικαλύπτω με λετπό χαλίκι |
ελληνικά | ell-000 | επικαλύπτω με μέταλλο |
ελληνικά | ell-000 | επικαλύπτω με μπογιά |
ελληνικά | ell-000 | επικαλύπτω με μπρούντζο |
ελληνικά | ell-000 | επικαλύπτω με σκυρόδεμα |
ελληνικά | ell-000 | επικαλύπτω τοίχο |
ελληνικά | ell-000 | επικάλυψη |
ελληνικά | ell-000 | επικάλυψη εικονιδίου |
ελληνικά | ell-000 | επικάλυψη/επένδυση/κάλυμμα/κάλυψη/επίστρωση |
ελληνικά | ell-000 | επικάλυψη/επίστρωση/επίχρισμα |
ελληνικά | ell-000 | επικάλυψη/επιφανειακές γαίες/υπερκείμενα/πλεονάζον υλικό |
ελληνικά | ell-000 | επικάλυψη μήτρας |
ελληνικά | ell-000 | επικανθίς |
ελληνικά | ell-000 | επίκανθος |
ελληνικά | ell-000 | επικάρδια |
ελληνικά | ell-000 | επικάρδιο |
ελληνικά | ell-000 | επικαρπία |
ελληνικά | ell-000 | επικαρπωτής |
ελληνικά | ell-000 | επικασσιτερωμένος |
ελληνικά | ell-000 | επικασσιτερώνω |
ελληνικά | ell-000 | επικασσιτέρωση |
ελληνικά | ell-000 | επικαταλλαγή |
ελληνικά | ell-000 | επικατάρατος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικατάρατος |
ελληνικά | ell-000 | επίκειμαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίκειμαι |
ελληνικά | ell-000 | επικείμενος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικέλλω |
ελληνικά | ell-000 | επίκεντρη γωνία |
ελληνικά | ell-000 | επίκεντρο |
ελληνικά | ell-000 | επικέντρο |
ελληνικά | ell-000 | επίκεντρος |
ελληνικά | ell-000 | επίκεντρος γωνία |
ελληνικά | ell-000 | επικεντρωμένος |
ελληνικά | ell-000 | επικεντρώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | επικεντρώνω |
ελληνικά | ell-000 | επίκερδες |
ελληνικά | ell-000 | επικερδής |
ελληνικά | ell-000 | επικερδώς |
ελληνικά | ell-000 | επί κεφαλής |
ελληνικά | ell-000 | επικεφαλής |
ελληνικά | ell-000 | επικεφαλής γεωργικής εκμετάλλευσης |
ελληνικά | ell-000 | επικεφαλίδα |
ελληνικά | ell-000 | επικεφαλίδα στήλης (στοιχείο ελέγχου) |
ελληνικά | ell-000 | επικήδειος |
ελληνικά | ell-000 | επικηδείος |
ελληνικά | ell-000 | επικήδετος |
ελληνικά | ell-000 | επικηρυγμένος |
ελληνικά | ell-000 | επικήρυξη |
ελληνικά | ell-000 | επικηρύσσω |
ελληνικά | ell-000 | επικηρύττω |
ελληνικά | ell-000 | επικίνδυνα |
ελληνικά | ell-000 | επικίνδυνα απόβλητα |
ελληνικά | ell-000 | επικινδυνεσ ουσιεσ |
ελληνικά | ell-000 | επικίνδυνη |
ελληνικά | ell-000 | Επικίνδυνη Θέση |
ελληνικά | ell-000 | Επικίνδυνη Νήσος |
ελληνικά | ell-000 | επικίνδυνη ουσία |
ελληνικά | ell-000 | επικίνδυνη περιοχή |
ελληνικά | ell-000 | επικίνδυνο |
ελληνικά | ell-000 | επικίνδυνο εμπόρευμα |
ελληνικά | ell-000 | επικίνδυνος |
ελληνικά | ell-000 | επικίνδυνος άθλος |
ελληνικά | ell-000 | επικινδυνότητα |
ελληνικά | ell-000 | επικινδύνως |
ελληνικά | ell-000 | επικίνδυρος |
ελληνικά | ell-000 | επίκληση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίκλησις |
ελληνικά | ell-000 | επικλινές |
ελληνικά | ell-000 | επικλινής |
ελληνικά | ell-000 | επικλινής επιφάνεια |
ελληνικά | ell-000 | επικλινή στοιχεία |
ελληνικά | ell-000 | επικλινώς |
ελληνικά | ell-000 | επίκλιση γραμμής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίκλυσις |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικνάω |
ελληνικά | ell-000 | έπικο άσμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίκοινος |
ελληνικά | ell-000 | επικοινωνία |
ελληνικά | ell-000 | επικοινωνια |
ελληνικά | ell-000 | επικοινωνία δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | επικοινωνιακά τέλη |
ελληνικά | ell-000 | επικοινωνιακός |
ελληνικά | ell-000 | επικοινωνιακό σύστημα |
ελληνικά | ell-000 | επικοινωνίες |
ελληνικά | ell-000 | επικοινωνω |
ελληνικά | ell-000 | επικοινωνώ |
ελληνικά | ell-000 | επικοινωνώ γραπτώς |
ελληνικά | ell-000 | επικοινωνών |
ελληνικά | ell-000 | επικόλλημα |
ελληνικά | ell-000 | επικόλληση |
ελληνικά | ell-000 | επικολλώ |
ελληνικά | ell-000 | επικολλώ δισκίο σφράγισης |
ελληνικά | ell-000 | επικονδύλιος απόφυση |
ελληνικά | ell-000 | επικονιάζω |
ελληνικά | ell-000 | επικονίαση |
ελληνικά | ell-000 | επικοντιστής |
ελληνικά | ell-000 | επικό ποίημα |
ελληνικά | ell-000 | επικός |
ελληνικά | ell-000 | επικόσμησμα ενδύματος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίκοτος |
ελληνικά | ell-000 | επικουρεία |
ελληνικά | ell-000 | επικούρειος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἐπικούρειος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικούρησις |
ελληνικά | ell-000 | επικουρία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικουρία |
ελληνικά | ell-000 | επικουρική αρχή |
ελληνικά | ell-000 | επικουρική προστασία |
ελληνικά | ell-000 | επικουρική σπονδυλική φλέβα |
ελληνικά | ell-000 | επικουρική σύνταξη |
ελληνικά | ell-000 | επικουρικό επίδομα |
ελληνικά | ell-000 | Επικουρικό όργανο του ΟΗΕ |
ελληνικά | ell-000 | επικουρικός |
ελληνικά | ell-000 | Επικουρισμός |
ελληνικά | ell-000 | επικουρισμός |
ελληνικά | ell-000 | Επίκουρος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Επίκουρος |
ελληνικά | ell-000 | επίκουρος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίκουρος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἐπίκουρος |
ελληνικά | ell-000 | επικουρώ |
ελληνικά | ell-000 | επικράτεια |
ελληνικά | ell-000 | επικράτεια/έδαφος/περιοχή |
ελληνικά | ell-000 | επικρατέστερος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικρατέω |
ελληνικά | ell-000 | επικράτηση |
ελληνικά | ell-000 | επικράτηση ιδέων |
ελληνικά | ell-000 | επικρατούσα τάση |
ελληνικά | ell-000 | επικρατούσα τιμή |
ελληνικά | ell-000 | επικρατώ |
ελληνικά | ell-000 | επικρατών |
ελληνικά | ell-000 | επικρέμαμαι |
ελληνικά | ell-000 | επικρίνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικρίνω |
ελληνικά | ell-000 | επικρίνω δριμέως |
ελληνικά | ell-000 | επικρίνω δριμύτατα |
ελληνικά | ell-000 | επικρίνων |
ελληνικά | ell-000 | επίκριση |
ελληνικά | ell-000 | επικριτέος |
ελληνικά | ell-000 | επικριτής |
ελληνικά | ell-000 | επικριτικά |
ελληνικά | ell-000 | επικριτικός |
ελληνικά | ell-000 | επικριτός |
ελληνικά | ell-000 | επικρότηση |
ελληνικά | ell-000 | επικροτώ |
ελληνικά | ell-000 | επίκρουση |
ελληνικά | ell-000 | επικρουστήρας |
ελληνικά | ell-000 | επίκτητο προσό |
ελληνικά | ell-000 | Επίκτητος |
ελληνικά | ell-000 | επίκτητος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἐπίκτητος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπικτίζω |
ελληνικά | ell-000 | επικύηση |
ελληνικά | ell-000 | επικυριαρχία |
ελληνικά | ell-000 | επικυρίαρχος |
ελληνικά | ell-000 | επικυρώ |
ελληνικά | ell-000 | επικυρώθηκε |
ελληνικά | ell-000 | επικυρωμένο ακριβές αντίγραφο |
ελληνικά | ell-000 | επικυρωμένος |
ελληνικά | ell-000 | επικυρώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | επικυρώνω |
ελληνικά | ell-000 | επικύρωση |