ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Μεσσια |
ελληνικά | ell-000 | µεσσιανικός |
ελληνικά | ell-000 | μεσσιανικός |
ελληνικά | ell-000 | μεσσιανισμός |
ελληνικά | ell-000 | Μεσσίας |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Μεσσίας |
ελληνικά | ell-000 | μεσσίας |
ελληνικά | ell-000 | μεσσολαβητής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεστ |
τσακώνικα | tsd-001 | μεστέ-ά-έ |
ελληνικά | ell-000 | με στόμφο |
ελληνικά | ell-000 | μεστός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεστός |
τσακώνικα | tsd-001 | μεστούκου |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεστόω |
ελληνικά | ell-000 | με στρογγυλές γωνίες |
ελληνικά | ell-000 | με στροφή |
ελληνικά | ell-000 | μέστωμα |
ελληνικά | ell-000 | μεστωμένος |
ελληνικά | ell-000 | μεστώνω |
ελληνικά | ell-000 | με συγχωρείς |
ελληνικά | ell-000 | με συγχωρείτε |
ελληνικά | ell-000 | με σύνδεση |
ελληνικά | ell-000 | με συνέπεια |
ελληνικά | ell-000 | μέσω |
ελληνικά | ell-000 | μεσώροφος |
ελληνικά | ell-000 | μέσω τηλεφώνου |
ελληνικά | ell-000 | μέσω της |
ελληνικά | ell-000 | μέσω του πλοίου |
ελληνικά | ell-000 | Μετά |
ελληνικά | ell-000 | μετά |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μετά |
ελληνικά | ell-000 | μετα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μετα |
ελληνικά | ell-000 | μετα- |
ελληνικά | ell-000 | μετα-αναλυση |
ελληνικά | ell-000 | μετά από αυτά |
ελληνικά | ell-000 | μετά απο λίγο καιρό |
ελληνικά | ell-000 | μετα-αρχείο Windows Media |
ελληνικά | ell-000 | μεταβαίνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεταβαίνω |
ελληνικά | ell-000 | μεταβάλλομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεταβάλλομαι |
ελληνικά | ell-000 | μεταβαλλομένη επιτάχυνση |
ελληνικά | ell-000 | μεταβαλλόμενη κατάσταση συνείδησης |
ελληνικά | ell-000 | μεταβάλλω |
ελληνικά | ell-000 | μεταβάλλω εν μέρει |
ελληνικά | ell-000 | μεταβάλλω επιφάνεια |
ελληνικά | ell-000 | μεταβάλλω σε επιχείρηση |
ελληνικά | ell-000 | μεταβαλομενεσ εξωτερικεσ επιδρασεισ |
ελληνικά | ell-000 | μετάβαση |
ελληνικά | ell-000 | μετάβαση από το σχολείο στην εργασία |
ελληνικά | ell-000 | μετάβαση βίντεο |
ελληνικά | ell-000 | μετάβαση στην ανώτατη εκπαίδευση |
ελληνικά | ell-000 | μεταβατική |
ελληνικά | ell-000 | μεταβατική επιφάνεια |
ελληνικά | ell-000 | μεταβατική θέση |
ελληνικά | ell-000 | μεταβατική οικονομία |
ελληνικά | ell-000 | μεταβατική περίοδος (ΕE) |
ελληνικά | ell-000 | μεταβατική υπέρταση |
ελληνικά | ell-000 | μεταβατικό ρήμα |
ελληνικά | ell-000 | μεταβατικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεταβατικός |
ελληνικά | ell-000 | μεταβατικότητα |
ελληνικά | ell-000 | μετά βίας |
ελληνικά | ell-000 | μεταβιβάζομαι |
ελληνικά | ell-000 | μεταβιβάζω |
ελληνικά | ell-000 | μεταβίβαση |
ελληνικά | ell-000 | μεταβίβαση ιδιοκτησίας |
ελληνικά | ell-000 | μεταβίβαση κυριότητας |
ελληνικά | ell-000 | μεταβίβαση ομάδας |
ελληνικά | ell-000 | μεταβιβάσιμος |
ελληνικά | ell-000 | μεταβιβαστής |
ελληνικά | ell-000 | μεταβιβαστικές πληρωμές |
ελληνικά | ell-000 | μεταβιβαστικός |
ελληνικά | ell-000 | μεταβιομηχανική οικονομία |
ελληνικά | ell-000 | μεταβλητά |
ελληνικά | ell-000 | μεταβλητά έξοδα |
ελληνικά | ell-000 | μεταβλητή |
ελληνικά | ell-000 | μεταβλητή επιπέδου λειτουργικής μονάας |
ελληνικά | ell-000 | μεταβλητό |
ελληνικά | ell-000 | μεταβλητό αρχείο |
ελληνικά | ell-000 | μεταβλητό κόστος |
ελληνικά | ell-000 | μεταβλητός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεταβλητός |
ελληνικά | ell-000 | μεταβλητός ρυθμός bit (VBR) |
ελληνικά | ell-000 | μεταβλητότητα |
ελληνικά | ell-000 | μεταβλητώς |
ελληνικά | ell-000 | μεταβολή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεταβολή |
ελληνικά | ell-000 | μεταβολή απόψεων |
ελληνικά | ell-000 | μεταβολή βήματος |
ελληνικά | ell-000 | μεταβολή ορυκτών |
ελληνικά | ell-000 | μεταβολίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | μεταβολίζω |
ελληνικά | ell-000 | μεταβολικεσ διαταραχεσ |
ελληνικά | ell-000 | μεταβολικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεταβολικός |
ελληνικά | ell-000 | μεταβολισμός |
ελληνικά | ell-000 | μεταβολίτης |
ελληνικά | ell-000 | μεταβυζαντινός |
ελληνικά | ell-000 | μεταγγιζόμενο αίμα |
ελληνικά | ell-000 | μεταγγίζω |
ελληνικά | ell-000 | μεταγγίζω διά σίφωνος |
ελληνικά | ell-000 | μεταγγίζω κρασί |
ελληνικά | ell-000 | μεταγγίζων |
ελληνικά | ell-000 | μεταγγίσεις |
ελληνικά | ell-000 | μεταγγισεισ αιματοσ |
ελληνικά | ell-000 | μετάγγιση |
ελληνικά | ell-000 | μετάγγιση αίματος |
ελληνικά | ell-000 | μεταγγίσιμος |
ελληνικά | ell-000 | μεταγενέστερα |
ελληνικά | ell-000 | μεταγενέστερη ανάλυση |
ελληνικά | ell-000 | μεταγενέστερη σκέψη |
ελληνικά | ell-000 | μεταγενέστεροι |
ελληνικά | ell-000 | μεταγενέστερος |
ελληνικά | ell-000 | μεταγεννητικη φροντιδα |
ελληνικά | ell-000 | με τα γεύματα |
ελληνικά | ell-000 | μεταγεωγραφία |
ελληνικά | ell-000 | Μεταγλώσσα |
ελληνικά | ell-000 | μεταγλώσσα |
ελληνικά | ell-000 | μεταγλωτίζω |
ελληνικά | ell-000 | μεταγλώτιση |
ελληνικά | ell-000 | μεταγλωτιστής |
ελληνικά | ell-000 | μεταγλωττίζω |
ελληνικά | ell-000 | μεταγλώττιση |
ελληνικά | ell-000 | μεταγλωττιστής |
ελληνικά | ell-000 | μεταγνώση |
ελληνικά | ell-000 | μεταγραμματισμός |
ελληνικά | ell-000 | μεταγραμμένος |
ελληνικά | ell-000 | Μεταγραφή |
ελληνικά | ell-000 | μεταγραφή |
ελληνικά | ell-000 | μεταγραφή στο Κυριλλικό αλφάβητο |
ελληνικά | ell-000 | μεταγράφομαι |
ελληνικά | ell-000 | μεταγράφω |
ελληνικά | ell-000 | μεταγράφωμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μετάγω |
ελληνικά | ell-000 | μεταγωγέας |
ελληνικά | ell-000 | μεταγωγή |
ελληνικά | ell-000 | μεταγωγή κρατουμένων |
ελληνικά | ell-000 | μεταγωγική διάταξη |
ελληνικά | ell-000 | μεταγωγικό |
ελληνικά | ell-000 | μεταγωγικό αεροσκάφος |
ελληνικά | ell-000 | μεταγωγικό πλοίο |
ελληνικά | ell-000 | μεταγωγικός |
ελληνικά | ell-000 | μεταγωγικός διακόπτης |
ελληνικά | ell-000 | μεταγωγικός θερμότητος |
ελληνικά | ell-000 | μεταγωγός |
ελληνικά | ell-000 | μετα-δεδομένα |
ελληνικά | ell-000 | μετα-δεδομένα κλάσης |
ελληνικά | ell-000 | μεταδιδακτορικός |
ελληνικά | ell-000 | μεταδίδομαι |
ελληνικά | ell-000 | μεταδίδω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεταδίδωμι |
ελληνικά | ell-000 | μεταδίδων |
ελληνικά | ell-000 | μεταδίδω τηλεοπτικά |
ελληνικά | ell-000 | μεταδίνομει |
ελληνικά | ell-000 | μεταδίνω |
ελληνικά | ell-000 | μεταδίνω κίνηση |
ελληνικά | ell-000 | μεταδομένος |
ελληνικά | ell-000 | μετάδοση |
ελληνικά | ell-000 | μετάδοση από τη τηλεόραση |
ελληνικά | ell-000 | μετάδοση αρχείων με υπέρυθρες |
ελληνικά | ell-000 | μετάδοση διαφημιστικού |
ελληνικά | ell-000 | μετάδοση ήχου |
ελληνικά | ell-000 | μετάδοση θερμότητας |
ελληνικά | ell-000 | μετάδοση κίνησης |
ελληνικά | ell-000 | μετάδοση κραδασμών |
ελληνικά | ell-000 | μετάδοση κωδικού πρόσβασης |
ελληνικά | ell-000 | μεταδόσιμος |
ελληνικά | ell-000 | μεταδότης |
ελληνικά | ell-000 | μεταδοτικα νοσηματα |
ελληνικά | ell-000 | μεταδοτική αρρώστεια |
ελληνικά | ell-000 | μεταδοτική ασθένεια |
ελληνικά | ell-000 | μεταδοτική σπογγοειδής εγκεφαλοπάθεια |
ελληνικά | ell-000 | μεταδοτικός |
ελληνικά | ell-000 | μεταδοτικότητα |
ελληνικά | ell-000 | μετάζωα |
ελληνικά | ell-000 | μεταζωϊκός |
ελληνικά | ell-000 | μεταθανάτιος |
ελληνικά | ell-000 | μετά θάνατον |
ελληνικά | ell-000 | μετά θάνατον ζωή |
ελληνικά | ell-000 | μεταθερμαντήρας |
ελληνικά | ell-000 | μετάθεση |
ελληνικά | ell-000 | μεταθέσιμο |
ελληνικά | ell-000 | μεταθέσιμος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μετάθεσις |
ελληνικά | ell-000 | μεταθετικός |
ελληνικά | ell-000 | μεταθέτομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μετάθετος |
ελληνικά | ell-000 | μεταθετός |
ελληνικά | ell-000 | μεταθέτω |
ελληνικά | ell-000 | μεταθετώ |
ελληνικά | ell-000 | μεταθέτων |
ελληνικά | ell-000 | Μεταϊμπρεσιονισμός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεταίρω |
ελληνικά | ell-000 | μεταίσθημα |
ελληνικά | ell-000 | μεταιχμιακός |
ελληνικά | ell-000 | μεταιχμιακό σύστημα |
ελληνικά | ell-000 | μεταιχμιακό σύστημα εγκεφάλου |
ελληνικά | ell-000 | μεταίχμιο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μετακαλέομαι |
ελληνικά | ell-000 | μετακαλούμενος εργαζόμενος |
ελληνικά | ell-000 | μετακαλώ |
ελληνικά | ell-000 | μετακαρπική αρτηρία |
ελληνικά | ell-000 | μετακαρπική φλέβα |
ελληνικά | ell-000 | μετακαρπικό οστό |
ελληνικά | ell-000 | μετακάρπιο |
ελληνικά | ell-000 | μετακάρπιον |
ελληνικά | ell-000 | μετακάρπιος |
ελληνικά | ell-000 | μετάκαυση |
ελληνικά | ell-000 | μετακεντρικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μετακινέω |
ελληνικά | ell-000 | μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας |
ελληνικά | ell-000 | μετακίνηση |
ελληνικά | ell-000 | Μετακίνηση επαφής σε |
ελληνικά | ell-000 | μετακίνηση πληθυσμού |
ελληνικά | ell-000 | μετακινητής |
ελληνικά | ell-000 | μετακινητό |
ελληνικά | ell-000 | μετακινητός |
ελληνικά | ell-000 | μετακινήτως |
ελληνικά | ell-000 | μετακινουμαι |
ελληνικά | ell-000 | μετακινούμαι |
ελληνικά | ell-000 | μετακινούμενη εργασία |
ελληνικά | ell-000 | μετακινούμενος ανακλαστήρας |
ελληνικά | ell-000 | μετακινω |
ελληνικά | ell-000 | μετακινώ |
ελληνικά | ell-000 | μετακινώ βίαια |
ελληνικά | ell-000 | μετακινώ κοπάδια |
ελληνικά | ell-000 | μετακινών |
ελληνικά | ell-000 | μετακινών εις παραδιακλάδωση |
ελληνικά | ell-000 | μετάκληση |
ελληνικά | ell-000 | μετακλητός |
ελληνικά | ell-000 | μετακομίζω |
ελληνικά | ell-000 | μετακομίζω έξω |
ελληνικά | ell-000 | μετακομίζω μέσα |
ελληνικά | ell-000 | μετακομίζω σπίτι |
ελληνικά | ell-000 | μετακομίζω συνεχώς |
ελληνικά | ell-000 | μετακόμιση |
ελληνικά | ell-000 | μετακομιστής |
ελληνικά | ell-000 | μετακομιστό |
ελληνικά | ell-000 | μετακομιστός |
ελληνικά | ell-000 | μετακομμουνισμός |
ελληνικά | ell-000 | με τάκτ |
ελληνικά | ell-000 | Μέταλ |
ελληνικά | ell-000 | μεταλαβαίνω |
ελληνικά | ell-000 | μεταλαμβάνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεταλαμβάνω |
ελληνικά | ell-000 | μεταλάσσω |
ελληνικά | ell-000 | μεταλευτής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μετάλημψις |
ελληνικά | ell-000 | μετάληψη |
ελληνικά | ell-000 | μέταλλα |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλαγή |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλαγμένα |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλαγμένος |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλαγμένος οργανισμός |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλάζω |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλακτήρας χάλυβα |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλάκτης |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλάκτης/μεταλλαγή |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλακτός |
ελληνικά | ell-000 | μετάλλαξη |
ελληνικά | ell-000 | μετάλλαξη/μεταλλαγή |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλαξιογόνο |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλαξιογόνος ουσία |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλάσσομαι |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλάσσω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | μεταλλάσσω |
τσακώνικα | tsd-001 | μέταλλε |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλεία |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλείο |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλείο κασσίτερου |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλειολογία |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλειολόγος |
ελληνικά | ell-000 | μετάλλευμα |
ελληνικά | ell-000 | μετάλλευμα πυριτού |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | μετάλλευση |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλευτής |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλευτικά δικαιώματα |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλευτική |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλευτική εκμετάλλευση |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλευτική έρευνα |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλευτική εταιρεία |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλευτική παραγωγή |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλευτικό προϊόν |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλεύω |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλικά |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλικά απόβλητα |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλικά δηνάρια Γιουγκοσλαβίας |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλικά είδη οικιακής χρήσεως |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλικά λεβ Βουλγαρίας |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλικα στοιχεια |
ελληνικά | ell-000 | μεταλλικές ράβδοι |