ελληνικά | ell-000 | προφορικά |
ελληνικά | ell-000 | προφορική έκφραση |
ελληνικά | ell-000 | προφορική ερώτηση |
ελληνικά | ell-000 | προφορική ιστορία |
ελληνικά | ell-000 | προφορικη πληροφορηση |
ελληνικά | ell-000 | προφορικός |
ελληνικά | ell-000 | προφορικός λόγος |
ελληνικά | ell-000 | προφορολογία |
ελληνικά | ell-000 | προφορτώνω |
ελληνικά | ell-000 | προφταίνω |
ελληνικά | ell-000 | προφτάνω |
ελληνικά | ell-000 | προφυλαγμένος |
ελληνικά | ell-000 | προφυλάγομαι |
ελληνικά | ell-000 | προφυλάγω |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακή |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακίζω |
ελληνικά | ell-000 | προφυλάκιση |
ελληνικά | ell-000 | προφύλακιση |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτήρ |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτήρας |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτήρας αυτοκίνητου |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτήρας αυτοκινήτων |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτήρας δακτύλων |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτήρας έλικα |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτικα |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτικά μέτρα |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτικό |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτικος |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτικός |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτικός λάκκος στρατιώτη |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτικότης |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτικότητα |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτικό φάρμακο |
ελληνικά | ell-000 | προφυλακτικώς |
ελληνικά | ell-000 | προφυλάξεις |
ελληνικά | ell-000 | προφυλαξη |
ελληνικά | ell-000 | προφύλαξη |
ελληνικά | ell-000 | προφύλαξη οθόνης |
ελληνικά | ell-000 | προφυλάσσομαι |
ελληνικά | ell-000 | προφυλάσσω |
ελληνικά | ell-000 | προφυλάττω |
ελληνικά | ell-000 | προφύσιο |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρα |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρη εξέδρα |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρη λύση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προχειρίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | προχειρίζω |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο γεύμα |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο δικαστήριο |
ελληνικά | ell-000 | προχειροδουλειά |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο επίχρισμα |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο οίκημα |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο οχύρωμα |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο ποτό |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρος |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρος καλύβη |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο σχέδιο |
ελληνικά | ell-000 | προχειρότητα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προχειροτονέω |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο φαγητό |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο φόρεμα |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο φόρεμα γυναίκας |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο φρούριο |
ελληνικά | ell-000 | προχειροφτιάχνω |
ελληνικά | ell-000 | πρόχειρο χαρτονόμισμα |
ελληνικά | ell-000 | προχείρως |
ελληνικά | ell-000 | προχθές |
ελληνικά | ell-000 | προχοΐδα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Πρόχορος |
ελληνικά | ell-000 | Προχόρ Πετσίνσκι |
ελληνικά | ell-000 | προ Χριστό |
ελληνικά | ell-000 | προ Χριστού |
ελληνικά | ell-000 | προχρονολογία |
ελληνικά | ell-000 | προχρονολογώ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρὸ χρόνων αἰωνίων |
ελληνικά | ell-000 | προχτές |
ελληνικά | ell-000 | πρόχωμα |
ελληνικά | ell-000 | προχώνευση |
ελληνικά | ell-000 | προχωνεύω |
ελληνικά | ell-000 | προχώρημα |
ελληνικά | ell-000 | προχωρημένο επίπεδο |
ελληνικά | ell-000 | προχωρημένος |
ελληνικά | ell-000 | προχώρηση |
ελληνικά | ell-000 | προχωρήστε |
ελληνικά | ell-000 | προχωρητικός |
ελληνικά | ell-000 | προχωρω |
ελληνικά | ell-000 | προχωρώ |
ελληνικά | ell-000 | προχωρώ αργά |
ελληνικά | ell-000 | προχωρώ βραδέα |
ελληνικά | ell-000 | προχωρώ ελικοειδώς |
ελληνικά | ell-000 | προχωρώ λοξά |
ελληνικά | ell-000 | προχωρών |
ελληνικά | ell-000 | προχωρώ οφιδοειδώς |
ελληνικά | ell-000 | προχωρώ στα ανοικτά |
ελληνικά | ell-000 | προχωρώ στην ουρά |
ελληνικά | ell-000 | προψές |
ελληνικά | ell-000 | προψυκτήρας αέρα |
ελληνικά | ell-000 | πρόψυξη |
ελληνικά | ell-000 | προώθηση |
ελληνικά | ell-000 | προώθηση αγαθών |
ελληνικά | ell-000 | προώθηση ανάλογα με τη θέση |
ελληνικά | ell-000 | προώθηση ιδιοτήτων |
ελληνικά | ell-000 | Προώθηση κλήσεων |
ελληνικά | ell-000 | προώθηση κλήσεων |
ελληνικά | ell-000 | προώθηση πωλήσεων |
ελληνικά | ell-000 | προώθηση της ευρωπαϊκής ιδέας |
ελληνικά | ell-000 | προώθηση του εμπορίου και της βιομηχανίας |
ελληνικά | ell-000 | προώθηση των επενδύσεων |
ελληνικά | ell-000 | προώθηση των συναλλαγών |
ελληνικά | ell-000 | προωθητήρας |
ελληνικά | ell-000 | προωθητής |
ελληνικά | ell-000 | προωθητής αέρα |
ελληνικά | ell-000 | προωθητής γαιών |
ελληνικά | ell-000 | προωθητικό /προωστική ύλη |
ελληνικά | ell-000 | προωθητικός |
ελληνικά | ell-000 | προωθούμαι |
ελληνικά | ell-000 | προωθώ |
ελληνικά | ell-000 | προωθώ εμπορεύματα |
ελληνικά | ell-000 | προώλης |
ελληνικά | ell-000 | προωνύμιο |
ελληνικά | ell-000 | πρόωρα |
ελληνικά | ell-000 | πρόωρα αναπτυγμένος |
ελληνικά | ell-000 | προωραίος ιστός |
ελληνικά | ell-000 | πρόωρες εκλογές |
ελληνικά | ell-000 | πρόωρη ανάπτυξη |
ελληνικά | ell-000 | προωρη γεννηση |
ελληνικά | ell-000 | πρόωρη κρίση |
ελληνικά | ell-000 | πρόωρη συνταξιοδότηση |
ελληνικά | ell-000 | προωρισμένος |
ελληνικά | ell-000 | πρόωρο |
ελληνικά | ell-000 | πρόωρο μωρό |
ελληνικά | ell-000 | πρόωρος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρόωρος |
ελληνικά | ell-000 | πρόωρος ανάφλεξη |
ελληνικά | ell-000 | πρόωρος τοκετός |
ελληνικά | ell-000 | προώρως ανεπτυγμένος |
ελληνικά | ell-000 | προωστήρας |
ελληνικά | ell-000 | προωστικό |
ελληνικά | ell-000 | προωστικός |
ελληνικά | ell-000 | πρύμα |
ελληνικά | ell-000 | πρύμα πλώρα |
ελληνικά | ell-000 | πρύμη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρυμν |
ελληνικά | ell-000 | Πρύμνα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρύμνα |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναία γέφυρα |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναία δεξαμενή |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναία δεξαμενή ζυγοστάθμισης |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναία τροφοδοτική αντλία |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναία χαβούζα |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναίο βύθισμα |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναίο βύτισμα |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναίο κατάρτι |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναίο κύτος |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναίο μηχάνημα πηδάλιου |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναίο παραπέτασμα |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναίος |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναίος πλαγιοδέτης |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναίος φανός αγκυροβολίας |
ελληνικά | ell-000 | πρυμναίο τμήμα |
ελληνικά | ell-000 | Πρύμνη |
ελληνικά | ell-000 | πρύμνη |
ελληνικά | ell-000 | πρύμνη με καθρέπτη |
ελληνικά | ell-000 | πρύμνη πλοίου |
ελληνικά | ell-000 | πρυμνήσιος |
ελληνικά | ell-000 | πρυμνίζω |
ελληνικά | ell-000 | πρύμος |
ελληνικά | ell-000 | πρυτανεία |
ελληνικά | ell-000 | πρυτανείο |
ελληνικά | ell-000 | πρυτανεύω |
ελληνικά | ell-000 | πρύτανης |
ελληνικά | ell-000 | πρύτανις |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρύτανις |
ελληνικά | ell-000 | πρωγνωρίζω |
ελληνικά | ell-000 | πρώην |
ελληνικά | ell-000 | Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας |
ελληνικά | ell-000 | πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας |
ελληνικά | ell-000 | Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας - Eurovision |
ελληνικά | ell-000 | Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (Π.Γ.Δ.Μ.) |
ελληνικά | ell-000 | Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) |
ελληνικά | ell-000 | πρώην δάσκαλος |
ελληνικά | ell-000 | πρωηνή προσευχή |
ελληνικά | ell-000 | πρώην σοσιαλιστικές χώρες |
ελληνικά | ell-000 | πρωην χρηστεσ ναρκωτικων |
ελληνικά | ell-000 | πρωθιερέας |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρωθιερεύς |
ελληνικά | ell-000 | πρωθυπολοχαγός |
ελληνικά | ell-000 | πρωθυπουργία |
ελληνικά | ell-000 | πρωθυπουργικός |
ελληνικά | ell-000 | πρωθυπουργός |
ελληνικά | ell-000 | πρωθύστερος |
ελληνικά | ell-000 | Πρωί |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρωΐ |
ελληνικά | ell-000 | πρωί |
ελληνικά | ell-000 | πρωι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρωΐα |
ελληνικά | ell-000 | πρωία |
ελληνικά | ell-000 | πρώιμα οπωροκηπευτικά |
ελληνικά | ell-000 | Πρώιμα Σύγχρονα Γαλλικά |
ελληνικά | ell-000 | πρώϊμη εκμάθηση ξένης γλώσσας |
ελληνικά | ell-000 | πρώιμο οπωροκηπευτικό |
ελληνικά | ell-000 | πρώιμος |
ελληνικά | ell-000 | πρωιμότητα |
ελληνικά | ell-000 | πρωινές ώρες |
ελληνικά | ell-000 | πρωινή καταχνιά |
ελληνικά | ell-000 | πρωινή πάχνη |
ελληνικά | ell-000 | πρωινή προσευχή |
ελληνικά | ell-000 | πρωινό |
ελληνικά | ell-000 | πρωϊνό |
ελληνικά | ell-000 | πρωινό αγιάζι |
ελληνικά | ell-000 | πρωινό γεύμα |
ελληνικά | ell-000 | πρωϊνο γευμα |
ελληνικά | ell-000 | πρωινός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρωϊνός |
ελληνικά | ell-000 | Πρωινός καφές |
ελληνικά | ell-000 | πρωινό σε μπουφέ |
ελληνικά | ell-000 | πρωινό φαγητό |
ελληνικά | ell-000 | πρωί-πρωί |
ελληνικά | ell-000 | πρωκτική συνουσία |
ελληνικά | ell-000 | πρωκτικός |
ελληνικά | ell-000 | πρωκτικο σεξ |
ελληνικά | ell-000 | πρωκτικό σέξ |
ελληνικά | ell-000 | πρωκτολειξία |
ελληνικά | ell-000 | πρωκτολογία |
ελληνικά | ell-000 | πρωκτολόγος |
ελληνικά | ell-000 | πρωκτός |
ελληνικά | ell-000 | πρώλιξ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρω¨νός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρώξ |
ελληνικά | ell-000 | πρώρα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρῷρα |
ελληνικά | ell-000 | πρωραίο κατάρτι |
ελληνικά | ell-000 | πρωραίος |
ελληνικά | ell-000 | πρώρα πλοίου |
ελληνικά | ell-000 | Πρωσία |
ελληνικά | ell-000 | πρωσικό οξύ |
ελληνικά | ell-000 | πρωσικός |
ελληνικά | ell-000 | πρωσοπιδοφόρος |
ελληνικά | ell-000 | πρώσοπο |
ελληνικά | ell-000 | Πρώσος |
ελληνικά | ell-000 | πρωσσικό οξύ |
ελληνικά | ell-000 | πρωσσός ευγενής |
ελληνικά | ell-000 | πρωσσός ιππέας |
ελληνικά | ell-000 | πρώτα |
τσακώνικα | tsd-001 | πρώτα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρῶτα |
ελληνικά | ell-000 | Πρωταγόρας |
ελληνικά | ell-000 | πρωταγωνιστής |
ελληνικά | ell-000 | πρωταγωνιστούσα αοιδός μελοδράματος |
ελληνικά | ell-000 | πρωταγωνιστώ |
ελληνικά | ell-000 | πρωταγωνιστών |
ελληνικά | ell-000 | πρωτάθλημα |
ελληνικά | ell-000 | Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου Ανδόρας |
ελληνικά | ell-000 | Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ΕΣΣΔ |
ελληνικά | ell-000 | Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου Ρωσίας |
ελληνικά | ell-000 | πρωταθλήματα |
ελληνικά | ell-000 | πρωταθλητεία |
ελληνικά | ell-000 | πρωταθλητής |
ελληνικά | ell-000 | Πρωταθλητής της Λογικής |
ελληνικά | ell-000 | πρωταθλητισμός |
ελληνικά | ell-000 | πρωταθλήτρια |
ελληνικά | ell-000 | πρωταίτιος |
ελληνικά | ell-000 | πρωτάκουστος |
ελληνικά | ell-000 | πρωτακτίνιο |
ελληνικά | ell-000 | πρωτακτινιο |
ελληνικά | ell-000 | πρωταντικρούω |
ελληνικά | ell-000 | πρώτα πιάτα |
ελληνικά | ell-000 | Πρωταπριλιά |
ελληνικά | ell-000 | πρωταπριλιά |
ελληνικά | ell-000 | πρωταπριλιάτικος |
ελληνικά | ell-000 | πρώτα πρώτα |
ελληνικά | ell-000 | πρώτα-πρώτα |
ελληνικά | ell-000 | πρωτάρης |
ελληνικά | ell-000 | πρωταρχικός |
ελληνικά | ell-000 | πρώτα στάδια |
τσακώνικα | tsd-001 | πρώτε |
ελληνικά | ell-000 | Πρωτέας |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεϊκός |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεΐνες |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεϊνεσ |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεΐνη |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεϊ’νη |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεΐνη γάλακτος |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεϊνικό μόριο |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεϊνικό στρώμα χλωροπλάστη |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεϊνογένηση |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεϊνούχο προϊόν |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεΐνωμα |
ελληνικά | ell-000 | πρωτείο |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεργάτης |
ελληνικά | ell-000 | πρώτες βοήθειες |
ελληνικά | ell-000 | πρώτες ύλες |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεσ βοηθειεσ |
ελληνικά | ell-000 | πρωτεύον |