τσακώνικα | tsd-001 | στυούκου |
ελληνικά | ell-000 | στυπειοθλίπτες |
ελληνικά | ell-000 | στυπιοθλήπτης |
ελληνικά | ell-000 | στυπιοθλίπτης |
ελληνικά | ell-000 | στυπόχαρτο |
ελληνικά | ell-000 | στυππείο |
ελληνικά | ell-000 | στυππόχαρτο |
ελληνικά | ell-000 | στυπτηρία |
ελληνικά | ell-000 | στυπτηρίαση |
ελληνικά | ell-000 | στυπτηρία χρωμίου |
ελληνικά | ell-000 | στυπτικό |
ελληνικά | ell-000 | στυπτικός |
ελληνικά | ell-000 | στυπτικότης |
ελληνικά | ell-000 | στύπωμα |
ελληνικά | ell-000 | στυπώνω |
ελληνικά | ell-000 | στυρίζω |
ελληνικά | ell-000 | στύση |
ελληνικά | ell-000 | στυτικό όργανο |
ελληνικά | ell-000 | στυτικός |
ελληνικά | ell-000 | στυφάδα |
ελληνικά | ell-000 | στυφίζω |
ελληνικά | ell-000 | στυφνός |
ελληνικά | ell-000 | στυφός |
ελληνικά | ell-000 | στυφότητα |
ελληνικά | ell-000 | στύφτης |
ελληνικά | ell-000 | στύψη |
ελληνικά | ell-000 | στύψη σίδηρου |
ελληνικά | ell-000 | στύψιμο |
ελληνικά | ell-000 | στωικά |
ελληνικά | ell-000 | στωική φιλοσοφία |
ελληνικά | ell-000 | Στωικισμός |
ελληνικά | ell-000 | στωικισμός |
ελληνικά | ell-000 | στωικός |
ελληνικά | ell-000 | στωικός φιλόσοφος |
ελληνικά | ell-000 | στωικότης |
ελληνικά | ell-000 | στωικότητα |
ελληνικά | ell-000 | στωικώς |
ελληνικά | ell-000 | στωμένος |
ελληνικά | ell-000 | στωμυλία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | στωμύλλω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | στωμύλος |
ελληνικά | ell-000 | στωμυλώς |
ελληνικά | ell-000 | συ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συ |
ελληνικά | ell-000 | σύ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | σύ |
Ιωνική διάλεκτος | grc-003 | σύ |
ελληνικά | ell-000 | συάκι |
ελληνικά | ell-000 | σύαξ |
ελληνικά | ell-000 | σύ αυτός |
ελληνικά | ell-000 | συβαρίτης |
ελληνικά | ell-000 | συβαριτικός |
ελληνικά | ell-000 | συβαριτικώς εν χλιδή |
ελληνικά | ell-000 | συβαριτισμός |
ελληνικά | ell-000 | Σύβοτα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συβώτης |
ελληνικά | ell-000 | συγά |
ελληνικά | ell-000 | σύγαμπρος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγάτηρ |
ελληνικά | ell-000 | συγγένεια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγγένεια |
ελληνικά | ell-000 | συγγενεια |
ελληνικά | ell-000 | συγγένεια αίματος |
ελληνικά | ell-000 | συγγένεια εξ αγχιστείας |
ελληνικά | ell-000 | συγγένεια εξ αίματος |
ελληνικά | ell-000 | συγγένεια εξ’ αίματος |
ελληνικά | ell-000 | συγγένειες |
ελληνικά | ell-000 | συγγενείς |
ελληνικά | ell-000 | συγγενείς και φίλοι |
ελληνικά | ell-000 | συγγενεισ ανωμαλιεσ |
ελληνικά | ell-000 | συγγενεύω |
ελληνικά | ell-000 | συγγενεύων |
ελληνικά | ell-000 | συγγενής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγγενής |
ελληνικά | ell-000 | συγγενής ανωμαλία |
ελληνικά | ell-000 | συγγενής εξ αγχιστείας |
ελληνικά | ell-000 | συγγενής εξ’ αίματος |
ελληνικά | ell-000 | συγγενής με |
ελληνικά | ell-000 | συγγενής νόσος |
ελληνικά | ell-000 | συγγενικά |
ελληνικά | ell-000 | συγγενικος |
ελληνικά | ell-000 | συγγενικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγγενίς |
ελληνικά | ell-000 | συγγενολόι |
τσακώνικα | tsd-001 | σύγγη και σρύγγη |
ελληνικά | ell-000 | συγγνωμη |
ελληνικά | ell-000 | συγγνώμη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγγνώμη |
ελληνικά | ell-000 | συγγνώμη με υπόκλιση |
ελληνικά | ell-000 | σύγγραμα |
ελληνικά | ell-000 | σύγγραμμα |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφέας |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφεας |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφέας γυναίκα |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφέας θεατρικών έργων |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφεύς |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφεύς κινηματογραφικού έργου |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφή |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφικά δικαιώματα |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφική γλώσσα |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφικό δικαίωμα |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφικό επάγγελμα |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφικό κενό |
ελληνικά | ell-000 | συγγραφικός |
ελληνικά | ell-000 | συγγράφομαι |
ελληνικά | ell-000 | συγγράφω |
ελληνικά | ell-000 | συγεία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκάθημαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκαθίζω |
ελληνικά | ell-000 | συγκαίομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκακοπαθέω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκακουχέομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκαλέω |
ελληνικά | ell-000 | συγκαλούμαι |
ελληνικά | ell-000 | συγκαλυμμένη συναλλαγή |
ελληνικά | ell-000 | συγκαλυμμένος |
ελληνικά | ell-000 | συγκαλύπτω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκαλύπτω |
ελληνικά | ell-000 | συγκάλυψη |
ελληνικά | ell-000 | συγκαλώ |
ελληνικά | ell-000 | συγκαλών |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκάμπτω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκάμπτω τὸν νῶτον |
ελληνικά | ell-000 | συγκάρπιο |
ελληνικά | ell-000 | συγκάρπιο τριανταφυλλιάς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκαταβαίνω |
ελληνικά | ell-000 | συγκατάβαση |
ελληνικά | ell-000 | συγκαταβατικά |
ελληνικά | ell-000 | συγκαταβατικός |
ελληνικά | ell-000 | συγκαταβατικότητα |
ελληνικά | ell-000 | συγκατάθεση |
ελληνικά | ell-000 | συγκατάθεσις |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκατάθεσις |
ελληνικά | ell-000 | συγκαταθετικός |
ελληνικά | ell-000 | συγκαταλέγομαι |
ελληνικά | ell-000 | συγκαταλέγω |
ελληνικά | ell-000 | συγκατανεύω |
ελληνικά | ell-000 | συγκαταριθμώ |
ελληνικά | ell-000 | συγκατάταξη |
ελληνικά | ell-000 | συγκατατίθεμαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκατατίθεμαι |
ελληνικά | ell-000 | συγκατατίθεμαι να δώσω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκαταψεύδομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκαταψηφίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | συγκατέχω |
ελληνικά | ell-000 | συγκατηγορούμενος |
ελληνικά | ell-000 | συγκατίθεμαι |
ελληνικά | ell-000 | συγκατοίκηση |
ελληνικά | ell-000 | συγκάτοικος |
ελληνικά | ell-000 | συγκατοικώ |
ελληνικά | ell-000 | συγκάτοχος |
ελληνικά | ell-000 | σύγκειμαι |
ελληνικά | ell-000 | συγκείμενο |
ελληνικά | ell-000 | συγκεκολλημένος |
ελληνικά | ell-000 | συγκεκομμένος |
ελληνικά | ell-000 | συγκεκριμένα |
ελληνικά | ell-000 | συγκεκριμένο |
ελληνικά | ell-000 | συγκεκριμενοποιώ |
ελληνικά | ell-000 | συγκεκριμένος |
ελληνικά | ell-000 | συγκεκριμένος τομέας παραγωγής |
ελληνικά | ell-000 | συγκενημένος |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρούμαι |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρούμενος |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρώ |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρώ εις χρεώγραφα |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρωμένος |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρωμένο φορτίο |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρωνομαι |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρώνομαι σε ομάδα |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρώνουν |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρώνω |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρώνω ομάδα |
ελληνικά | ell-000 | συγκέντρωση |
ελληνικά | ell-000 | συγκέντρωση αξιωμάτων |
ελληνικά | ell-000 | συγκέντρωση εκτύπωσης |
ελληνικά | ell-000 | συγκέντρωση ζώων |
ελληνικά | ell-000 | συγκέντρωση θείου |
ελληνικά | ell-000 | συγκέντρωση οικισμών |
ελληνικά | ell-000 | συγκέντρωση περιόδων λειτουργίας |
ελληνικά | ell-000 | συγκέντρωση/συγκεντρωτισμός |
ελληνικά | ell-000 | συγκέντρωση τάσεων |
ελληνικά | ell-000 | συγκέντρωση του πληθυσμού |
ελληνικά | ell-000 | συγκέντρωση των εξουσιών |
ελληνικά | ell-000 | συγκέντρωση των πληροφοριών |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρωτής |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρωτική λίπανση |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρωτικό ημερολόγιο |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρωτικός |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρωτικός φακός |
ελληνικά | ell-000 | συγκεντρωτισμός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκεράννυμι |
ελληνικά | ell-000 | συγκερασμός |
ελληνικά | ell-000 | συγκέτρωση |
ελληνικά | ell-000 | συγκεφαλαιώνω |
ελληνικά | ell-000 | συγκεφαλαιωτικός |
ελληνικά | ell-000 | συγκεχυμένος |
ελληνικά | ell-000 | συγκεχυμίνος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκινέω |
ελληνικά | ell-000 | συγκινημένος |
ελληνικά | ell-000 | συγκίνηση |
ελληνικά | ell-000 | συγκινησιακά |
ελληνικά | ell-000 | συγκινησιακός |
ελληνικά | ell-000 | συγκινητικό |
ελληνικά | ell-000 | συγκινητικός |
ελληνικά | ell-000 | συγκινητικώς |
ελληνικά | ell-000 | συγκίνιση |
ελληνικά | ell-000 | συγκινούμαι |
ελληνικά | ell-000 | συγκινω |
ελληνικά | ell-000 | συγκινώ |
ελληνικά | ell-000 | συγκινών |
ελληνικά | ell-000 | συγκιρνώ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκλείω |
ελληνικά | ell-000 | συγκληρονόμος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκληρονόμος |
ελληνικά | ell-000 | σύγκληση |
ελληνικά | ell-000 | συγκλητικός |
ελληνικά | ell-000 | Σύγκλητος |
ελληνικά | ell-000 | σύγκλητος |
ελληνικά | ell-000 | σύγκλινο |
ελληνικά | ell-000 | συγκλίνον |
ελληνικά | ell-000 | συγκλίνω |
ελληνικά | ell-000 | συγκλίνων |
ελληνικά | ell-000 | σύγκλιση |
ελληνικά | ell-000 | συγκλίτης |
ελληνικά | ell-000 | συγκλονίζω |
ελληνικά | ell-000 | συγκλονισμός |
ελληνικά | ell-000 | συγκλονιστικός |
ελληνικά | ell-000 | συγκοινώ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκοινωνέω |
ελληνικά | ell-000 | συγκοινωνία |
ελληνικά | ell-000 | συγκοινωνιακές διατάξεις |
ελληνικά | ell-000 | συγκοινωνιακή γραμμή |
ελληνικά | ell-000 | συγκοινωνιακός |
ελληνικά | ell-000 | συγκοινωνιακός κόμβος |
ελληνικά | ell-000 | συγκοινωνίας τέρμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκοινωνός |
ελληνικά | ell-000 | συγκοινώνω |
ελληνικά | ell-000 | συγκοινωνών |
ελληνικά | ell-000 | συγκόλλημα |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλημένος |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλημένος αρμός |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλήσεις |
ελληνικά | ell-000 | συγκόλληση |
ελληνικά | ell-000 | συγκόλληση άκρων |
ελληνικά | ell-000 | συγκόλληση αυλάκωσης |
ελληνικά | ell-000 | συγκόλληση επαφών |
ελληνικά | ell-000 | συγκόλληση οξυγόνουακετυλενίου |
ελληνικά | ell-000 | συγκόλληση οπής |
ελληνικά | ell-000 | συγκόλληση τόξου |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλητά |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλητής |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλητικό |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλητικό κράμα |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλητικός |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλητικότητα |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλητικό υλικό |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλητό ξύλο |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλώ |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλώμαι |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλώ μέταλλα |
ελληνικά | ell-000 | συγκολλώ ξανά με ηλεκτροκόλληση ή με κολλητήρι |
ελληνικά | ell-000 | συγκολώ |
ελληνικά | ell-000 | συγκομηδή |
ελληνικά | ell-000 | συγκομιδή |
ελληνικά | ell-000 | συγκομιδή διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου |
ελληνικά | ell-000 | συγκομιδή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου |
ελληνικά | ell-000 | συγκομιδή κειμένου |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συγκομίζω |
ελληνικά | ell-000 | συγκοπή |
ελληνικά | ell-000 | συγκοπή καρδιάς |
ελληνικά | ell-000 | συγκοπτικός |
ελληνικά | ell-000 | συγκόπτω |
ελληνικά | ell-000 | συγκόπτω λέξη |
ελληνικά | ell-000 | σύγκραμα |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατηκότης |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατηκότητα |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατημένα |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατημένο γέλιο |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατημένος |
ελληνικά | ell-000 | συγκράτηση |
ελληνικά | ell-000 | συγκράτηση γράσου |
ελληνικά | ell-000 | συγκράτηση τιμών |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατητήρας |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατητής |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατητικός |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατητικός δακτύλιος |
ελληνικά | ell-000 | συγκράτητος |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατητώς |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατούμαι |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατούμαι από |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατουμένος |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατω |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατώ |
ελληνικά | ell-000 | συγκρατών |