ελληνικά | ell-000 | συνδώ |
ελληνικά | ell-000 | συνεβλήθη |
ελληνικά | ell-000 | σύνεγγυς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνεγείρω |
ελληνικά | ell-000 | συνεδρία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνεδρία |
ελληνικά | ell-000 | συνεδρια |
ελληνικά | ell-000 | συνεδριάζω |
ελληνικά | ell-000 | συνεδριαζω |
ελληνικά | ell-000 | συνεδριακές εργασίες |
ελληνικά | ell-000 | συνεδριακός |
ελληνικά | ell-000 | συνεδριακός χώρος |
ελληνικά | ell-000 | συνεδρίαση |
ελληνικά | ell-000 | συνεδριαση |
ελληνικά | ell-000 | συνεδρίαση του δικαστηρίου |
ελληνικά | ell-000 | συνέδριο |
ελληνικά | ell-000 | συνέδριο αρχηγών κόμματος |
ελληνικά | ell-000 | συνέδριο κόμματος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνέδριον |
ελληνικά | ell-000 | Συνέδριο της Βιέννης |
ελληνικά | ell-000 | σύνεδρος |
ελληνικά | ell-000 | συνείδηση |
ελληνικά | ell-000 | συνειδηση |
ελληνικά | ell-000 | συνειδησιακά |
ελληνικά | ell-000 | συνειδησιακός |
ελληνικά | ell-000 | συνειδησιολογία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνείδησις |
ελληνικά | ell-000 | συνειδητά |
ελληνικά | ell-000 | συνειδητοποίηση |
ελληνικά | ell-000 | συνειδητοποιούμαι |
ελληνικά | ell-000 | συνειδητοποιώ |
ελληνικά | ell-000 | συνειδητός |
ελληνικά | ell-000 | συνειδώς |
τσακώνικα | tsd-001 | συνειθίζου |
ελληνικά | ell-000 | συνειθίζω |
τσακώνικα | tsd-001 | συνεικάζου |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | σύνειμι |
ελληνικά | ell-000 | συνειρμικός |
ελληνικά | ell-000 | συνειρμισμός |
ελληνικά | ell-000 | συνειρμός |
ελληνικά | ell-000 | συνειρμός των ιδέων |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνεισέρχομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνεισφέρω |
ελληνικά | ell-000 | συνεισφερω |
ελληνικά | ell-000 | συνεισφέρων |
ελληνικά | ell-000 | συνεισφορά |
ελληνικά | ell-000 | συνεισφορές των κρατών μελών |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνέκδημος |
ελληνικά | ell-000 | συνεκδοχή |
ελληνικά | ell-000 | συνεκδοχικά |
ελληνικά | ell-000 | συνεκδοχικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνεκλεκτός |
ελληνικά | ell-000 | συνέκταση |
ελληνικά | ell-000 | συνεκτεινόμενος |
ελληνικά | ell-000 | συνεκτηκότητα |
ελληνικά | ell-000 | συνεκτικός |
ελληνικά | ell-000 | συνεκτικότης |
ελληνικά | ell-000 | συνεκτικότητα |
ελληνικά | ell-000 | συνεκτιμώντας |
ελληνικά | ell-000 | συνέλαβε |
ελληνικά | ell-000 | συνέλευση |
ελληνικά | ell-000 | συνέλευση πιστωτών |
ελληνικά | ell-000 | συνελθούσα |
ελληνικά | ell-000 | συνεννόηση |
ελληνικά | ell-000 | συνεννοούμαι |
ελληνικά | ell-000 | συνενοούμαι με σύνθημα |
ελληνικά | ell-000 | συνενούμαι |
ελληνικά | ell-000 | συνενοχή |
ελληνικά | ell-000 | συνένοχος |
ελληνικά | ell-000 | συνεντευκτής |
ελληνικά | ell-000 | συνέντευξη |
ελληνικά | ell-000 | συνεντευξη |
ελληνικά | ell-000 | συνέντευξη τύπου |
ελληνικά | ell-000 | συνεντευξιάζω |
ελληνικά | ell-000 | συνενώ |
ελληνικά | ell-000 | συνενωμένοι δίδυμοι |
ελληνικά | ell-000 | συνενώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνενωνω |
ελληνικά | ell-000 | συνενώνω |
ελληνικά | ell-000 | συνένωση |
ελληνικά | ell-000 | συνένωση εκ νέου |
ελληνικά | ell-000 | συνένωση τομέων |
ελληνικά | ell-000 | συνενωτής |
ελληνικά | ell-000 | συνεξετάζω |
ελληνικά | ell-000 | συνεπ |
ελληνικά | ell-000 | συνεπάγεται |
ελληνικά | ell-000 | συνεπάγομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνεπαγόμενος |
ελληνικά | ell-000 | συνεπαγωγή |
ελληνικά | ell-000 | συνεπαίρνω |
ελληνικά | ell-000 | συνεπακολουθία |
ελληνικά | ell-000 | συνεπαρμένος |
ελληνικά | ell-000 | συνεπαφή |
ελληνικά | ell-000 | συνέπεια |
ελληνικά | ell-000 | συνέπειες |
ελληνικά | ell-000 | συνεπεξεργαστής |
ελληνικά | ell-000 | συνεπής |
ελληνικά | ell-000 | συνεπής αντιμετώπιση σφαλμάτων |
ελληνικά | ell-000 | συνεπιβάτης |
ελληνικά | ell-000 | συνεπιβουλευτικός |
ελληνικά | ell-000 | συνεπικοινώνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνεπιμαρτυρέω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνεπιτίθεμαι |
ελληνικά | ell-000 | συνεπιχείρηση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνέπομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνεπώς |
ελληνικά | ell-000 | σύνεργα |
ελληνικά | ell-000 | συνεργάζομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνεργάζομαι με |
ελληνικά | ell-000 | συνεργάζομαι στο κακό |
ελληνικά | ell-000 | συνεργαζόμενο εμπόριο |
ελληνικά | ell-000 | συνεργαζομένος |
ελληνικά | ell-000 | συνεργαζόμενος |
ελληνικά | ell-000 | σύνεργα καθαρίσματος |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασíα |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασία |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασια |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασία για την ανάπτυξη |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασία ΕΕ-ΝΑΤΟ |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασία επί του προϋπολογισμού |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασία Νότου-Νότου |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασία στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασία συγχρονισμού |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασία/σύμπραξη |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασία συσκευής |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασία σχολείων |
ελληνικά | ell-000 | συνεργασία των οργάνων |
ελληνικά | ell-000 | συνεργάσιμος |
ελληνικά | ell-000 | συνεργάτης |
ελληνικά | ell-000 | συνεργάτιδα |
ελληνικά | ell-000 | συνεργατική |
ελληνικά | ell-000 | Συνεργατική Δημοκρατία της Γουιάνα |
ελληνικά | ell-000 | Συνεργατική Δημοκρατία της Γουιάνας |
ελληνικά | ell-000 | συνεργατική λειτουργικότητα VidPN |
ελληνικά | ell-000 | συνεργατική μάθηση |
ελληνικά | ell-000 | συνεργατικός |
ελληνικά | ell-000 | σύνεργα ψαρικής |
ελληνικά | ell-000 | συνέργεια |
ελληνικά | ell-000 | συνεργείο |
ελληνικά | ell-000 | συνεργείο δρόμου |
ελληνικά | ell-000 | συνεργείο σκηνής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνεργέω |
ελληνικά | ell-000 | συνεργία |
ελληνικά | ell-000 | συνεργικός |
ελληνικά | ell-000 | συνεργισμός |
ελληνικά | ell-000 | συνεργισμός/συνεργία |
ελληνικά | ell-000 | σύνεργο |
ελληνικά | ell-000 | συνεργός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνεργός |
ελληνικά | ell-000 | σύνεργος |
ελληνικά | ell-000 | συνεργώ |
ελληνικά | ell-000 | συνεργώ σε |
τσακώνικα | tsd-001 | συνέρι |
ελληνικά | ell-000 | συνερίζομαι |
τσακώνικα | tsd-001 | συνερισκούμενε |
ελληνικά | ell-000 | συνέρχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνέρχομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνερχομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνερχόμενος |
ελληνικά | ell-000 | σύνεση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνεσθίω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | σύνεσις |
ελληνικά | ell-000 | συνεσταλμένα |
ελληνικά | ell-000 | συνεσταλμένος |
ελληνικά | ell-000 | συνεστίαση |
ελληνικά | ell-000 | συνεστραμμένο καλώδιο |
ελληνικά | ell-000 | συνεστραμμένος |
ελληνικά | ell-000 | συνεταιρίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνεταιρικός |
ελληνικά | ell-000 | συνεταιρισμός |
ελληνικά | ell-000 | συνεταιριστική τράπεζα |
ελληνικά | ell-000 | συνεταιριστικός |
ελληνικά | ell-000 | συνέταιρος |
ελληνικά | ell-000 | συνεταίρος |
ελληνικά | ell-000 | συνεταιρος |
ελληνικά | ell-000 | συνετίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνετίζω |
ελληνικά | ell-000 | συνετισμός |
ελληνικά | ell-000 | συνετμημένη λέξη |
ελληνικά | ell-000 | συνετμημενη λεξη |
ελληνικά | ell-000 | συνετός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνετός |
ελληνικά | ell-000 | συνετώς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνευδοκέω |
ελληνικά | ell-000 | συνεύρεση |
ελληνικά | ell-000 | συνευρίσκομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνευωχέομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνεφάπτομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνεφαπτομένη |
ελληνικά | ell-000 | συνεφέρνω |
ελληνικά | ell-000 | συνεφέρω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνεφίσταμαι |
ελληνικά | ell-000 | συνέχεια |
ελληνικά | ell-000 | συνέχεια τροφοδότησης |
ελληνικά | ell-000 | συνεχείς κλαγγές |
ελληνικά | ell-000 | συνεχείς μουφλοκάμινοι |
ελληνικά | ell-000 | συνεχές |
ελληνικά | ell-000 | συνεχές απόβλιττο |
ελληνικά | ell-000 | συνεχές ρεύμα |
ελληνικά | ell-000 | συνεχές χτύπημα |
ελληνικά | ell-000 | συνεχές ωράριο |
ελληνικά | ell-000 | συνεχής |
ελληνικά | ell-000 | συνεχής αναπαραγωγή συμπλέγματος |
ελληνικά | ell-000 | συνεχής απογραφή |
ελληνικά | ell-000 | συνεχής γραμμή |
ελληνικά | ell-000 | συνεχής επαγγελματική κατάρτιση |
ελληνικά | ell-000 | συνεχής λόγος |
ελληνικά | ell-000 | συνεχής παραγωγή |
ελληνικά | ell-000 | συνεχής περίοδος |
ελληνικά | ell-000 | συνεχής φόρμα |
ελληνικά | ell-000 | συνέχι |
ελληνικά | ell-000 | συνεχίζεται |
ελληνικά | ell-000 | συνεχίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνεχιζομενος |
ελληνικά | ell-000 | συνεχιζόμενος |
ελληνικά | ell-000 | συνεχίζω |
ελληνικά | ell-000 | συνεχιζω |
ελληνικά | ell-000 | συνεχίζω να αντιστέκομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνεχίζω να κουβεντιάζω |
ελληνικά | ell-000 | συνέχισε |
ελληνικά | ell-000 | συνέχιση |
ελληνικά | ell-000 | συνεχιστής |
ελληνικά | ell-000 | συνεχοκυματική λειτουργία |
ελληνικά | ell-000 | συνέχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνέχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνέχομαι ἐκ |
ελληνικά | ell-000 | συνεχόμενη δοκός |
ελληνικά | ell-000 | συνεχόμενη επιλογή |
ελληνικά | ell-000 | συνεχόμενο αρχείο |
ελληνικά | ell-000 | συνεχόμενος |
ελληνικά | ell-000 | συνέχω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνέχω |
ελληνικά | ell-000 | συνεχώς |
ελληνικά | ell-000 | συνεχώς μετά |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνέχω τὰ ὦτα |
ελληνικά | ell-000 | συνηγορία |
ελληνικά | ell-000 | συνηγοροι ασθενων |
ελληνικά | ell-000 | συνήγορος |
ελληνικά | ell-000 | συνήγορος του διαβόλου |
ελληνικά | ell-000 | συνηγόρος του πολίτη |
ελληνικά | ell-000 | συνήγορος υπερασπίσεως |
ελληνικά | ell-000 | συνηγορώ |
ελληνικά | ell-000 | συνηγορών |
ελληνικά | ell-000 | συνηγορώ την αιτία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνήδομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνήθεια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνήθεια |
ελληνικά | ell-000 | συνηθεια |
ελληνικά | ell-000 | συνήθειο |
ελληνικά | ell-000 | συνήθεις ερωτήσεις |
ελληνικά | ell-000 | συνήθεις ομάδες |
ελληνικά | ell-000 | συνήθες |
ελληνικά | ell-000 | συνηθέστερα |
ελληνικά | ell-000 | συνηθέστερος |
ελληνικά | ell-000 | συνήθης |
ελληνικά | ell-000 | συνήθης διαμονή |
ελληνικά | ell-000 | συνήθης νομοθετική διαδικασία |
ελληνικά | ell-000 | συνηθίζεται |
ελληνικά | ell-000 | συνηθίζω |
ελληνικά | ell-000 | συνηθιζω |
ελληνικά | ell-000 | συνηθίζω να |
ελληνικά | ell-000 | συνηθίζω ξανά |
ελληνικά | ell-000 | συνήθιση |
ελληνικά | ell-000 | συνηθισμένη |
ελληνικά | ell-000 | συνηθισμένο |
ελληνικά | ell-000 | συνηθισμένος |
ελληνικά | ell-000 | συνηθισμενος |
ελληνικά | ell-000 | συνήθως |
ελληνικά | ell-000 | συνηλικιώτης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνηλικιώτης |
ελληνικά | ell-000 | συνημίτονο |
ελληνικά | ell-000 | συνημμένη ιδιότητα |
ελληνικά | ell-000 | Συνημμένο |
ελληνικά | ell-000 | συνημμένο |
ελληνικά | ell-000 | συνημμένος |
ελληνικά | ell-000 | συνημμένο συμβάν |
ελληνικά | ell-000 | συνημμένως |
ελληνικά | ell-000 | συνηρημένη λέξη |
ελληνικά | ell-000 | συνηφαίνω |
ελληνικά | ell-000 | συνήχηση |
ελληνικά | ell-000 | συνηχητής |
ελληνικά | ell-000 | συνηχώ |
ελληνικά | ell-000 | συνηχών |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνθάπτω |
ελληνικά | ell-000 | συνθεσάιζερ |
ελληνικά | ell-000 | σύνθεση |
ελληνικά | ell-000 | σύνθεση δυνάμεων |
ελληνικά | ell-000 | σύνθεση κατά παραγγελία |
ελληνικά | ell-000 | σύνθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής |
ελληνικά | ell-000 | σύνθεση μαζικής παραγωγής |
ελληνικά | ell-000 | σύνθεση μουσικής |
ελληνικά | ell-000 | σύνθεσης |
ελληνικά | ell-000 | σύνθεση του Κοινοβουλίου |
ελληνικά | ell-000 | σύνθεση του πληθυσμού |