ελληνικά | ell-000 | συνοριακός |
ελληνικά | ell-000 | συνοριακός έλεγχος |
ελληνικά | ell-000 | συνοριακός εργαζόμενος |
ελληνικά | ell-000 | συνορίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνοριοφύλακας |
ελληνικά | ell-000 | συνορο |
ελληνικά | ell-000 | σύνορο |
ελληνικά | ell-000 | σύνορο κόκκου |
ελληνικά | ell-000 | σύνορο φράχτη |
ελληνικά | ell-000 | συνοστίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνοστισμός |
ελληνικά | ell-000 | συνουσία |
ελληνικά | ell-000 | συνουσια |
ελληνικά | ell-000 | συνουσιάζομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνοφειλέτης |
ελληνικά | ell-000 | συνοφρύουμαι |
ελληνικά | ell-000 | συνοφρύωμα |
ελληνικά | ell-000 | συνοφρυωμένη γυναίκα |
ελληνικά | ell-000 | συνοφρυωμένος |
ελληνικά | ell-000 | συνοφρυώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνοφρύωση |
ελληνικά | ell-000 | συνοχέας |
ελληνικά | ell-000 | συνοχεύς |
ελληνικά | ell-000 | συνοχή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συνοχή |
τσακώνικα | tsd-001 | συνοχή |
ελληνικά | ell-000 | σύνοψη |
ελληνικά | ell-000 | σύνοψη κατάστασης |
ελληνικά | ell-000 | σύνοψη κρυπτογράφησης |
ελληνικά | ell-000 | σύνοψη μηνύματος |
ελληνικά | ell-000 | σύνοψη προσευχών |
ελληνικά | ell-000 | συνοψίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | συνοψίζω |
ελληνικά | ell-000 | συνοψίζω κεφάλαιο |
ελληνικά | ell-000 | συνόψιση |
ελληνικά | ell-000 | συνοψιστής |
ελληνικά | ell-000 | συνσντώ |
ελληνικά | ell-000 | συνταγ |
ελληνικά | ell-000 | συνταγή |
ελληνικά | ell-000 | συνταγή γιατρού |
ελληνικά | ell-000 | συνταγή ιατρού |
ελληνικά | ell-000 | συνταγη ιατρου |
ελληνικά | ell-000 | συνταγή μαγειρικής |
ελληνικά | ell-000 | συνταγή φαρμάκον |
ελληνικά | ell-000 | Σύνταγμα |
ελληνικά | ell-000 | σύνταγμα |
ελληνικά | ell-000 | συνταγματάρχης |
ελληνικά | ell-000 | συνταγματάρχης siˌdaɣmaˈtarçis |
ελληνικά | ell-000 | σύνταγμα της Ελλάδας |
ελληνικά | ell-000 | συνταγματικά |
ελληνικά | ell-000 | συνταγματική διάταξη |
ελληνικά | ell-000 | συνταγματική μοναρχία |
ελληνικά | ell-000 | συνταγματικό δίκαιο |
ελληνικά | ell-000 | Συνταγματικό δικαστήριο |
ελληνικά | ell-000 | συνταγματικό δικαστήριο |
ελληνικά | ell-000 | συνταγματικός |
ελληνικά | ell-000 | συνταγματικότητα |
ελληνικά | ell-000 | συνταγματικώς |
ελληνικά | ell-000 | συνταγματολόγος |
ελληνικά | ell-000 | συντάγματος |
ελληνικά | ell-000 | συνταγογράφηση |
ελληνικά | ell-000 | συνταγογραφώ |
ελληνικά | ell-000 | συνταιριάζω |
ελληνικά | ell-000 | συντάκτης |
ελληνικά | ell-000 | συντάκτης ειδήσεων |
ελληνικά | ell-000 | συντάκτης κείμενου |
ελληνικά | ell-000 | συντακτική ανάλυση |
ελληνικά | ell-000 | συντακτική βουλή |
ελληνικά | ell-000 | συντακτική δομή |
ελληνικά | ell-000 | συντακτική κατηγορία |
ελληνικά | ell-000 | Συντακτική κορωνίδα |
ελληνικά | ell-000 | συντακτικό |
ελληνικά | ell-000 | συντακτικό λάθος |
ελληνικά | ell-000 | συντακτικός |
ελληνικά | ell-000 | συντακτικώς |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξ |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξη |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξη αναπηρίας |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξη αναπροσαρμογής |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξη αρχαιότητας |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξη γήρατος |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξη γραμματική |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξη γραμμής εντολών |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξη εντολής |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξη επιζώντων |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξη νομοθετικών κειμένων |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξη ορφανού |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξης |
ελληνικά | ell-000 | σύνταξη χήρας |
ελληνικά | ell-000 | συνταξιδεύω |
ελληνικά | ell-000 | συνταξιδιώτης |
ελληνικά | ell-000 | συντάξιμος |
ελληνικά | ell-000 | συνταξιοδοτηση |
ελληνικά | ell-000 | συνταξιοδότηση |
ελληνικά | ell-000 | συνταξιοδοτικός |
ελληνικά | ell-000 | συνταξιοδοτούμαι |
ελληνικά | ell-000 | συνταξιοδοτώ |
ελληνικά | ell-000 | συνταξιουχοι |
ελληνικά | ell-000 | συνταξιούχος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | σύνταξις |
ελληνικά | ell-000 | συνταξιωδοτούμαι |
ελληνικά | ell-000 | συνταράζω |
ελληνικά | ell-000 | συνταρακτικά γεγονότα |
ελληνικά | ell-000 | συνταρακτικός |
ελληνικά | ell-000 | συνταράσσω |
ελληνικά | ell-000 | συντάσσομαι |
ελληνικά | ell-000 | συντάσσομαι ενάντια |
ελληνικά | ell-000 | συντασσόμενος |
ελληνικά | ell-000 | συντάσσω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συντάσσω |
ελληνικά | ell-000 | συντάσσω κατάλογο |
ελληνικά | ell-000 | συντάσσω λίστα |
ελληνικά | ell-000 | συντάσσω πάλι |
ελληνικά | ell-000 | συντάσσω συμβόλαιο |
ελληνικά | ell-000 | συνταυτίζω |
ελληνικά | ell-000 | συνταύτιση |
ελληνικά | ell-000 | συνταυτισμός |
ελληνικά | ell-000 | σύνταχα |
τσακώνικα | tsd-001 | σύνταχα |
τσακώνικα | tsd-001 | συνταχαινούμενε |
τσακώνικα | tsd-001 | συνταχούλια |
ελληνικά | ell-000 | συντείνω |
ελληνικά | ell-000 | σύντεκνος |
ελληνικά | ell-000 | συντέλεια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συντέλεια |
ελληνικά | ell-000 | συντέλεση |
ελληνικά | ell-000 | συντελεσμένος |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής αγωγιμότητας |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής ανάκλασης |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής αποκατάστασης |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής απορροφήσεως |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής αποσβέσεως |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής ασφάλειας |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής βιοσυγκέντρωσης |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής διαμορφώσεως ξηράς |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής διάτμησης |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής διαφοροποίησης |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής διεύθυνσης |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής έλξης |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής ενίσχυσης |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής θερμοκρασίας |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής ισχύος |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής μεγέθους |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής μεγέθυνσης |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής μετατροπής |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής παραγωγής |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής περιστροφής |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής ρευστότητας |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής τριβής |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστής φερεγγυότητας |
ελληνικά | ell-000 | συντελεστικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συντελέω |
ελληνικά | ell-000 | συντελικός |
ελληνικά | ell-000 | συντελούμαι |
ελληνικά | ell-000 | συντελώ |
ελληνικά | ell-000 | συντελών |
ελληνικά | ell-000 | συντέμνουσα |
ελληνικά | ell-000 | συντεμνούσα |
ελληνικά | ell-000 | συντέμνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συντέμνω |
ελληνικά | ell-000 | συντεταγμένα |
ελληνικά | ell-000 | συντεταγμένες |
ελληνικά | ell-000 | συντεταγμένη |
ελληνικά | ell-000 | συντεταγμένος |
ελληνικά | ell-000 | συντετμημένη |
ελληνικά | ell-000 | συντετμημένη έκδοση |
ελληνικά | ell-000 | συντετριμμένος |
ελληνικά | ell-000 | συντετριμμένος την καρδιάν |
ελληνικά | ell-000 | συντεχνία |
ελληνικά | ell-000 | συντεχνιακή οικονομία |
ελληνικά | ell-000 | συντεχνιακός |
ελληνικά | ell-000 | συντεχνίες |
τσακώνικα | tsd-001 | συντζά |
ελληνικά | ell-000 | συντήκομαι |
ελληνικά | ell-000 | συντήκω |
ελληνικά | ell-000 | σύντηξη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συντηρέω |
ελληνικά | ell-000 | συντήρηση |
ελληνικά | ell-000 | Συντήρηση βάσει στοιχείων (CBS) |
ελληνικά | ell-000 | συντήρηση/διατήρηση |
ελληνικά | ell-000 | συντήρηση εδαφών |
ελληνικά | ell-000 | συντήρηση έργων τέχνης |
ελληνικά | ell-000 | συντήρηση προγράμματος |
ελληνικά | ell-000 | συντήρηση τροφίμων |
ελληνικά | ell-000 | συντήρηση των καλλιεργειών |
ελληνικά | ell-000 | συντηρητής |
ελληνικά | ell-000 | συντηρητής γηπέδου |
ελληνικά | ell-000 | συντηρητικό |
ελληνικά | ell-000 | συντηρητικό κόμμα |
ελληνικά | ell-000 | συντηρητικό/προφυλακτικό |
ελληνικά | ell-000 | συντηρητικός |
ελληνικά | ell-000 | συντηρητικότης |
ελληνικά | ell-000 | συντηρητικότητα |
ελληνικά | ell-000 | συντηρητισμός |
ελληνικά | ell-000 | συντηρήτρια |
ελληνικά | ell-000 | συντηρούμαι |
ελληνικά | ell-000 | συντηρούμενο |
ελληνικά | ell-000 | συντηρούμενος |
ελληνικά | ell-000 | συντηρούμενος από γυναίκα |
ελληνικά | ell-000 | συντηρω |
ελληνικά | ell-000 | συντηρώ |
ελληνικά | ell-000 | συντηρών |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συντίθεμαι |
ελληνικά | ell-000 | σύντμηση |
ελληνικά | ell-000 | συν τοις άλλοις |
ελληνικά | ell-000 | συντομ. Christmass |
ελληνικά | ell-000 | συντομα |
ελληνικά | ell-000 | σύντομα |
ελληνικά | ell-000 | συντόμευση |
ελληνικά | ell-000 | συντόμευση πληκτρολογίου |
ελληνικά | ell-000 | συντόμευση ποντικιού |
ελληνικά | ell-000 | συντόμευση σχέσεων αξιοπιστίας |
ελληνικά | ell-000 | συντομευτής |
ελληνικά | ell-000 | συντομέυω |
ελληνικά | ell-000 | συντομεύω |
ελληνικά | ell-000 | σύντομη ιδιότητα |
ελληνικά | ell-000 | σύντομη προσπάθεια |
ελληνικά | ell-000 | συντομία |
ελληνικά | ell-000 | συντομία με περιεκτικότητα |
ελληνικά | ell-000 | συντομογραφία |
ελληνικά | ell-000 | συντομογραφικά |
ελληνικά | ell-000 | συντομογραφικός |
ελληνικά | ell-000 | συντομογραφούμαι |
ελληνικά | ell-000 | συντομογραφώ |
ελληνικά | ell-000 | σύντομο διάστημα |
ελληνικά | ell-000 | σύντομο ιστορικό |
ελληνικά | ell-000 | σύντομο μήνυμα |
ελληνικά | ell-000 | συντομος |
ελληνικά | ell-000 | σύντομος |
ελληνικά | ell-000 | σύντομος δρόμος |
ελληνικά | ell-000 | σύντομος και περιεκτικός |
ελληνικά | ell-000 | συντομότερα |
ελληνικά | ell-000 | συντομότερη οδός |
ελληνικά | ell-000 | συντομότερος |
ελληνικά | ell-000 | συντομότερος τρόπος |
ελληνικά | ell-000 | συντόμως |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συντόμως |
ελληνικά | ell-000 | συντομώτερος δρόμος |
ελληνικά | ell-000 | συντόνευση |
ελληνικά | ell-000 | συντονίζω |
ελληνικά | ell-000 | συντονισμένη άνοδος |
ελληνικά | ell-000 | συντονισμένη κεραία |
ελληνικά | ell-000 | Συντονισμένη παγκόσμια ώρα (UTC) |
ελληνικά | ell-000 | συντονισμένος |
ελληνικά | ell-000 | συντονισμός |
ελληνικά | ell-000 | Συντονισμός κατανεμημένων συναλλαγών της Microsoft |
ελληνικά | ell-000 | συντονισμός κεραίας |
ελληνικά | ell-000 | συντονισμός μόνωσης |
ελληνικά | ell-000 | συντονισμός των ενισχύσεων |
ελληνικά | ell-000 | συντονισμός των πολιτικών ΟΝΕ |
ελληνικά | ell-000 | συντονισμός των χρηματοδοτήσεων |
ελληνικά | ell-000 | συντονιστeσ |
ελληνικά | ell-000 | συντονιστής |
ελληνικά | ell-000 | συντονιστικό πηνίο |
ελληνικά | ell-000 | συντονιστικός |
ελληνικά | ell-000 | σύντονος |
ελληνικά | ell-000 | συντοπίτης |
ελληνικά | ell-000 | συντρέχω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συντρέχω |
ελληνικά | ell-000 | συντρέχων |
ελληνικά | ell-000 | συντριβάνι |
ελληνικά | ell-000 | συντριβάνια |
ελληνικά | ell-000 | συντριβή |
ελληνικά | ell-000 | συντριβή κεφαλής |
ελληνικά | ell-000 | συντρίβομαι |
ελληνικά | ell-000 | συντρίβω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συντρίβω |
ελληνικά | ell-000 | συντρίβων |
ελληνικά | ell-000 | σύντριμμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | σύντριμμα |
ελληνικά | ell-000 | συντρίμματα |
ελληνικά | ell-000 | συντριμμένος |
ελληνικά | ell-000 | συντρίμμι |
ελληνικά | ell-000 | συντρίμμια |
ελληνικά | ell-000 | συντριπτικός |
ελληνικά | ell-000 | συντροφεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | συντροφεύω |
ελληνικά | ell-000 | συντροφιά |
ελληνικά | ell-000 | συντροφικός |
ελληνικά | ell-000 | συντροφικότητα |
ελληνικά | ell-000 | συντροφικώς |
ελληνικά | ell-000 | συντρόφισσα |
ελληνικά | ell-000 | συντροφοι |
ελληνικά | ell-000 | σύντροφος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | σύντροφος |
ελληνικά | ell-000 | σύντροφος βίου |
ελληνικά | ell-000 | σύντροφος ζωής |
ελληνικά | ell-000 | συντρώγω |
ελληνικά | ell-000 | συντρώγων |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | συντυγχάνω |
ελληνικά | ell-000 | συντυχαίνω |
ελληνικά | ell-000 | συντυχάννω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Συντύχη |
ελληνικά | ell-000 | συνύπαρξη |