ελληνικά | ell-000 | διατάξεις ασφάλισης |
ελληνικά | ell-000 | διατάξεις γείωσης |
ελληνικά | ell-000 | διατάξεις ημιαγωγών |
ελληνικά | ell-000 | διατάξεις παρακολούθησης |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη αερισμού |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη ανάγνωσης |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη αντικριστής σελίδας |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη αποστράγγισης |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη ασφάλισης |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη ελέγχου |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη εξάτμισης |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη θέσεων |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη θωράκισης |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη ιονισμού |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη/κανονισμός |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη μορφής |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη πληκτρολογίου |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη σειράς |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη σελίδας |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη σηματοδοσίας |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη στεγανοποίησης |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη στρωμάτων |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη συζευγμένου φορτίου |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη τηλεχειρισμού |
ελληνικά | ell-000 | διάταξη τυμπάνου |
ελληνικά | ell-000 | διαταξινομώ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διάταξις |
ελληνικά | ell-000 | διαταράκτης |
ελληνικά | ell-000 | διατάραξη |
ελληνικά | ell-000 | διατάραξη κοινής ησυχίας |
ελληνικά | ell-000 | διατάραξη τάξης |
ελληνικά | ell-000 | διατάραξη του αέρα |
ελληνικά | ell-000 | διαταράξιμος |
ελληνικά | ell-000 | διαταράσσομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαταράσσομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαταράσσω |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχεσ ακοησ |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχεσ γεννητικων οργανων |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχεσ επικοινωνιασ |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχεσ λεμφικου συστηματοσ |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχεσ λογου |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχεσ ομιλιασ |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχεσ οφθαλμου |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχεσ προσωπικοτητασ |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχεσ συμπεριφορασ |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχεσ υπνου |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχή |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχή προσοχής |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχή σίτισης |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχή της προσωπικότητας |
ελληνικά | ell-000 | διαταραχή του ύπνου |
ελληνικά | ell-000 | διάταση |
ελληνικά | ell-000 | διατάσσομαι |
τσακώνικα | tsd-001 | διατάσσου |
ελληνικά | ell-000 | διατάσσω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διατάσσω |
ελληνικά | ell-000 | διατάσσων |
ελληνικά | ell-000 | διατάσσω πάλι |
ελληνικά | ell-000 | διατάσσω συνεχώς |
ελληνικά | ell-000 | διατάσσω φάρμακο |
ελληνικά | ell-000 | διατάττω εις γραμμήν |
ελληνικά | ell-000 | διατεθειμένος |
ελληνικά | ell-000 | διατείνομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διατελέω |
ελληνικά | ell-000 | διατελω |
ελληνικά | ell-000 | διατελώ |
ελληνικά | ell-000 | διατέμνουσα |
ελληνικά | ell-000 | διατεμνούσα γραμμή |
ελληνικά | ell-000 | διατέμνω |
ελληνικά | ell-000 | διατέμνων |
ελληνικά | ell-000 | διατεταγμένος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διατηρέω |
ελληνικά | ell-000 | διατήρηση |
ελληνικά | ell-000 | διατήρηση αγαθοεργήματα |
ελληνικά | ell-000 | διατήρηση ειδών |
ελληνικά | ell-000 | διατήρηση εξαρτήματα |
ελληνικά | ell-000 | διατήρηση/κονσερβοποίηση |
ελληνικά | ell-000 | διατηρηση συμπεριφορασ υγειασ |
ελληνικά | ell-000 | διατήρηση της απασχόλησης |
ελληνικά | ell-000 | διατήρηση της ειρήνης |
ελληνικά | ell-000 | διατήρηση της φύσης |
ελληνικά | ell-000 | διατήρηση του τοπίου |
ελληνικά | ell-000 | διατήρηση των αλιευτικών πόρων |
ελληνικά | ell-000 | διατήρηση των φυσικών πόρων |
ελληνικά | ell-000 | διατηρήσιμος |
ελληνικά | ell-000 | διατηρησιμότητα |
ελληνικά | ell-000 | διατηρητέο δάσος |
ελληνικά | ell-000 | διατηρητέος |
ελληνικά | ell-000 | διατηρητής |
ελληνικά | ell-000 | διατηρητικός |
ελληνικά | ell-000 | διατήρητο |
ελληνικά | ell-000 | διατηρήτως |
ελληνικά | ell-000 | διατηρούμαι |
ελληνικά | ell-000 | διατηρούμενος |
ελληνικά | ell-000 | διατηρω |
ελληνικά | ell-000 | διατηρώ |
ελληνικά | ell-000 | διατηρώ αμφιβολίες |
ελληνικά | ell-000 | διατηρώ απόθεμα |
ελληνικά | ell-000 | διατηρώ δεσμό |
ελληνικά | ell-000 | διατηρώ ελπίδες |
ελληνικά | ell-000 | διατηρών εντός οξάλμης |
ελληνικά | ell-000 | διατηρώ σε άλμη |
ελληνικά | ell-000 | διατηρώ συνέπεια |
ελληνικά | ell-000 | διατηρώ συνοχή |
ελληνικά | ell-000 | διατηρώ σχέσεις |
ελληνικά | ell-000 | διατηρώ τρόφιμα |
ελληνικά | ell-000 | διατηρώ ψυχρόν |
ελληνικά | ell-000 | διά της βίας |
ελληνικά | ell-000 | δια της βίας |
ελληνικά | ell-000 | δια τι |
ελληνικά | ell-000 | διατί |
ελληνικά | ell-000 | διατι |
ελληνικά | ell-000 | διατίθεμαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διατίθεμαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διατίθεμαι βασιλείαν |
ελληνικά | ell-000 | διατίμηση |
ελληνικά | ell-000 | διατιμητής |
ελληνικά | ell-000 | διατιμητός |
ελληνικά | ell-000 | διατιμώ |
ελληνικά | ell-000 | διατιμώ διά φορολογίαν |
ελληνικά | ell-000 | διατίρηση |
ελληνικά | ell-000 | διάτμηση |
ελληνικά | ell-000 | διάτοιχο πλοίου |
ελληνικά | ell-000 | διάτομα |
ελληνικά | ell-000 | διατομεακη ερευνα |
ελληνικά | ell-000 | διατομεακη συνεργασια |
ελληνικά | ell-000 | διατομή |
ελληνικά | ell-000 | διατομικός |
ελληνικά | ell-000 | διατομικώς χαλκικός |
ελληνικά | ell-000 | διατονική κλίμακα |
ελληνικά | ell-000 | διατονικός |
ελληνικά | ell-000 | διάτορος |
ελληνικά | ell-000 | διά του οποίου |
ελληνικά | ell-000 | δια του οποίου |
ελληνικά | ell-000 | διά τούτο |
ελληνικά | ell-000 | δια τούτο |
ελληνικά | ell-000 | διά τούτου |
ελληνικά | ell-000 | διατρανώνω |
ελληνικά | ell-000 | διατραπεζικό οικονομικό ινστιτούτο |
ελληνικά | ell-000 | διατρέφω |
ελληνικά | ell-000 | διατρέχω |
ελληνικά | ell-000 | διατρέχω ζητών |
ελληνικά | ell-000 | διατρέχω τον κίνδυνο |
ελληνικά | ell-000 | διάτρημα |
ελληνικά | ell-000 | διάτρηση |
ελληνικά | ell-000 | διάτρηση ταινίας |
ελληνικά | ell-000 | διάτρητη καρτέλλα |
ελληνικά | ell-000 | διάτρητη ταινία |
ελληνικά | ell-000 | διατρητικό μηχάνημα |
ελληνικά | ell-000 | διατρητικός |
ελληνικά | ell-000 | διάτρητος |
ελληνικά | ell-000 | διάτρητος οπτόλιθος |
ελληνικά | ell-000 | διάτρητο τύμπανο |
ελληνικά | ell-000 | διατριβή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διατριβή |
ελληνικά | ell-000 | διατριβή καυστική |
ελληνικά | ell-000 | διατρίβω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διατρίβω |
ελληνικά | ell-000 | διατροφή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διατροφή |
ελληνικά | ell-000 | διατροφη |
ελληνικά | ell-000 | διατροφή/θρέψη |
ελληνικά | ell-000 | διατροφη με βιολογικα προϊοντα |
ελληνικά | ell-000 | διατροφη με ξενο γαλα |
ελληνικά | ell-000 | διατροφή των ζώων |
ελληνικά | ell-000 | διατροφικές συνήθειες |
ελληνικά | ell-000 | διατροφικεσ διαταραχεσ |
ελληνικά | ell-000 | διατροφικεσ συνηθειεσ |
ελληνικά | ell-000 | διατροφικη αγωγη |
ελληνικά | ell-000 | διατροφική αλυσίδα |
ελληνικά | ell-000 | διατροφική διαταραχή |
ελληνικά | ell-000 | διατροφικη κατασταση |
ελληνικά | ell-000 | διατροφική συνήθεια |
ελληνικά | ell-000 | διατροφικός |
ελληνικά | ell-000 | διατρύπηση |
ελληνικά | ell-000 | διατρυπω |
ελληνικά | ell-000 | διατρυπώ |
ελληνικά | ell-000 | διατρυπών |
ελληνικά | ell-000 | διατρυπώ το κύτος |
ελληνικά | ell-000 | διάττοντας |
ελληνικά | ell-000 | διάττοντας αστέρας |
ελληνικά | ell-000 | διάττων αστήρ |
ελληνικά | ell-000 | διατυπώ |
ελληνικά | ell-000 | διατυπώ εκ νέου |
ελληνικά | ell-000 | διατυπώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | διατυπώνω |
ελληνικά | ell-000 | διατυπώνω εκ νέου |
ελληνικά | ell-000 | διατυπώνω εσφαλμενώς |
ελληνικά | ell-000 | διατυπώνω καθαρά |
ελληνικά | ell-000 | διατυπώσεις |
ελληνικά | ell-000 | διατύπωση |
ελληνικά | ell-000 | διαυγάζω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαυγάζω |
ελληνικά | ell-000 | διαύγαση |
ελληνικά | ell-000 | διαύγεια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαύγεια |
ελληνικά | ell-000 | διαύγεια αδιαπέραστος |
ελληνικά | ell-000 | διαύγεια αμυντική γραμμή |
ελληνικά | ell-000 | διαύγεια απαλλάσσομαι από |
ελληνικά | ell-000 | διαύγεια αυστηρός |
ελληνικά | ell-000 | διαύγεια έργα |
ελληνικά | ell-000 | διαύγεια κάστρο |
ελληνικά | ell-000 | διαύγεια πεπόνι |
ελληνικά | ell-000 | διαύγεια πνεύματος |
ελληνικά | ell-000 | διαυγής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαυγής |
ελληνικά | ell-000 | διαύγης |
ελληνικά | ell-000 | δίαυλος |
ελληνικά | ell-000 | δίαυλος ναυσιπλοϊας |
ελληνικά | ell-000 | δι’ αυτό |
ελληνικά | ell-000 | διαφαίνομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαφαινόμενος |
ελληνικά | ell-000 | Διάφανα Κρίνα |
ελληνικά | ell-000 | διαφάνεια |
ελληνικά | ell-000 | διαφάνεια Web |
ελληνικά | ell-000 | διαφάνεια κειμένου |
ελληνικά | ell-000 | διαφάνεια κοινής χρήσης |
ελληνικά | ell-000 | διαφάνεια λευκού πίνακα |
ελληνικά | ell-000 | διαφάνειας |
ελληνικά | ell-000 | διαφάνεια στιγμιοτύπων |
ελληνικά | ell-000 | διαφάνεια συνεργασίας |
ελληνικά | ell-000 | διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων |
ελληνικά | ell-000 | διαφάνεια ψηφοφορίας |
ελληνικά | ell-000 | διαφανές περίβλημα |
ελληνικά | ell-000 | διαφανές χρώμα |
ελληνικά | ell-000 | διαφανής |
ελληνικά | ell-000 | διαφανης |
ελληνικά | ell-000 | διάφανος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαφαυλίζω |
τσακώνικα | tsd-001 | διαφεντέγγου |
ελληνικά | ell-000 | διαφεντεύω |
ελληνικά | ell-000 | διαφέροντα |
ελληνικά | ell-000 | διαφερόντως |
ελληνικά | ell-000 | διαφέρω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαφέρω |
ελληνικά | ell-000 | διαφερώ |
ελληνικά | ell-000 | διαφέρων |
ελληνικά | ell-000 | διαφεύγουν |
ελληνικά | ell-000 | διαφευγω |
ελληνικά | ell-000 | διαφεύγω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαφεύγω |
ελληνικά | ell-000 | διαφεύγω την σύλληψη |
ελληνικά | ell-000 | διαφήμησ |
ελληνικά | ell-000 | διαφήμηση προσεχούς έκδοσης |
ελληνικά | ell-000 | διαφήμησις |
ελληνικά | ell-000 | διαφημίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιζόμενος |
ελληνικά | ell-000 | διαφημίζω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαφημίζω |
ελληνικά | ell-000 | διαφημίζω πολύ |
ελληνικά | ell-000 | διαφήμιση |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιση |
ελληνικά | ell-000 | διαφήμιση προϊόντος |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστής |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικά έντυπα |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικά έξοδα |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικά μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικα φυλλαδια |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικές δαπάνες |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστική αναθύμηση |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστική απήχηση |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστική αφίσα |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστική καμπάνια |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικό |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικό δίκτυο |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικό έντυπο |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικό κουμπί |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικό παράθυρο |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικό πλαίσιο |
ελληνικά | ell-000 | Διαφημιστικό πλαίσιο ειδήσεων |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικό πλαίσιο σελίδας |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικός |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικός πράκτορας |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικός τζίρος |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικός χώρος |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικό τμήμα |
ελληνικά | ell-000 | διαφημιστικό υλικό |
ελληνικά | ell-000 | διαφθαρτικός |
ελληνικά | ell-000 | διαφθείρομαι |
ελληνικά | ell-000 | διαφθείρω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαφθείρω |
ελληνικά | ell-000 | διαφθορά |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διαφθορά |
ελληνικά | ell-000 | διαφθορέας |
ελληνικά | ell-000 | διαφθορείρω |
ελληνικά | ell-000 | διαφθορεύς |
ελληνικά | ell-000 | διαφιλονικούμενος |
ελληνικά | ell-000 | διαφιλονικώ |
ελληνικά | ell-000 | Διάφορα |
ελληνικά | ell-000 | διάφορα |
ελληνικά | ell-000 | διαφορά |
ελληνικά | ell-000 | διαφορα |
ελληνικά | ell-000 | διαφορά δυναμικού |
ελληνικά | ell-000 | διάφορα είσοδα |