ελληνικά | ell-000 | διεκδίκηση |
ελληνικά | ell-000 | διεκδίκηση αποζημίωσης |
ελληνικά | ell-000 | διεκδικητής |
ελληνικά | ell-000 | διεκδικητικός |
ελληνικά | ell-000 | διεκδικητικοτητα |
ελληνικά | ell-000 | διεκδικώ |
ελληνικά | ell-000 | διεκδικώ άδικως |
ελληνικά | ell-000 | διεκδικώ αποζημίωση |
ελληνικά | ell-000 | διεκδικώ δικαστικώς |
ελληνικά | ell-000 | διεκδικών |
ελληνικά | ell-000 | διεκολύνω την χώνευση |
ελληνικά | ell-000 | διεκπεραιώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | διεκπεραιωνω |
ελληνικά | ell-000 | διεκπεραιώνω |
ελληνικά | ell-000 | διεκπεραίωση |
ελληνικά | ell-000 | διεκπεραιωτής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διεκπεράω |
ελληνικά | ell-000 | διεκτραγωδώ |
ελληνικά | ell-000 | διεκφεύγω |
ελληνικά | ell-000 | διέλευση |
ελληνικά | ell-000 | διέλευση μέσω τείχους προστασίας |
ελληνικά | ell-000 | διέλκυση |
ελληνικά | ell-000 | διελκυστίνδα |
ελληνικά | ell-000 | διέλυση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δίεμαι |
ελληνικά | ell-000 | διεμβολίζω |
ελληνικά | ell-000 | διεμπλέκω |
ελληνικά | ell-000 | διεμφυλικός |
ελληνικά | ell-000 | διενεκτικός |
ελληνικά | ell-000 | διένεξη |
ελληνικά | ell-000 | διένεξη μεταξύ εθνοτήτων |
ελληνικά | ell-000 | διένεξη συγχρονισμού |
ελληνικά | ell-000 | διένεξη συσκευών |
ελληνικά | ell-000 | διενέργεια |
ελληνικά | ell-000 | διενεργούμαι |
ελληνικά | ell-000 | διενεργώ |
ελληνικά | ell-000 | διενεργώ αυτοψία |
ελληνικά | ell-000 | διενεργώ νεκροψία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διενθυμέομαι |
ελληνικά | ell-000 | διεξάγει |
ελληνικά | ell-000 | διεξάγομαι |
ελληνικά | ell-000 | διεξάγω |
ελληνικά | ell-000 | διεξαγωγή |
ελληνικά | ell-000 | διεξαγωγή αποδείξεων |
ελληνικά | ell-000 | διεξαγωγή δίκης |
ελληνικά | ell-000 | διεξαγωγή πειράματος |
ελληνικά | ell-000 | διεξαγωγή συνεδρίασης |
ελληνικά | ell-000 | διεξαγωγή συνομιλιών |
ελληνικά | ell-000 | διεξάγων |
ελληνικά | ell-000 | διεξαχθείς |
ελληνικά | ell-000 | διεξέρχομαι |
ελληνικά | ell-000 | διεξήγαγον |
ελληνικά | ell-000 | διεξηγμένος |
ελληνικά | ell-000 | διεξοδικά |
ελληνικά | ell-000 | διεξοδικός |
ελληνικά | ell-000 | διεξοδικότης |
ελληνικά | ell-000 | διεξοδικότητα |
ελληνικά | ell-000 | διέξοδος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διέξοδος |
ελληνικά | ell-000 | διεπαγγελματική συμφωνία |
ελληνικά | ell-000 | διεπαφή |
ελληνικά | ell-000 | Διεπαφή Windows |
ελληνικά | ell-000 | διεπαφή δομοστοιχείου |
ελληνικά | ell-000 | Διεπαφή Εφαρμογής Προγραμμάτων |
ελληνικά | ell-000 | διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών |
ελληνικά | ell-000 | διεπαφή χρήστη |
ελληνικά | ell-000 | διεπαφικός |
ελληνικά | ell-000 | διεπιπεδικός |
ελληνικά | ell-000 | διεπιστημονική εκπαίδευση |
ελληνικά | ell-000 | διεπιστημονική έρευνα |
ελληνικά | ell-000 | διεπιστημονικη ερευνα |
ελληνικά | ell-000 | διεπιστημονική προσέγγιση |
ελληνικά | ell-000 | διεπιστημονικός |
ελληνικά | ell-000 | διεπιστημονικότητα |
ελληνικά | ell-000 | διεπιφάνεια |
ελληνικά | ell-000 | διεπιχειρησιακή συμφωνία |
ελληνικά | ell-000 | διεπιχειρησιακή συνεργασία |
ελληνικά | ell-000 | διέπομαι |
ελληνικά | ell-000 | διέπω |
ελληνικά | ell-000 | διεργασία |
ελληνικά | ell-000 | διεργασία διακομιστή |
ελληνικά | ell-000 | διεργαστηριακή σύγκριση |
ελληνικά | ell-000 | διεργετικός |
ελληνικά | ell-000 | διεργετικό τονωτικό |
ελληνικά | ell-000 | διερευνήσεις |
ελληνικά | ell-000 | διερεύνηση |
ελληνικά | ell-000 | Διερεύνηση σε |
ελληνικά | ell-000 | διερευνητική αποστολή |
ελληνικά | ell-000 | διερευνητικός |
ελληνικά | ell-000 | διερευνώ |
ελληνικά | ell-000 | διερευνώ συστηματικά |
ελληνικά | ell-000 | διερμηνέας |
ελληνικά | ell-000 | διερμηνεας |
ελληνικά | ell-000 | διερμηνεία |
ελληνικά | ell-000 | διερμηνεισ |
ελληνικά | ell-000 | διερμηνευμένος |
ελληνικά | ell-000 | διερμήνευση |
ελληνικά | ell-000 | διερμηνευτής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διερμηνευτής |
ελληνικά | ell-000 | διερμηνεύω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διερμηνεύω |
ελληνικά | ell-000 | διέρχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διέρχομαι |
ελληνικά | ell-000 | διερχόμενο αυτοκίνητο |
ελληνικά | ell-000 | διερχόμενο λεωφορείο |
ελληνικά | ell-000 | διερχόμενο περιπολικό |
ελληνικά | ell-000 | διερχομένος |
ελληνικά | ell-000 | διερχόμενος |
ελληνικά | ell-000 | διερχόμενος μετανάστης |
ελληνικά | ell-000 | διερχόμενο ταξί |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διερωτάω |
ελληνικά | ell-000 | διερωτώ |
ελληνικά | ell-000 | διερωτώμαι |
ελληνικά | ell-000 | δίεση |
ελληνικά | ell-000 | διεσπαρμένος |
ελληνικά | ell-000 | διεστραμένος |
ελληνικά | ell-000 | διεστραμμένος |
ελληνικά | ell-000 | διεστραμμένος άνθρωπος |
ελληνικά | ell-000 | διεστρεβλωτής |
ελληνικά | ell-000 | διεστρεμμένος |
ελληνικά | ell-000 | διέταξα |
ελληνικά | ell-000 | διετές φυτό |
ελληνικά | ell-000 | διετής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διετής |
ελληνικά | ell-000 | διετία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διετία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δι᾽ ἐτῶν |
ελληνικά | ell-000 | διευθαρμένος |
ελληνικά | ell-000 | διευθέτηση |
ελληνικά | ell-000 | διευθέτηση εκ νέου |
ελληνικά | ell-000 | διευθέτηση του χρόνου εργασίας |
ελληνικά | ell-000 | διευθέτηση των διαφορών |
ελληνικά | ell-000 | διευθετούμαι |
ελληνικά | ell-000 | διευθετώ |
ελληνικά | ell-000 | διευθετώ κατά σειράς |
ελληνικά | ell-000 | διευθετών |
ελληνικά | ell-000 | διευθετώ πάλι |
ελληνικά | ell-000 | διευθηντήριο |
ελληνικά | ell-000 | διευθύνομαι |
ελληνικά | ell-000 | διευθυνόμενη οικονομία |
ελληνικά | ell-000 | διευθυνόμενος |
ελληνικά | ell-000 | διευθυνόμενος προς εαυτόν |
ελληνικά | ell-000 | διευθύνοντες |
ελληνικά | ell-000 | διευθύνουσα |
ελληνικά | ell-000 | διευθυνση |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση Internet |
ελληνικά | ell-000 | Διεύθυνση IP |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση IP |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση IP κλάσης C |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση IP κλάσης Α |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση IP κλάσης Β |
ελληνικά | ell-000 | Διεύθυνση MAC |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση URL |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση Web |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση αλληλογραφίας |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση αποστολέα |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση αποστολής |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση αστυνομίας |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση βρόχου επιστροφής |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση Διαδικτύου |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση δικτύου συμπλέγματος |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση ΔΠ |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση εκπομπής |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση έμμεσων φόρων |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση επιστροφής |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση επιχείρησης |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση μνήμης |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση πλού |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση πτώσης |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση πύλης |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση στο Διαδίκτυο |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση σύμβασης |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση τιμολόγησης |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση υπολογιστή |
ελληνικά | ell-000 | διεύθυνση χρέωσης |
ελληνικά | ell-000 | διευθυνσιοδότηση |
ελληνικά | ell-000 | διευθυνσιοδότηση λογικών μπλοκ (LBA) |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντήριο |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής αγορών |
ελληνικά | ell-000 | Διευθυντής διαδικασίας πωλήσεων |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής επιχείρησης |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής ή πρύτανις πανεπιστημίου |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής θέατρου |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής κολέγιου |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής ορχήστρας |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής παραγωγής |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής σκηνής |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής στρατιωτικής αστυνομίας |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής σύνταξης |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής σχολείου |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής του ναυσταθμού |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντής τραπέζης |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντικός |
ελληνικά | ell-000 | διευθυντιλίκι |
ελληνικά | ell-000 | διευθύντρια |
ελληνικά | ell-000 | διευθύντρια ιδρύματος |
ελληνικά | ell-000 | διευθυνω |
ελληνικά | ell-000 | διευθύνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διευθύνω |
ελληνικά | ell-000 | διευθύνω εκ νέου |
ελληνικά | ell-000 | διευθύνω κακώς |
ελληνικά | ell-000 | διευθύνων |
ελληνικά | ell-000 | διευθύνων σύμβουλος |
ελληνικά | ell-000 | διευθύνω πάλιν |
ελληνικά | ell-000 | διευθύνω στρατηγικώς |
ελληνικά | ell-000 | διευκολυμένος |
ελληνικά | ell-000 | διευκολύνομαι |
ελληνικά | ell-000 | διευκόλυνση |
ελληνικά | ell-000 | διευκολυντικός |
ελληνικά | ell-000 | διευκολύνω |
ελληνικά | ell-000 | διευκολύνων |
ελληνικά | ell-000 | διευκρίνηση |
ελληνικά | ell-000 | διευκρινίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | διευκρινίζω |
ελληνικά | ell-000 | διευκρινιζω |
ελληνικά | ell-000 | διευκρινίζων |
ελληνικά | ell-000 | διευκρίνιση |
ελληνικά | ell-000 | διευκρινιστής |
ελληνικά | ell-000 | διευκρινιστικός |
ελληνικά | ell-000 | διευρυμένες οπές |
ελληνικά | ell-000 | διευρυμενεσ οικογενειεσ |
ελληνικά | ell-000 | διευρυμένος |
ελληνικά | ell-000 | διευρυμένος τόμος |
ελληνικά | ell-000 | διευρύνομαι |
ελληνικά | ell-000 | διευρυνόμενος |
ελληνικά | ell-000 | διευρυνση |
ελληνικά | ell-000 | διεύρυνση |
ελληνικά | ell-000 | διεύρυνση διεθνούς οργανισμού |
ελληνικά | ell-000 | διεύρυνση οπής |
ελληνικά | ell-000 | διεύρυνση της αγοράς |
ελληνικά | ell-000 | Διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
ελληνικά | ell-000 | διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
ελληνικά | ell-000 | διευρυνω |
ελληνικά | ell-000 | διευρύνω |
ελληνικά | ell-000 | διευρωπαϊκό δίκτυο |
ελληνικά | ell-000 | διεφάπτω |
ελληνικά | ell-000 | διεφθαρμένος |
ελληνικά | ell-000 | δίζυγο |
ελληνικά | ell-000 | διζωνικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διηγέομαι |
ελληνικά | ell-000 | διήγημα |
ελληνικά | ell-000 | διηγημα |
ελληνικά | ell-000 | διηγηματικός |
ελληνικά | ell-000 | διηγηματογράφος |
ελληνικά | ell-000 | διηγηματολόγος |
ελληνικά | ell-000 | διήγηση |
ελληνικά | ell-000 | διήγηση ιστοριών |
ελληνικά | ell-000 | διήγηση μύθων |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διήγησις |
ελληνικά | ell-000 | διηγητής |
ελληνικά | ell-000 | διηγιέμαι ακατάπαυστα |
τσακώνικα | tsd-001 | διηγικούμενε |
ελληνικά | ell-000 | διηγουμαι |
ελληνικά | ell-000 | διηγούμαι |
ελληνικά | ell-000 | διηγούμαι ακατάπαυστα |
ελληνικά | ell-000 | διηγούμαι ανιαρά |
ελληνικά | ell-000 | διηγούμαι κάτι απίθανο |
ελληνικά | ell-000 | διηγούμαι λεπτομερώς |
ελληνικά | ell-000 | διηγούμενος |
ελληνικά | ell-000 | διηθηθεί |
ελληνικά | ell-000 | διήθημα |
ελληνικά | ell-000 | διήθηση |
ελληνικά | ell-000 | διήθηση εικόνας |
ελληνικά | ell-000 | διηθητήριο |
ελληνικά | ell-000 | διηθητικό κύκλωμα |
ελληνικά | ell-000 | διηθητικός |
ελληνικά | ell-000 | διηθούμαι |
ελληνικά | ell-000 | διηθώ |
ελληνικά | ell-000 | διήκω |
ελληνικά | ell-000 | διήκων |
ελληνικά | ell-000 | διηλεκτρικές ιδιότητες |
ελληνικά | ell-000 | διηλεκτρική αντοχή |
ελληνικά | ell-000 | διηλεκτρική δοκιμή |
ελληνικά | ell-000 | διηλεκτρικό |
ελληνικά | ell-000 | διηλεκτρικό αέρα |
ελληνικά | ell-000 | διηλεκτρικός |
ελληνικά | ell-000 | διηλεκτρικός έλεγχος |
ελληνικά | ell-000 | διηλεκτρικός υλικό |
ελληνικά | ell-000 | διηλεκτρικό υγρό |
ελληνικά | ell-000 | διηλεκτρικό υλικό |
ελληνικά | ell-000 | διήμερος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δι᾽ ἡμερῶν |
ελληνικά | ell-000 | διηνεκές |
ελληνικά | ell-000 | Διηνέκης |
ελληνικά | ell-000 | διηνεκής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | διηνεκής |
ελληνικά | ell-000 | διηνεκής οφειλή |
ελληνικά | ell-000 | διηπειρωτικές μεταφορές |
ελληνικά | ell-000 | Διηπειρωτικό Κύπελλο |
ελληνικά | ell-000 | διηπειρωτικός |
ελληνικά | ell-000 | διηπειρωτικός πύραυλος |
ελληνικά | ell-000 | διήρης |