ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να αφαιρεθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να διακρίνει |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να δικασθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να δοκιμασθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να εγγραφεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να ελαττωθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να εμποδισθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να επιπλεύσει |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να ζουληθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να καταβιβασθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να κατασταλεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να κυματισθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να λεχθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να νικηθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να ξαναγεμισθή |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να οξειδωθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να παραχθή |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να πεισθή |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να περιορισθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να πηδαλιουχηθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να πλυθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να προβλεχθή |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να προληφθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να πωληθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να στραφεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να συγκολληθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να σφιχθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να τεντωθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να τερματισθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να υπνωτισθή |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να υψωθή |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να φορεθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να χορδισθεί |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να χρεωθή |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμενος να χρωματισθή |
ελληνικά | ell-000 | Δύναμη |
ελληνικά | ell-000 | δυναμη |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη αδράνειας |
ελληνικά | ell-000 | Δύναμη αντίδρασης |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη αντιστάσεως |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη αντίστασης |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη απασχόληση |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη αποτροπής |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη απώθησης |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη βάρκα |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη διάτμησης |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη διέγερσης |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη εκκίνησης |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη εμπορικός οίκος |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη ενεργοποίησης |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη επιχειρήματος |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη θέλησης |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη ισορρόπισης |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη καταδρομών |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη κοπής |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη κρούσης |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη μοχλού |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη όπλο αποτροπής |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη πνεύμονα |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη πρόωσης |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη πυρός |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη συνοχής |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη ταχείας αντίδρασης |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη του μοχλού |
ελληνικά | ell-000 | δύναμη τριβής |
ελληνικά | ell-000 | δύναμιζ |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικά |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική HTML (DHTML) |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική RAM (DRAM) |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική αποθήκευση |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική ενέργεια |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική ενημέρωση |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική κοινωνικών ομάδων |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική μετατόπιση |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική μνήμη τυχαίας προσπέλασης (DRAM) |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική μονάδα δίσκου |
ελληνικά | ell-000 | Δυναμική μπαλάντα |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική ομάδα διανομής |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική ομάδας |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική περιοχή |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική σελίδα |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική σύνδεση |
ελληνικά | ell-000 | δυναμική τάση |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικη τησ ομαδασ |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικό |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικό αποθήκευσης |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικό ενέργειας |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικό καταστροφής του όζοντος |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικό μικρόφωνο |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικό πεδίο δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικό πεδίο κειμένου |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικό πολώσεως |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυναμικός |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικός ηλεκτρισμός |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικός τόμος |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικότητα |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικό ύψος |
ελληνικά | ell-000 | δυναμικο φορτιο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δύναμις |
ελληνικά | ell-000 | δύναμις ίππων |
ελληνικά | ell-000 | δυναμισμός |
ελληνικά | ell-000 | δυναμίτης |
ελληνικά | ell-000 | δυναμίτιδα |
ελληνικά | ell-000 | δυναμιτίζω |
ελληνικά | ell-000 | δυναμιτιστής |
ελληνικά | ell-000 | δυναμό |
ελληνικά | ell-000 | δυναμοδότη |
ελληνικά | ell-000 | δυναμολόγιο |
ελληνικά | ell-000 | δυναμόμετρο |
ελληνικά | ell-000 | δυναμόμετρο απορροφητικότητας |
ελληνικά | ell-000 | δυναμοσύνολο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυναμόω |
ελληνικά | ell-000 | δυνάμωμα |
ελληνικά | ell-000 | δυναμώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | δυναμώνω |
ελληνικά | ell-000 | δυναμωτικό |
ελληνικά | ell-000 | δυναμωτικός |
ελληνικά | ell-000 | Δυναστεία |
ελληνικά | ell-000 | δυναστεία |
ελληνικά | ell-000 | Δυναστεία Δουκάδων |
ελληνικά | ell-000 | Δυναστεία Κομνηνών |
ελληνικά | ell-000 | Δυναστεία Μινγκ |
ελληνικά | ell-000 | Δυναστεία του Ιουστινιανού |
ελληνικά | ell-000 | Δυναστεία των Παλαιολόγων |
ελληνικά | ell-000 | δυναστευμένος |
ελληνικά | ell-000 | δυναστεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | δυνάστευση |
ελληνικά | ell-000 | δυναστεύω |
ελληνικά | ell-000 | δυνάστης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυνάστης |
ελληνικά | ell-000 | δυναστικός |
ελληνικά | ell-000 | δυνατά |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυνατέω |
ελληνικά | ell-000 | δυνατή βροχή |
ελληνικά | ell-000 | δυνατή κραυγή |
ελληνικά | ell-000 | δυνατή πίστη |
ελληνικά | ell-000 | δυνατή πνοή |
ελληνικά | ell-000 | δυνατή πνοή αέρα |
ελληνικά | ell-000 | δυνατή φωνή |
ελληνικά | ell-000 | δυνατό |
ελληνικά | ell-000 | δυνατό κτύπημα |
ελληνικά | ell-000 | δυνατον |
ελληνικά | ell-000 | δυνατόν |
ελληνικά | ell-000 | δυνατό ποτό |
ελληνικά | ell-000 | δυνατό ρεύμα επιστροφής |
ελληνικά | ell-000 | δυνατος |
ελληνικά | ell-000 | δυνατός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυνατός |
ελληνικά | ell-000 | δυνατός ήχος |
ελληνικά | ell-000 | δυνατός πόθος |
ελληνικά | ell-000 | δυνατό σπρώξιμο |
ελληνικά | ell-000 | δυνατότερος |
ελληνικά | ell-000 | δυνατότης |
ελληνικά | ell-000 | Δυνατότητα |
ελληνικά | ell-000 | δυνατότητα |
ελληνικά | ell-000 | δυνατότητα άσκησης δικαιώματος |
ελληνικά | ell-000 | δυνατότητα δημιουργίας διαγραμμάτων |
ελληνικά | ell-000 | δυνατότητα μετακίνησης |
ελληνικά | ell-000 | δυνατότητα μετατόπισης |
ελληνικά | ell-000 | δυνατότητα παραδοχής |
ελληνικά | ell-000 | δυνατότητα σύνδεσης |
ελληνικά | ell-000 | δυνατότητες |
ελληνικά | ell-000 | δυνατό φύσημα αέρα |
ελληνικά | ell-000 | δυνατό χτύπημα |
ελληνικά | ell-000 | δυνατώς |
ελληνικά | ell-000 | δύν. επιτάχ. |
ελληνικά | ell-000 | δυνή |
ελληνικά | ell-000 | δυνητικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δύνω |
ελληνικά | ell-000 | δυο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυο |
ελληνικά | ell-000 | δύο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δύο |
Ιωνική διάλεκτος | grc-003 | δύο |
ελληνικά | ell-000 | δύο ακριβώς |
ελληνικά | ell-000 | δύο άνδρες πιασμένοι χέρι χέρι |
ελληνικά | ell-000 | δυο βήματα |
ελληνικά | ell-000 | δύο γυναίκες πιασμένες χέρι χέρι |
ελληνικά | ell-000 | δυο-δυο |
ελληνικά | ell-000 | δύο και μισή |
ελληνικά | ell-000 | δύο καρδιές |
ελληνικά | ell-000 | δύο κρεβάτια |
ελληνικά | ell-000 | δυόμισι |
ελληνικά | ell-000 | δυο παίκτες μαζί |
ελληνικά | ell-000 | δυο σελίδες αντικρυστές |
ελληνικά | ell-000 | δυόσμος |
ελληνικά | ell-000 | δυο τρεις |
τσακώνικα | tsd-001 | δύου |
τσακώνικα | tsd-001 | δύου ή δυ΄ |
ελληνικά | ell-000 | δυο φορές |
ελληνικά | ell-000 | δυό φορές |
ελληνικά | ell-000 | δυο φορές περισσότερο |
ελληνικά | ell-000 | δυο χιλιάδες |
ελληνικά | ell-000 | δύο χιλιάδες |
ελληνικά | ell-000 | δυπλός |
ελληνικά | ell-000 | δυπλότυπος |
ελληνικά | ell-000 | Δυρράχιο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Δυρράχιον |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυσ- |
ελληνικά | ell-000 | δυσάγωγος |
ελληνικά | ell-000 | δυσανάβατος |
ελληνικά | ell-000 | δυσανάγνοστος |
ελληνικά | ell-000 | δυσανάγνωστο |
ελληνικά | ell-000 | δυσανάγνωστος |
ελληνικά | ell-000 | δυσανάλογα |
ελληνικά | ell-000 | δυσαναλογία |
ελληνικά | ell-000 | δυσανάλογος |
ελληνικά | ell-000 | δυσανασχέτιση |
ελληνικά | ell-000 | δυσανασχετώ |
ελληνικά | ell-000 | δυσανεκτικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυσάπιστος |
ελληνικά | ell-000 | δυσαρέσκεια |
ελληνικά | ell-000 | δυσάρεστα |
ελληνικά | ell-000 | δυσάρεστα νοτερός |
ελληνικά | ell-000 | δυσάρεστες |
ελληνικά | ell-000 | δυσαρεστημένος |
ελληνικά | ell-000 | δυσαρέστηση |
ελληνικά | ell-000 | δυσάρεστο |
ελληνικά | ell-000 | δυσάρεστος |
ελληνικά | ell-000 | δυσαρεστος |
ελληνικά | ell-000 | δυσάρεστος επίθεση |
ελληνικά | ell-000 | δυσαρεστούμαι |
ελληνικά | ell-000 | δυσαρεστώ |
ελληνικά | ell-000 | δυσαρμονία |
ελληνικά | ell-000 | δυσβάστακτος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυσβάστακτος |
ελληνικά | ell-000 | δυσβάσταχτα |
ελληνικά | ell-000 | δυσβάσταχτος |
τσακώνικα | tsd-001 | δύσβατε |
ελληνικά | ell-000 | δύσβατος |
ελληνικά | ell-000 | δυσγονική επιστήμη |
ελληνικά | ell-000 | δυσδιάκριτο |
ελληνικά | ell-000 | δυσδιάκριτος |
ελληνικά | ell-000 | δυσδιάλυτο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυσείδεια |
ελληνικά | ell-000 | δυσειδής |
ελληνικά | ell-000 | δυσεντερία |
ελληνικά | ell-000 | δυσεντερικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυσεντέριον |
ελληνικά | ell-000 | δυσεπίλυτος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυσέρημος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυσερμήνευτος |
ελληνικά | ell-000 | δυσεύρετος |
ελληνικά | ell-000 | δυσεύρετος άνθρωπος |
ελληνικά | ell-000 | δυσευχαρίστητος |
ελληνικά | ell-000 | Δύση |
ελληνικά | ell-000 | δυση |
ελληνικά | ell-000 | δύση |
τσακώνικα | tsd-001 | δύση |
ελληνικά | ell-000 | δύση άκρη |
ελληνικά | ell-000 | δύση ήλιου |
ελληνικά | ell-000 | δύση ηλίου |
ελληνικά | ell-000 | δυσήκοος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυσημερία |
ελληνικά | ell-000 | δυσήνιος |
ελληνικά | ell-000 | δυσθυμία |
ελληνικά | ell-000 | δυσθυμικός |
ελληνικά | ell-000 | δύσθυμος |
ελληνικά | ell-000 | δυσίατος |
ελληνικά | ell-000 | δύσις |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δύσις |
ελληνικά | ell-000 | δύσκαμπτος |
ελληνικά | ell-000 | δυσκαμψία |
ελληνικά | ell-000 | δυσκαταποσία |
ελληνικά | ell-000 | δυσκατέργαστος |
ελληνικά | ell-000 | δυσκινησία |
ελληνικά | ell-000 | δυσκίνητη αγορά |
ελληνικά | ell-000 | δυσκίνητος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | δυσκίνητος |
ελληνικά | ell-000 | δυσκοίλιος |
ελληνικά | ell-000 | δυσκοιλιότης |
ελληνικά | ell-000 | δυσκοιλιοτητα |
ελληνικά | ell-000 | δυσκοιλιότητα |
ελληνικά | ell-000 | δύσκολα |
τσακώνικα | tsd-001 | δύσκολε |
τσακώνικα | tsd-001 | δυσκολέγγου |
ελληνικά | ell-000 | δύσκολες συνθήκες |
ελληνικά | ell-000 | δυσκολεύομαι |
ελληνικά | ell-000 | δυσκολεύω |
ελληνικά | ell-000 | δύσκολη θέση |
ελληνικά | ell-000 | δύσκολη περίσταση |
ελληνικά | ell-000 | δυσκολία |
τσακώνικα | tsd-001 | δυσκολία |
ελληνικά | ell-000 | δυσκολιά |
ελληνικά | ell-000 | δυσκολια |
ελληνικά | ell-000 | δυσκολία ανάγνωσης |
ελληνικά | ell-000 | δυσκολογιάτρευτος |
ελληνικά | ell-000 | δυσκολοθυμητές λέξεις |
ελληνικά | ell-000 | δυσκολοκατόρθωτο |
ελληνικά | ell-000 | δυσκολομεταχείριστος |
ελληνικά | ell-000 | δυσκολοπούλητος |
ελληνικά | ell-000 | δύσκολο πρόβλημα |