ελληνικά | ell-000 | επιτιθέμενος |
ελληνικά | ell-000 | επιτιθεμένος |
ελληνικά | ell-000 | επιτιθεμένος υπουλώς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιτίθημι |
ελληνικά | ell-000 | επιτίθομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιτιμάω |
ελληνικά | ell-000 | επιτίμηση |
ελληνικά | ell-000 | επιτιμητής |
ελληνικά | ell-000 | επιτιμητικά |
ελληνικά | ell-000 | επιτιμητικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιτιμία |
ελληνικά | ell-000 | επιτίμιο |
ελληνικά | ell-000 | επίτιμος |
ελληνικά | ell-000 | επίτιμος γραμματέας |
ελληνικά | ell-000 | επίτιμος καθηγητής |
ελληνικά | ell-000 | επίτιμος τίτλος αξιωματικού |
ελληνικά | ell-000 | επιτιμώ |
ελληνικά | ell-000 | επιτιμώ δριμύτατα |
ελληνικά | ell-000 | επί τίνος |
ελληνικά | ell-000 | επίτμηση |
ελληνικά | ell-000 | επί τοις εκατό |
ελληνικά | ell-000 | επίτοιχος |
ελληνικά | ell-000 | επιτόκια |
ελληνικά | ell-000 | επιτόκιο |
ελληνικά | ell-000 | επίτοκος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιτολμάω |
ελληνικά | ell-000 | επιτομή |
ελληνικά | ell-000 | επίτομος |
ελληνικά | ell-000 | επιτονισμός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίτονος |
ελληνικά | ell-000 | επιτόπια |
ελληνικά | ell-000 | επιτόπια έρευνα |
ελληνικά | ell-000 | επιτόπιος |
ελληνικά | ell-000 | επί τόπου |
ελληνικά | ell-000 | επι τόπου |
ελληνικά | ell-000 | επί τόπου/επιτόπιος |
ελληνικά | ell-000 | επί του αεροπλάνου |
ελληνικά | ell-000 | επί του οποίου |
ελληνικά | ell-000 | επί του παρόντος |
ελληνικά | ell-000 | επι του παρόντος |
ελληνικά | ell-000 | επί του πλοίου |
ελληνικά | ell-000 | επί του προκειμένου |
ελληνικά | ell-000 | επί τούτου |
ελληνικά | ell-000 | επί τούτω |
ελληνικά | ell-000 | επιτραπέζια αντισφαίριση |
ελληνικά | ell-000 | επιτραπέζια θερμάστρα |
ελληνικά | ell-000 | επιτραπέζια σκεύη |
ελληνικά | ell-000 | επιτραπέζιο αλάτι |
ελληνικά | ell-000 | επιτραπέζιο παιχνίδι |
ελληνικά | ell-000 | επιτραπέζιο ποδόσφαιρο |
ελληνικά | ell-000 | επιτραπέζιος |
ελληνικά | ell-000 | επιτραπέζιος οίνος |
ελληνικά | ell-000 | επιτραπέζιος υπολογιστής |
ελληνικά | ell-000 | επιτραπέζιο σκεύος |
ελληνικά | ell-000 | επιτραπέζιο σύνολο |
ελληνικά | ell-000 | επιτραχήλιο |
ελληνικά | ell-000 | επιτρέπεται |
ελληνικά | ell-000 | επιτρέπεται να |
ελληνικά | ell-000 | επιτρέπομαι |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπόμενα αλιεύματα |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπόμενη καταπόνηση |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπόμενη παροχή |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπόμενο όριο |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπόμενο πέρασμα |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπομενος |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπόμενος |
ελληνικά | ell-000 | επιτρέποντας |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπτές μεταβολές |
ελληνικά | ell-000 | επίτρεπτη τάσηι |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπτή τιμή |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπτικός |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπτό |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπτό όριο έκθεσης |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπτό ρεύμα |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπτός |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπτώς |
ελληνικά | ell-000 | επιτρέπω |
ελληνικά | ell-000 | επιτρεπω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιτρέπω |
ελληνικά | ell-000 | επιτρέπω απρόθυμα |
ελληνικά | ell-000 | επιτρέπω είσοδο |
ελληνικά | ell-000 | επιτρέπω εκ νέου |
ελληνικά | ell-000 | επιτρέπων |
ελληνικά | ell-000 | επιτρέπω την είσοδο |
ελληνικά | ell-000 | επιτρέπω την είσοδον |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιτρίβω |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπεία |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιτροπή |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπή ad hoc |
ελληνικά | ell-000 | Επιτροπή Αναπτυξιακής Βοήθειας |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπή απασχόλησης (ΕE) |
ελληνικά | ell-000 | Επιτροπή για τη Μετανάστευση και το Άσυλο |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπή (ΕΕ) |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπή επιλογής |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπή επιστημονικής και τεχνικής έρευνας |
ελληνικά | ell-000 | Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπή πολιτών |
ελληνικά | ell-000 | Επιτροπή του άρθρου 36 |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπή του ΟΗΕ |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
ελληνικά | ell-000 | Επιτροπή των Περιφερειών |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπή των πρέσβεων ΑΚΕ-ΕE |
ελληνικά | ell-000 | Επιτροπή χαρακτηρισμού ψυχαγωγικού λογισμικού (ESRB) |
τσακώνικα | tsd-001 | επίτροπο |
ελληνικά | ell-000 | επίτροποι ναού |
ελληνικά | ell-000 | επιτροπολογία |
ελληνικά | ell-000 | επίτροπος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίτροπος |
ελληνικά | ell-000 | επίτροπος διοίκησης |
ελληνικά | ell-000 | επίτροπος ναού |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιτροχάδην |
ελληνικά | ell-000 | επιτροχοειδής |
ελληνικά | ell-000 | επιτυγχάνω |
ελληνικά | ell-000 | επιτυγχανω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιτυγχάνω |
ελληνικά | ell-000 | επιτυγχάνων |
ελληνικά | ell-000 | επιτυγχάνων τέρμα |
ελληνικά | ell-000 | επιτύμβια επιγραφή |
ελληνικά | ell-000 | επιτύμβια πλάκα |
ελληνικά | ell-000 | επιτύμβια στήλη |
ελληνικά | ell-000 | επιτύμβιο |
ελληνικά | ell-000 | επιτύμβιο επίγραμμα |
ελληνικά | ell-000 | επιτύμβιος |
ελληνικά | ell-000 | επιτύμβιος λίθος |
ελληνικά | ell-000 | επιτυμπάνια κοιλότητα |
τσακώνικα | tsd-001 | επιτυχαίνου |
ελληνικά | ell-000 | επιτυχαίνω |
ελληνικά | ell-000 | επιτυχέστερος |
ελληνικά | ell-000 | επιτυχημένος |
ελληνικά | ell-000 | επιτυχής |
ελληνικά | ell-000 | επιτυχής κερδοσκοπία |
ελληνικά | ell-000 | επιτυχία |
ελληνικά | ell-000 | επιτυχια |
ελληνικά | ell-000 | επιτυχία αφηγητής |
ελληνικά | ell-000 | επιτυχία ''ж'' |
ελληνικά | ell-000 | επιτύχω |
ελληνικά | ell-000 | επιτυχών |
ελληνικά | ell-000 | επιτυχώς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπὶ τῶν δωμάτων |
ελληνικά | ell-000 | επί των ωμών |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιφαίνομαι |
ελληνικά | ell-000 | επιφαινόμενο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιφαίνω |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | επιφάνεια |
ελληνικά | ell-000 | επιφανεια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιφάνεια |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια αποβλίττου |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια δρόμου |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια έδρασης |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια εκμετάλλευσης |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια εργασίας |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια ζωγραφικής |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια θάλασσας |
ελληνικά | ell-000 | επιφανειακά λαμπερός |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια κατεργασίας |
ελληνικά | ell-000 | επιφανειακά ύδατα |
ελληνικά | ell-000 | επιφανειακή απορροή |
ελληνικά | ell-000 | επιφανειακή εξόρυξη |
ελληνικά | ell-000 | επιφανειακή λείανση |
ελληνικά | ell-000 | επιφανειακή ρωγμή |
ελληνικά | ell-000 | επιφανειακή σκλήρυνση |
ελληνικά | ell-000 | επιφανειακή τάση |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια κοπής |
ελληνικά | ell-000 | επιφανειακός |
ελληνικά | ell-000 | επιφανειακό φαινόμενο |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια μέτρησης |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια ποδιού |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια πτερύγιου έλικα |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια στήριξης |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια της γης |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια της θάλασσας |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια υπογείων |
ελληνικά | ell-000 | επιφάνεια ψύξης |
ελληνικά | ell-000 | επιφανειοδραστικό/τασιενεργό |
ελληνικά | ell-000 | Επιφανής |
ελληνικά | ell-000 | επιφανής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιφανής |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Ἐπιφανής |
ελληνικά | ell-000 | επίφαση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιφαύσκω |
ελληνικά | ell-000 | επιφέρω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιφέρω |
ελληνικά | ell-000 | επιφέρω αλλαγές |
ελληνικά | ell-000 | επιφέρω διορθώσεις |
ελληνικά | ell-000 | επιφέρω ζύμωση |
ελληνικά | ell-000 | επιφηλακτικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίφθεγμα |
ελληνικά | ell-000 | επίφοβος |
ελληνικά | ell-000 | επιφοίτηση |
ελληνικά | ell-000 | επιφορτίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | επιφορτίζω |
ελληνικά | ell-000 | επιφορτισμένος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιφράζομαι |
ελληνικά | ell-000 | επιφυλακή |
ελληνικά | ell-000 | επιφυλακτικά |
ελληνικά | ell-000 | επιφυλακτικός |
ελληνικά | ell-000 | επιφυλακτικότης |
ελληνικά | ell-000 | επιφυλακτικότητα |
ελληνικά | ell-000 | επιφυλακτικώς |
ελληνικά | ell-000 | επιφύλαξη |
ελληνικά | ell-000 | επιφυλάσσω |
ελληνικά | ell-000 | επιφυλάττω |
ελληνικά | ell-000 | επιφυλλίδα |
ελληνικά | ell-000 | επίφυση |
ελληνικά | ell-000 | επιφυσικός |
ελληνικά | ell-000 | επίφυτο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιφωνέω |
ελληνικά | ell-000 | επιφώνημα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιφώνημα |
ελληνικά | ell-000 | επιφωνηματικός |
ελληνικά | ell-000 | επιφώνηση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιφώσκω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιχαιρεκακία |
ελληνικά | ell-000 | επιχαιρώ |
ελληνικά | ell-000 | επιχαλικώνω |
ελληνικά | ell-000 | επίχαλκω |
ελληνικά | ell-000 | επιχαλκώνω |
ελληνικά | ell-000 | επιχάλκωση |
ελληνικά | ell-000 | επιχαλυβδωμένος |
ελληνικά | ell-000 | επιχαλύβδωση |
ελληνικά | ell-000 | επιχαλυβδωτικός |
ελληνικά | ell-000 | Επίχαρμος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπίχαρτος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιχειρέω |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρημα |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρημα |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματίας |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματίας μεγάλος |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματίη |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματική διαδικασία |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματική θέση |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματική κουλτούρα |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματική μονάδα |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματική στέγη |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματικό δαιμόνιο |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματικό κεφάλαιο κινδύνου |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματικό πνεύμα |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματικός |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματικός κύκλος |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματικός μεγιστάνας |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματικός οργανισμός/οργανισμός εκμετάλλευσης |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματικός τουρισμός |
ελληνικά | ell-000 | Επιχειρηματικό σχέδιο |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματικό σχέδιο |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματικότητα |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματολογία |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματολογικός |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηματολογώ |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρήσεις |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρήσεις βαφής |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρήσεων |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρηση |
ελληνικά | ell-000 | Επιχείρηση Conet |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση ακινήτων |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση δημόσιας ωφέλειας |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση ένταξης στην αγορά εργασίας |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση ηλεκτρισμού |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση θεάματος |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση κοινής ωφελείας |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση κοινού συμφέροντος |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση μεταφορών |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση μη φιλική για το περιβάλλον |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση μίσθωσης |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση μίσθωσης εργατικού δυναμικού |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση παροχής υπηρεσιών |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση προς επιχείρηση (B2Β) |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση προς καταναλωτές (B2C) |
ελληνικά | ell-000 | Επιχείρηση Ράινχαρντ |
ελληνικά | ell-000 | επιχείρηση Τύπου |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρησιακή δαπάνη |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρησιακή δαπάνη (ΕE) |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρησιακή εκπαίδευση |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρησιακή μελέτη |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρησιακό πρόγραμμα |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρησιακός |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρησιακός προϋπολογισμός ΕΚΑΧ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιχειροτονία |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρούμαι |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρούμενος |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρω |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρώ |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρών |
ελληνικά | ell-000 | επιχειρώ πάλιν |
ελληνικά | ell-000 | επιχέω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιχέω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἐπιχορηγέω |
ελληνικά | ell-000 | επιχορήγημα |
ελληνικά | ell-000 | επιχορήγηση |
ελληνικά | ell-000 | επιχορήγηση/επιδότηση/επίδομα |
ελληνικά | ell-000 | επιχορήγηση εφευρετού |