ελληνικά | ell-000 | πληροφορημένος |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορηση |
ελληνικά | ell-000 | πληροφόρηση |
ελληνικά | ell-000 | πληροφόρηση του καταναλωτή |
ελληνικά | ell-000 | πληροφόρηση των εργαζομένων |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορητής |
ελληνικά | ell-000 | Πληροφορία |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πληροφορία |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορία βασικού επιπέδου |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορίαίες |
ελληνικά | ell-000 | πληροφοριακά |
ελληνικά | ell-000 | πληροφοριακή ειδοποίηση |
ελληνικά | ell-000 | πληροφοριακή υποδομή |
ελληνικά | ell-000 | πληροφοριακός |
ελληνικά | ell-000 | πληροφοριακό σύστημα |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορία/πληροφόρηση/στοιχεία/ενημέρωση |
ελληνικά | ell-000 | Πληροφορίες |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορίες |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορίες f |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορίες για τις χώρες καταγωγής |
ελληνικά | ell-000 | Πληροφορίες για τον Microsoft Office Communicator |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορίες για το προϊόν |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορίες διάσκεψης |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορίες επιχείρησης |
ελληνικά | ell-000 | Πληροφορίες εταιρείας |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορίες εταιρείας |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορίες λογαριασμού |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορίες παραμέτρων δίσκου |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορίες πολυμέσων |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορική |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορική της τεκμηρίωσης |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορικός |
ελληνικά | ell-000 | πληροφοριοδότης |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορούμαι |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορούμενος |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορω |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορώ |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορώ ενάντια |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορώ ιδιαιτερώς |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορώ κακώς |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορών ιδιαιτερώς |
ελληνικά | ell-000 | πληροφορώντας |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πληρόω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πληρόω τὴν καρδίαν |
ελληνικά | ell-000 | πληρώ |
ελληνικά | ell-000 | πληρώ αέρος |
ελληνικά | ell-000 | πλήρωμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλήρωμα |
ελληνικά | ell-000 | πλήρωμα αεροσκάφους |
ελληνικά | ell-000 | πλήρωμα έδαφους |
ελληνικά | ell-000 | πλήρωμα εδάφους |
ελληνικά | ell-000 | πληρωμένο εφάπαξ |
ελληνικά | ell-000 | πληρωμένος |
ελληνικά | ell-000 | πληρωμή |
ελληνικά | ell-000 | πληρωμη |
ελληνικά | ell-000 | πληρωμή αβίαστος |
ελληνικά | ell-000 | πληρωμή ασθένειας |
ελληνικά | ell-000 | πληρωμή εντός της ΕΕ |
ελληνικά | ell-000 | πληρωμή εξόδων |
ελληνικά | ell-000 | πληρωμηήμε δόσεις |
ελληνικά | ell-000 | πληρωμή με δόσεις |
ελληνικά | ell-000 | πληρωμή στην παράδοση |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | πληρωνω |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνω |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνω ανεπαρκώς |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνω για |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνω και έχω στην υπηρεσία μου εξαγορασμένους πολιτικούς κλπ |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνω με δόσεις |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνω με τον μήνα |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνω με χρεωλυσία |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνων |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνων φόρους |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνω οπίσω |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνω πάλι |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνω πάρα πολύ |
ελληνικά | ell-000 | πληρώνω προκαταβολικά |
ελληνικά | ell-000 | πλήρως |
ελληνικά | ell-000 | πλήρως προσδιορισμένο όνομα τομέα |
ελληνικά | ell-000 | πλήρωση |
ελληνικά | ell-000 | πληρωτέα |
ελληνικά | ell-000 | πληρωτέα γραμμάτια |
ελληνικά | ell-000 | πληρωτέος |
ελληνικά | ell-000 | πληρωτής |
ελληνικά | ell-000 | πληρωτλής |
ελληνικά | ell-000 | πλησιάζω |
ελληνικά | ell-000 | πλησιαζω |
ελληνικά | ell-000 | πλησιάζω και αποτείνομαι |
ελληνικά | ell-000 | πλησιάζων |
ελληνικά | ell-000 | πλησιάζω προσεκτικώς |
ελληνικά | ell-000 | πλησιέστατος |
ελληνικά | ell-000 | πλησιέστερος |
ελληνικά | ell-000 | πλησιέστερος συγγενής |
ελληνικά | ell-000 | πλησίον |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλησίον |
ελληνικά | ell-000 | πλησιον |
ελληνικά | ell-000 | πλησμονή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλησμονή |
ελληνικά | ell-000 | πλήσσω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλήσσω |
ελληνικά | ell-000 | πλήττομαι |
ελληνικά | ell-000 | πλήττω |
ελληνικά | ell-000 | πληττω |
ελληνικά | ell-000 | πλήττω θανάσιμα |
ελληνικά | ell-000 | πληυή |
ελληνικά | ell-000 | πλιάτσικα |
ελληνικά | ell-000 | πλιάτσικο |
ελληνικά | ell-000 | πλιατσικολόγος |
ελληνικά | ell-000 | πλιατσικολογώ |
ελληνικά | ell-000 | πλιγούρι |
ελληνικά | ell-000 | πλιγούρι βρώμης |
ελληνικά | ell-000 | πλίθα |
ελληνικά | ell-000 | πλιθάρι |
ελληνικά | ell-000 | πλιθί |
ελληνικά | ell-000 | πλίθινος |
ελληνικά | ell-000 | πλίθινο σπίτι |
ελληνικά | ell-000 | πλίθος |
ελληνικά | ell-000 | πλιθόχτιστος |
ελληνικά | ell-000 | πλίθρα |
ελληνικά | ell-000 | Πλίμουθ |
ελληνικά | ell-000 | πλινθοδομή |
ελληνικά | ell-000 | πλινθοδομώ |
ελληνικά | ell-000 | πλινθοκτίστης |
ελληνικά | ell-000 | πλινθοποιείο |
ελληνικά | ell-000 | πλινθοπολείο |
ελληνικά | ell-000 | πλίνθος |
ελληνικά | ell-000 | πλίνθωμα |
ελληνικά | ell-000 | Πλίνιος ο Πρεσβύτερος |
ελληνικά | ell-000 | πλισάρω |
ελληνικά | ell-000 | πλισάρω ξανά |
ελληνικά | ell-000 | πλισάρω ξανά φούστα κλπ |
ελληνικά | ell-000 | πλισές |
ελληνικά | ell-000 | πλισσάρω |
ελληνικά | ell-000 | πλισσές |
ελληνικά | ell-000 | πλιτογραφώ |
ελληνικά | ell-000 | Πλοέστι |
ελληνικά | ell-000 | πλοήγηση |
ελληνικά | ell-000 | πλοήγηση/χειρισμός αεροσκάφους |
ελληνικά | ell-000 | πλοηγία |
ελληνικά | ell-000 | πλοηγικά δικαιώματα |
ελληνικά | ell-000 | πλοηγός |
ελληνικά | ell-000 | πλοηγός, πιλότος |
ελληνικά | ell-000 | πλοηγώ |
ελληνικά | ell-000 | πλοίo |
ελληνικά | ell-000 | πλοία |
ελληνικά | ell-000 | πλοιάριο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλοιάριον |
ελληνικά | ell-000 | πλοίαρο |
ελληνικά | ell-000 | πλοιαρχία |
ελληνικά | ell-000 | πλοίαρχος |
ελληνικά | ell-000 | πλοίαρχος εμπορικού πλοίου |
ελληνικά | ell-000 | πλόιμος |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο |
ελληνικά | ell-000 | πλοιο |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο αλιευτικό |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο για φορτηγίδες |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο γραμμής |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο διαπόρθμευσης |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο επιφανείας |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο κητοειδές |
ελληνικά | ell-000 | πλοιοκτησία |
ελληνικά | ell-000 | πλοιοκτήτης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλοίον |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλοῖον |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο συνοδείας |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο τακτικής συγκοινωνίας |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο της γραμμής |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο φαλαινοθηρίας |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο φάντασμα |
ελληνικά | ell-000 | πλοίο φορτηγό |
ελληνικά | ell-000 | πλοκάμι |
ελληνικά | ell-000 | πλόκαμος |
ελληνικά | ell-000 | πλοκή |
ελληνικά | ell-000 | πλοκής |
ελληνικά | ell-000 | Πλοπένι |
ελληνικά | ell-000 | πλοτή γέφυρα |
ελληνικά | ell-000 | πλουμίζω |
ελληνικά | ell-000 | πλουμιστός |
ελληνικά | ell-000 | πλουραλισμός |
ελληνικά | ell-000 | πλουραλιστική δημοκρατία |
ελληνικά | ell-000 | πλουραλιστικός |
ελληνικά | ell-000 | πλους |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλοῦς |
ελληνικά | ell-000 | πλούσια |
ελληνικά | ell-000 | πλούσια βλάστηση |
ελληνικά | ell-000 | πλούσια τοποθεσία |
ελληνικά | ell-000 | πλούσια φλέβα χρυσού |
τσακώνικα | tsd-001 | πλούσιε |
ελληνικά | ell-000 | πλουσιόδωρος |
ελληνικά | ell-000 | πλούσιο μετάλλιο |
ελληνικά | ell-000 | πλουσιοπάροχος |
ελληνικά | ell-000 | πλουσιοπαροχος |
ελληνικά | ell-000 | πλουσιοπέδο |
ελληνικά | ell-000 | πλουσιος |
ελληνικά | ell-000 | πλούσιος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλούσιος |
ελληνικά | ell-000 | πλουσιότερος |
ελληνικά | ell-000 | πλουσιότης |
ελληνικά | ell-000 | πλουσιότητα |
ελληνικά | ell-000 | πλουσίως |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλουσίως |
ελληνικά | ell-000 | πλουσιώτατος |
ελληνικά | ell-000 | πλουταίνω |
ελληνικά | ell-000 | Πλούταρχος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Πλούταρχος |
τσακώνικα | tsd-001 | πλουτέγγου |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλουτέω |
ελληνικά | ell-000 | πλούτη |
ελληνικά | ell-000 | πλουτίζω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλουτίζω |
ελληνικά | ell-000 | πλουτισμός |
ελληνικά | ell-000 | πλουτοκράτης |
ελληνικά | ell-000 | πλουτοκρατία |
ελληνικά | ell-000 | πλουτοκρατικός |
ελληνικά | ell-000 | Πλούτος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Πλοῦτος |
ελληνικά | ell-000 | πλουτος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλουτος |
ελληνικά | ell-000 | πλούτος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλοῦτος |
ελληνικά | ell-000 | Πλούτων |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | Πλούτων |
ελληνικά | ell-000 | Πλούτωνας |
ελληνικά | ell-000 | πλουτωνιο |
ελληνικά | ell-000 | πλουτώνιο |
ελληνικά | ell-000 | Πλούτωνος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλυ |
ελληνικά | ell-000 | πλύμα |
ελληνικά | ell-000 | πλυμένος |
ελληνικά | ell-000 | πλυμμύρα |
ελληνικά | ell-000 | πλύνομαι |
ελληνικά | ell-000 | πλυντήριο |
ελληνικά | ell-000 | πλυντήριο αυτοεξυπηρέτησης |
ελληνικά | ell-000 | πλυντήριο αυτοκινήτων |
ελληνικά | ell-000 | πλυντήριο πιάτων |
ελληνικά | ell-000 | πλυντήριο ρούχων |
ελληνικά | ell-000 | πλύντης |
ελληνικά | ell-000 | πλυντική μηχανή |
ελληνικά | ell-000 | πλύντρια |
ελληνικά | ell-000 | πλύνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πλύνω |
ελληνικά | ell-000 | πλύνω και σιδηρώνω |
ελληνικά | ell-000 | πλύση |
ελληνικά | ell-000 | πλύση εγκέφαλου |
ελληνικά | ell-000 | πλύση εγκεφάλου |
ελληνικά | ell-000 | πλύση μέσω ραντίσματος |
ελληνικά | ell-000 | πλύσιμο |
ελληνικά | ell-000 | πλύσιμο στο χέρι |
ελληνικά | ell-000 | πλυσταριό |
ελληνικά | ell-000 | πλύστρα |
ελληνικά | ell-000 | πλώιμος |
ελληνικά | ell-000 | πλωϊμότης |
ελληνικά | ell-000 | πλωϊμότητα |
ελληνικά | ell-000 | πλώρα |
ελληνικά | ell-000 | πλώρα, πρώρα |
ελληνικά | ell-000 | πλώρη |
ελληνικά | ell-000 | πλωτά |
ελληνικά | ell-000 | πλωτάρχης |
ελληνικά | ell-000 | πλωτή άγκυρα |
ελληνικά | ell-000 | πλωτή γέφυρα |
ελληνικά | ell-000 | πλωτή δεξαμενή |
ελληνικά | ell-000 | πλωτή οδός |
ελληνικά | ell-000 | πλωτή οδός/υδατόρρευμα/υδαταγωγός/διάρρους |
ελληνικά | ell-000 | πλωτήρας |
ελληνικά | ell-000 | πλωτήρας ένδειξης |
ελληνικά | ell-000 | πλωτή φυλακή |
ελληνικά | ell-000 | πλωτινικός |
ελληνικά | ell-000 | Πλωτίνος |
ελληνικά | ell-000 | πλωτό δίκτυο |
ελληνικά | ell-000 | πλωτό μέρος |
ελληνικά | ell-000 | πλωτός |
ελληνικά | ell-000 | πλωτό σπίτι |
ελληνικά | ell-000 | πλωτότητα |
ελληνικά | ell-000 | π.μ. |
ελληνικά | ell-000 | πμ |
ελληνικά | ell-000 | πμενζίνα |
ελληνικά | ell-000 | π.μ./μ.μ. |
ελληνικά | ell-000 | πνέει τα λοίσθια |
τσακώνικα | tsd-001 | πνέου |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πνευ |
ελληνικά | ell-000 | πνευμα |
ελληνικά | ell-000 | πνεύμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πνεῦμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πνεῦμα ἀκάθαρτον |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πνεῦμα πονηρόν |
ελληνικά | ell-000 | πνεύματα |
ελληνικά | ell-000 | πνευματηστικό μέντιουμ |
ελληνικά | ell-000 | πνευματικά |
ελληνικά | ell-000 | πνευματικά δικαιώματα |
ελληνικά | ell-000 | πνευματική |
ελληνικά | ell-000 | πνευματική αντίληψη |
ελληνικά | ell-000 | πνευματική διάταξη |
ελληνικά | ell-000 | πνευματική ιδιοκτησία |
ελληνικά | ell-000 | πνευματική καθυστέρηση |