ελληνικά | ell-000 | οπισθοδρομικός |
ελληνικά | ell-000 | οπισθοδρομικότητα |
ελληνικά | ell-000 | οπισθοδρομώ |
ελληνικά | ell-000 | οπισθοδρομών |
ελληνικά | ell-000 | οπισθοπροβολέας |
ελληνικά | ell-000 | οπισθοσκέδαση |
ελληνικά | ell-000 | οπισθοφύλακας |
ελληνικά | ell-000 | οπισθοφυλακή |
ελληνικά | ell-000 | οπισθόφυλλο |
ελληνικά | ell-000 | οπισθοχώρηση |
ελληνικά | ell-000 | οπισθοχωρώ |
ελληνικά | ell-000 | οπισθοχωρώ φοβισμένος |
ελληνικά | ell-000 | οπίσω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὀπίσω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὁπλ |
ελληνικά | ell-000 | Όπλα |
ελληνικά | ell-000 | όπλα |
ελληνικά | ell-000 | όπλα ακτίνων λέιζερ |
ελληνικά | ell-000 | όπλα κατά προσωπικού |
ελληνικά | ell-000 | όπλα μαζικής καταστροφής |
ελληνικά | ell-000 | οπλαρχηγός |
ελληνικά | ell-000 | οπλαρχηκός |
ελληνικά | ell-000 | ο πλασιέ |
ελληνικά | ell-000 | οπλασκία |
ελληνικά | ell-000 | ο Πλάτωνας |
ελληνικά | ell-000 | οπλή |
ελληνικά | ell-000 | οπλή αλόγου |
ελληνικά | ell-000 | ο πληθυντικός |
ελληνικά | ell-000 | οπλή ίππου |
ελληνικά | ell-000 | Ο Πληροφοριοδότης |
ελληνικά | ell-000 | οπλής |
ελληνικά | ell-000 | ο πλησίον |
ελληνικά | ell-000 | οπληφόρα |
ελληνικά | ell-000 | οπληφόρο θηλαστικό |
ελληνικά | ell-000 | οπληφόρος |
ελληνικά | ell-000 | οπλίζομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὁπλίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | οπλίζω |
ελληνικά | ell-000 | οπλίζω σαν αστακό |
ελληνικά | ell-000 | οπλισμένος |
ελληνικά | ell-000 | οπλισμένος σαν αστακός |
ελληνικά | ell-000 | οπλισμένο σκυρόδεμα |
ελληνικά | ell-000 | οπλισμός |
ελληνικά | ell-000 | οπλιταγωγό |
ελληνικά | ell-000 | οπλίτης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὁπλίτης |
ελληνικά | ell-000 | οπλίτης πυροβολικού |
ελληνικά | ell-000 | οπλο |
ελληνικά | ell-000 | όπλο |
ελληνικά | ell-000 | όπλο ακοής |
ελληνικά | ell-000 | όπλο κυνηγιού |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὅπλον |
ελληνικά | ell-000 | οπλονόμος |
ελληνικά | ell-000 | οπλοποιείο |
ελληνικά | ell-000 | οπλοποιός |
ελληνικά | ell-000 | οπλοπολυβόλο |
ελληνικά | ell-000 | οπλοπωλείο |
ελληνικά | ell-000 | οπλοστάσιο |
ελληνικά | ell-000 | οπλοτεχνούργος |
ελληνικά | ell-000 | οπλουργός |
ελληνικά | ell-000 | οπλούργος |
ελληνικά | ell-000 | ο Πλούτωνας |
ελληνικά | ell-000 | οπλοφορία |
ελληνικά | ell-000 | οπλοφόρος |
ελληνικά | ell-000 | οπλοφορώ |
ελληνικά | ell-000 | οπμαθιασμένος |
ελληνικά | ell-000 | οπόθεν |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὅποι |
ελληνικά | ell-000 | οποιαδήποτε |
ελληνικά | ell-000 | οποιαδήποτε ώρα |
τσακώνικα | tsd-001 | όποιε |
ελληνικά | ell-000 | οποίο |
ελληνικά | ell-000 | οποιοδήποτε |
ελληνικά | ell-000 | οποιοδήποτε άλλο πράγμα |
ελληνικά | ell-000 | οποιοδήποτε πράγμα |
ελληνικά | ell-000 | οποιονδήποτε |
ελληνικά | ell-000 | οποιοπαθητική |
ελληνικά | ell-000 | οποίος |
ελληνικά | ell-000 | οποιος |
ελληνικά | ell-000 | όποιος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὁποῖος |
ελληνικά | ell-000 | όποιος άφισε διαθήκην |
ελληνικά | ell-000 | όποιος είναι επάνω |
ελληνικά | ell-000 | όποιος έχει επίγνωση |
ελληνικά | ell-000 | όποιος καταφέρνει |
ελληνικά | ell-000 | όποιος κατορθώνει |
ελληνικά | ell-000 | όποιος μπορεί να |
ελληνικά | ell-000 | όποιος το λέει είναι |
ελληνικά | ell-000 | οποιοσδήποτε |
ελληνικά | ell-000 | όποιου |
ελληνικά | ell-000 | οποιουδήποτε |
ελληνικά | ell-000 | Ο Πόλεμος των Άστρων |
ελληνικά | ell-000 | Ο Πόλεμος των Άστρων: Επεισόδιο 5 - Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται |
ελληνικά | ell-000 | ο πονέντες |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὁ πονηρός |
ελληνικά | ell-000 | Οπόρτο |
ελληνικά | ell-000 | ο Πορτογάλος |
ελληνικά | ell-000 | οπορτουνισμός |
ελληνικά | ell-000 | οπορτουνιστής |
ελληνικά | ell-000 | οπός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὀπός |
ελληνικά | ell-000 | ο Ποσειδών |
ελληνικά | ell-000 | οπόσουμ |
ελληνικά | ell-000 | οπόταν |
ελληνικά | ell-000 | οπότε |
ελληνικά | ell-000 | όποτε |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὁπότε |
ελληνικά | ell-000 | οποτεδήποτε |
ελληνικά | ell-000 | οποτεδηποτε |
ελληνικά | ell-000 | όποτε και |
ελληνικά | ell-000 | οπου |
ελληνικά | ell-000 | όπου |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὅπου |
ελληνικά | ell-000 | οπουδήποτε |
ελληνικά | ell-000 | οπουδηποτε |
ελληνικά | ell-000 | όπου θέλεις |
ελληνικά | ell-000 | Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει |
ελληνικά | ell-000 | όπου να ’ναι |
ελληνικά | ell-000 | ο πουνέντες |
ελληνικά | ell-000 | Ο πουπουλένιος |
τσακώνικα | tsd-001 | όπου(ρ) |
ελληνικά | ell-000 | οποωροφόρο δέντρο |
ελληνικά | ell-000 | Οππιανός |
ελληνικά | ell-000 | οππορτουνισμός |
ελληνικά | ell-000 | ο πράκτωρ |
ελληνικά | ell-000 | Ο Πρίγκηπας και η Πριγκήπισσα |
ελληνικά | ell-000 | ο προϊστάμενος |
ελληνικά | ell-000 | ο Πρώσος |
ελληνικά | ell-000 | ο πρώτος |
ελληνικά | ell-000 | ο πρώτος τυχόν, ο πάσα ένας |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὀπτ |
ελληνικά | ell-000 | οπτάνθρακας |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὀπτάνομαι |
ελληνικά | ell-000 | οπτασία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὀπτασία |
ελληνικά | ell-000 | οπτασιάζομαι |
ελληνικά | ell-000 | οπτήρας |
ελληνικά | ell-000 | οπτικά |
ελληνικά | ell-000 | Οπτικές αναφορές |
ελληνικά | ell-000 | οπτικές υποδείξεις |
ελληνικά | ell-000 | οπτική |
ελληνικά | ell-000 | οπτική αναγνώριση χαρακτήρων |
ελληνικά | ell-000 | οπτική γωνία |
ελληνικά | ell-000 | Οπτική ένδειξη ήχου |
ελληνικά | ell-000 | οπτική επαφή |
ελληνικά | ell-000 | οπτική επεξεργασία |
ελληνικά | ell-000 | οπτική επιθεώρηση |
ελληνικά | ell-000 | οπτική ιδιότητα |
ελληνικά | ell-000 | οπτική ίνα |
ελληνικά | ell-000 | οπτική ισχύς |
ελληνικά | ell-000 | οπτική παράσταση |
ελληνικά | ell-000 | οπτική πλάνη |
ελληνικά | ell-000 | οπτική προβολή |
ελληνικά | ell-000 | οπτική προσοχή |
ελληνικά | ell-000 | οπτική συσκευή |
ελληνικά | ell-000 | οπτικοακουστικά δεδομένα |
ελληνικά | ell-000 | Οπτικοακουστική εμπειρία ποιότητας των Windows (qWave) |
ελληνικά | ell-000 | οπτικοακουστική παραγωγή |
ελληνικά | ell-000 | οπτικοακουστική πολιτική |
ελληνικά | ell-000 | οπτικοακουστικό μέσο |
ελληνικά | ell-000 | οπτικοακουστικό πρόγραμμα |
ελληνικά | ell-000 | οπτικοακουστικός |
ελληνικά | ell-000 | οπτικοακουστικός τομέας |
ελληνικά | ell-000 | οπτικοακουστικό τεκμήριο |
ελληνικά | ell-000 | οπτικοακουστικο υλικο |
ελληνικά | ell-000 | οπτικοακουστικό υλικό |
ελληνικά | ell-000 | οπτικοακουστικών |
ελληνικά | ell-000 | οπτικό δέντρο |
ελληνικά | ell-000 | οπτικό μέσο |
ελληνικά | ell-000 | οπτικομετρικός |
ελληνικά | ell-000 | οπτικό νεύρο |
ελληνικά | ell-000 | οπτικό όργανο |
ελληνικά | ell-000 | οπτικό πεδίο |
ελληνικά | ell-000 | οπτικό περιβάλλον εργασίας |
ελληνικά | ell-000 | οπτικοποιώ |
ελληνικά | ell-000 | οπτικό πρίσμα |
ελληνικά | ell-000 | οπτικό πυκνόμετρο |
ελληνικά | ell-000 | οπτικός |
ελληνικά | ell-000 | οπτικός άξονας |
ελληνικά | ell-000 | οπτικός απομονωτής |
ελληνικά | ell-000 | οπτικός δέκτης |
ελληνικά | ell-000 | οπτικός διακόπτης |
ελληνικά | ell-000 | οπτικός δίσκος |
ελληνικά | ell-000 | οπτικός ενισχυτής |
ελληνικά | ell-000 | οπτικός ζεύκτης |
ελληνικά | ell-000 | οπτικός μετρητής |
ελληνικά | ell-000 | οπτικός μυς |
ελληνικά | ell-000 | οπτικός σαρωτής |
ελληνικά | ell-000 | οπτικός τηλεγράφος |
ελληνικά | ell-000 | οπτικό σύστημα |
ελληνικά | ell-000 | οπτικό φαινόμενο |
ελληνικά | ell-000 | οπτιμισμός |
ελληνικά | ell-000 | οπτιμιστής |
ελληνικά | ell-000 | οπτιμιστικός |
ελληνικά | ell-000 | οπτιμίστρια |
ελληνικά | ell-000 | όπτιμουμ |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὀπτίων |
ελληνικά | ell-000 | οπτοζεύκτης |
ελληνικά | ell-000 | Οπτοηλεκτρονική |
ελληνικά | ell-000 | οπτόπλινθος |
ελληνικά | ell-000 | οπτόπλινθος/τούβλο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὀπτός |
ελληνικά | ell-000 | οπώρα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὀπώρα |
ελληνικά | ell-000 | οπωρικά |
ελληνικά | ell-000 | οπωρικό |
τσακώνικα | tsd-001 | οπωρικό |
ελληνικά | ell-000 | οπωροζάκχαρο |
ελληνικά | ell-000 | οπωρολογία |
ελληνικά | ell-000 | οπωροπαραγωγός |
ελληνικά | ell-000 | οπωροπωλείο |
ελληνικά | ell-000 | οπωροπώλης |
ελληνικά | ell-000 | οπωροσάκχαρο |
ελληνικά | ell-000 | οπωροφόρο |
ελληνικά | ell-000 | οπωροφόρο δέντρο |
ελληνικά | ell-000 | οπωροφόρος |
ελληνικά | ell-000 | οπωρώδης |
ελληνικά | ell-000 | οπωρώνας |
ελληνικά | ell-000 | οπως |
ελληνικά | ell-000 | όπως |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὅπως |
ελληνικά | ell-000 | όπως είναι |
ελληνικά | ell-000 | όπως εξηγεί |
ελληνικά | ell-000 | όπως έτυχε |
ελληνικά | ell-000 | όπως θέλετε |
ελληνικά | ell-000 | όπως και η |
ελληνικά | ell-000 | όπως και να έχει |
ελληνικά | ell-000 | όπως κι’ να έχει |
ελληνικά | ell-000 | όπως όπως |
ελληνικά | ell-000 | όπως πρίν |
ελληνικά | ell-000 | όπως συνηθίζεται |
ελληνικά | ell-000 | οπωσδήποτε |
ελληνικά | ell-000 | οπωσδηποτε |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὁρ |
ελληνικά | ell-000 | οραγγουτάγγος |
ελληνικά | ell-000 | ο ραδιούργος |
ελληνικά | ell-000 | Όραλ |
ελληνικά | ell-000 | όραμα |
τσακώνικα | tsd-001 | όραμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὅραμα |
ελληνικά | ell-000 | οραματίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | οραματικός |
ελληνικά | ell-000 | οραματισμός |
ελληνικά | ell-000 | οραματιστής |
ελληνικά | ell-000 | Οράν |
ελληνικά | ell-000 | οράσεως |
ελληνικά | ell-000 | όραση |
τσακώνικα | tsd-001 | όρασι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὅρασις |
τσακώνικα | tsd-001 | ορατέ |
ελληνικά | ell-000 | Ορατή ομιλία |
ελληνικά | ell-000 | Οράτιος |
ελληνικά | ell-000 | Οράτιος Χαλιναρης |
ελληνικά | ell-000 | ορατό περίγραμμα |
ελληνικά | ell-000 | ορατόριο |
ελληνικά | ell-000 | ορατός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὁρατός |
ελληνικά | ell-000 | ορατότης |
ελληνικά | ell-000 | ορατότητα |
ελληνικά | ell-000 | ορατότητηα |
ελληνικά | ell-000 | ορατώς |
ελληνικά | ell-000 | ο ράφτης |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὁράω |
ελληνικά | ell-000 | ορβηγία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ὀργ |
ελληνικά | ell-000 | όργανα ακοής |
ελληνικά | ell-000 | όργανα ακρίβειας |
ελληνικά | ell-000 | όργανα αναπαραγωγής |
ελληνικά | ell-000 | οργανα ασφαλειασ |
ελληνικά | ell-000 | οργανα για αναπηρουσ |
ελληνικά | ell-000 | όργανα διαχείρισης των Windows |
ελληνικά | ell-000 | όργανα εκτελεστικής εξουσίας |
ελληνικά | ell-000 | όργανα ελέγχου |
ελληνικά | ell-000 | οργανάκι |
ελληνικά | ell-000 | όργανα χειρισμού |
τσακώνικα | tsd-001 | όργανε |
ελληνικά | ell-000 | οργανέτο |
ελληνικά | ell-000 | οργανικά |
ελληνικά | ell-000 | οργανικά απόβλητα |
ελληνικά | ell-000 | οργανικές ουσίες |
ελληνικά | ell-000 | οργανική |
ελληνικά | ell-000 | οργανική βλάβη |
ελληνικά | ell-000 | οργανική ένωση |
ελληνικά | ell-000 | οργανική θεωρία |
ελληνικά | ell-000 | οργανική μονάδα |
ελληνικά | ell-000 | οργανική μουσική |
ελληνικά | ell-000 | οργανική πτώση |
ελληνικά | ell-000 | οργανική ύλη |
ελληνικά | ell-000 | οργανική χημεία |
ελληνικά | ell-000 | οργανικό άζωτο |
ελληνικά | ell-000 | οργανικό λίπασμα |
ελληνικά | ell-000 | οργανικό οξύ |
ελληνικά | ell-000 | οργανικός |
ελληνικά | ell-000 | οργανικός άνθρακας |
ελληνικά | ell-000 | οργανικός διαλύτης |