ελληνικά | ell-000 | προσαρμογή στις κλιματικές μεταβολές |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμογή συνδέσμων |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμογή των δημοσιονομικών προοπτικών |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμόζομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοζόμενη συμπίεση |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοζω |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμόζω |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμόζω κοινωνικά |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμόζω σώμα οχήματος στο σασί |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμόσιμη μορφή |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμόσιμο |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμόσιμο είδος |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμόσιμος |
ελληνικά | ell-000 | Προσαρμοσμένες στήλες |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένη γραμμή εργαλείων |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένη γραμμή συντομεύσεων |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένη διάταξη |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένη εγκατάσταση |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένη μάσκα υποδικτύου |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένη ομάδα |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένη παλέτα |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένη παλέτα χρωμάτων |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένη προβολή |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένη προσθήκη |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένη τιμή |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένη φράση |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένο λεξικό |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένο μενού |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένο παράθυρο διαλόγου |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένο πεδίο |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένο πεδίο ομάδας |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένο ποσοστό |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένο προφίλ |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένος |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένος παραλήπτης |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένο σε |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοσμένο χαρακτηριστικό |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοστής |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοστικό κύκλωμα |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοστικός |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοστικός πατέρας |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοστικοτητα |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοστικότητα |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοστικότητα εργαζομένου |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμοστός |
ελληνικά | ell-000 | προσαρμώζω |
ελληνικά | ell-000 | προσάρτημα |
ελληνικά | ell-000 | προσαρτημένος |
ελληνικά | ell-000 | προσαρτημένος προϋπολογισμός |
ελληνικά | ell-000 | προσάρτηση |
ελληνικά | ell-000 | Προσάρτηση της Αυστρίας |
ελληνικά | ell-000 | προσαρτήσιμος |
ελληνικά | ell-000 | προσάρτητος |
ελληνικά | ell-000 | προσαρτώ |
ελληνικά | ell-000 | προσαρτώμαι |
ελληνικά | ell-000 | προσαυξάνομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσαυξάνω |
ελληνικά | ell-000 | προσαυξήσεις μισθού |
ελληνικά | ell-000 | προσαύξηση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσαυρίζω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσαχέω |
ελληνικά | ell-000 | προσαχθείς |
ελληνικά | ell-000 | πρόσαψη |
ελληνικά | ell-000 | προσβάλλομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσβαλλόμενη απόφαση |
ελληνικά | ell-000 | προσβάλλω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσϐάλλω |
ελληνικά | ell-000 | προσβάλλω εξ εφόδου |
ελληνικά | ell-000 | προσβαση |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση |
ελληνικά | ell-000 | προσβαση για αναπηρουσ |
ελληνικά | ell-000 | Πρόσβαση κινητών συσκευών για Windows SharePoint Services |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση σε δρόμο υπερταχείας κυκλοφορίας |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση σε επάγγελμα |
ελληνικά | ell-000 | προσβαση σε υπηρεσιεσ υγειασ |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση στη δικαιοσύνη |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση στην αγορά |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση στην αγορά εργασίας |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση στην εκπαίδευση |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση στην θάλασσα |
ελληνικά | ell-000 | προσβαση στην πληροφορηση |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση στην πληροφόρηση |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση στην πληροφορία |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση στις πληροφορίες της ΕΕ |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση στο Internet |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση στο Διαδίκτυο |
ελληνικά | ell-000 | πρόσβαση ως ανώνυμος χρήστης |
ελληνικά | ell-000 | προσβάσιμος |
ελληνικά | ell-000 | προσβασιμότητα |
ελληνικά | ell-000 | προσβατός |
ελληνικά | ell-000 | προσβεβλημένος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσβιβάζω |
ελληνικά | ell-000 | προσβλέπω |
ελληνικά | ell-000 | προσβλέπω ατενώς |
ελληνικά | ell-000 | προσβλέπω επιμονώς |
ελληνικά | ell-000 | προσβληθείς από ηλίαση |
ελληνικά | ell-000 | προσβλημένος |
ελληνικά | ell-000 | προσβλητικά |
ελληνικά | ell-000 | προσβλητικός |
ελληνικά | ell-000 | προσβλητικότητα |
ελληνικά | ell-000 | προσβολή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσβολή |
ελληνικά | ell-000 | προσβολή δημοσίας αιδούς |
ελληνικά | ell-000 | προσβολή της ασφάλειας του κράτους |
ελληνικά | ell-000 | προσγειώθηκε |
ελληνικά | ell-000 | προσγειωνομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσγειώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσγειώνομαι αναγκαστικά |
ελληνικά | ell-000 | προσγειώνω |
ελληνικά | ell-000 | προσγειώνω σε κατάστρωμα αεροπλανοφόρου |
ελληνικά | ell-000 | προσγείωση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσγελάω |
ελληνικά | ell-000 | προσγίνομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσδαπανάω |
ελληνικά | ell-000 | προσδένομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσδένω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσδέομαι |
ελληνικά | ell-000 | πρόσδεση |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσδέχομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσδιαγραφή |
ελληνικά | ell-000 | προσδίδω |
ελληνικά | ell-000 | προσδίδω αξία |
ελληνικά | ell-000 | προσδίδω αξιοπρέπεια |
ελληνικά | ell-000 | προσδίνω |
ελληνικά | ell-000 | προσδιορίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσδιοριζόμενος |
ελληνικά | ell-000 | προσδιορίζω |
ελληνικά | ell-000 | προσδιορίζω ποσοτικά |
ελληνικά | ell-000 | προσδιορίζω ταυτότητα |
ελληνικά | ell-000 | προσδιορισμένη ανοχή |
ελληνικά | ell-000 | προσδιορισμένη θέση |
ελληνικά | ell-000 | προσδιορισμός |
ελληνικά | ell-000 | προσδιοριστική λέξη γραμματική |
ελληνικά | ell-000 | προσδιοριστικό |
ελληνικά | ell-000 | προσδιοριστικός |
ελληνικά | ell-000 | προσδιοριστικό σημείο |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσδοκάω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσδόκημα |
ελληνικά | ell-000 | προσδοκία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσδοκία |
ελληνικά | ell-000 | προσδόκιμο επιβίωσης |
ελληνικά | ell-000 | προσδοκιμο επιβιωσησ |
ελληνικά | ell-000 | προσδόκιμο ζωής |
ελληνικά | ell-000 | προσδόκιμος |
ελληνικά | ell-000 | προσδοκώ |
ελληνικά | ell-000 | προσδοκώμενος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσδραμὼν ἔμπροσθεν |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσεάω |
ελληνικά | ell-000 | προσεγγίζω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσεγγίζω |
ελληνικά | ell-000 | προσέγγιση |
ελληνικά | ell-000 | προσέγγιση των νομοθεσιών |
ελληνικά | ell-000 | προσέγγιση των πολιτικών |
ελληνικά | ell-000 | προσεγγιστικά |
ελληνικά | ell-000 | προσεγγιστικός |
ελληνικά | ell-000 | προσεδαφίζω |
ελληνικά | ell-000 | προσειλητισμος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρόσειλος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρόσειμι |
ελληνικά | ell-000 | προσεκτικά |
ελληνικά | ell-000 | προσεκτική ανάγνωση |
ελληνικά | ell-000 | προσεκτική εξέταση |
ελληνικά | ell-000 | προσεκτικό |
ελληνικά | ell-000 | προσεκτικος |
ελληνικά | ell-000 | προσεκτικός |
ελληνικά | ell-000 | προσεκτικός αναγνώστης |
ελληνικά | ell-000 | προσεκτικότης |
ελληνικά | ell-000 | προσεκτικότητα |
ελληνικά | ell-000 | προσεκτικώς |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσέλασις |
ελληνικά | ell-000 | προσέλευση |
ελληνικά | ell-000 | προσεληνώνω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσελθοῦσα |
ελληνικά | ell-000 | προσελκείω |
ελληνικά | ell-000 | προσελκύομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσέλκυση |
ελληνικά | ell-000 | προσελκυση συμμετεχοντων |
ελληνικά | ell-000 | προσελκύω |
ελληνικά | ell-000 | πρόσεξε |
ελληνικά | ell-000 | προσέξτε |
ελληνικά | ell-000 | προσέξτε πού πατάτε |
ελληνικά | ell-000 | προσέξτε που πηγαίνετε |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσεργάζομαι |
ελληνικά | ell-000 | Προσερπίνα |
ελληνικά | ell-000 | προσέρχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσέρχομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσεταιρίζομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσεταιριστικός |
ελληνικά | ell-000 | προσέτι |
ελληνικά | ell-000 | προσευχαί |
ελληνικά | ell-000 | Προσευχή |
ελληνικά | ell-000 | προσευχή |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσευχή |
ελληνικά | ell-000 | προσευχη |
ελληνικά | ell-000 | προσεύχη |
ελληνικά | ell-000 | προσευχητάρι |
ελληνικά | ell-000 | προσευχητάριο |
ελληνικά | ell-000 | προσευχητήριο |
ελληνικά | ell-000 | Προσευχή του Ιησού |
ελληνικά | ell-000 | προσευχομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσεύχομαι |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσεύχομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσευχόμενος |
ελληνικά | ell-000 | προσεχές έτος |
ελληνικά | ell-000 | προσεχής |
ελληνικά | ell-000 | προσεχής μήνας |
τσακώνικα | tsd-001 | προσέχου |
ελληνικά | ell-000 | προσεχούς μηνός |
ελληνικά | ell-000 | προσεχτικά |
τσακώνικα | tsd-001 | προσεχτικό-ά-ό |
ελληνικά | ell-000 | προσεχτικός |
ελληνικά | ell-000 | προσεχτικός παίχτης |
ελληνικά | ell-000 | προσέχω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσέχω |
ελληνικά | ell-000 | προσέχων |
ελληνικά | ell-000 | προσεχώς |
ελληνικά | ell-000 | προσηγορικό |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσηγορικόν |
ελληνικά | ell-000 | προσηγορικός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσηγορικός |
ελληνικά | ell-000 | προσήκω |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσήκω |
ελληνικά | ell-000 | προσήκων έλεγχος |
ελληνικά | ell-000 | προσηλιακός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσηλόω |
ελληνικά | ell-000 | προσηλυτίζω |
ελληνικά | ell-000 | προσηλύτιση |
ελληνικά | ell-000 | προσηλυτισμός |
ελληνικά | ell-000 | προσηλυτιστής |
ελληνικά | ell-000 | προσήλυτος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | προσήλυτος |
ελληνικά | ell-000 | προσηλωμένος |
ελληνικά | ell-000 | προσηλώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσηλώνω |
ελληνικά | ell-000 | προσήλωση |
ελληνικά | ell-000 | προσημείωση |
ελληνικά | ell-000 | πρόσημο |
ελληνικά | ell-000 | προσηνά |
ελληνικά | ell-000 | προσήνεια |
ελληνικά | ell-000 | προσήνεμα |
ελληνικά | ell-000 | προσήνεμος |
ελληνικά | ell-000 | προσήνεμως |
ελληνικά | ell-000 | προσηνέμως |
ελληνικά | ell-000 | προσηνής |
ελληνικά | ell-000 | προσηνώς |
ελληνικά | ell-000 | προσηρτημένος |
ελληνικά | ell-000 | προσηρτημένο ωδέ |
ελληνικά | ell-000 | προσθαλασσόνομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσθαλασσώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | προσθαλασσώνω |
ελληνικά | ell-000 | προσθαλάσσωση |
ελληνικά | ell-000 | προσθαλάσωση |
ελληνικά | ell-000 | προσθεμένος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | πρόσθεν |
ελληνικά | ell-000 | προσθεση |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθεση |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθεση επαυξήσεως |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθεση συμμιγών |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετα |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετα ασφαλίστρα |
ελληνικά | ell-000 | Πρόσθετα κριτήρια εύρεσης |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετα μέτρα |
ελληνικά | ell-000 | προσθετα τροφιμων |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετα τροφίμων |
ελληνικά | ell-000 | προσθέτεο |
ελληνικά | ell-000 | προσθετέος |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετες απολαβές |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετη δασμολογική επιβάρυνση |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετη διασφάλιση |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετη επιβάρυνση |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετη εργασία |
ελληνικά | ell-000 | προσθετημένη |
ελληνικά | ell-000 | προσθετημένο |
ελληνικά | ell-000 | προσθετημένος |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετη μίσθωση |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετη οθόνη |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετη παρουσίαση |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετη συμφωνία |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετη συσκευή |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετη φορολογία |
ελληνικά | ell-000 | προσθετική |
ελληνικά | ell-000 | προσθετική διαδικασία |
ελληνικά | ell-000 | προσθετική οδοντιατρική |
ελληνικά | ell-000 | προσθετικό πολυμερές |
ελληνικά | ell-000 | προσθετικός |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετο |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετο Outlook |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετο PowerPoint |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετο-βελτιωτικό |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετο εισόδημα |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετοι πόροι |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετο καυσίμου |
ελληνικά | ell-000 | Πρόσθετο οργανογραμμάτων για τα προγράμματα του Microsoft® Office |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετος |
ελληνικά | ell-000 | πρόσθετος φόρος |