ελληνικά | ell-000 | αξιόγραφο |
ελληνικά | ell-000 | αξιοδάκρυτα |
ελληνικά | ell-000 | αξιοδάκρυτος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοζήλευτα |
ελληνικά | ell-000 | αξιοζήλευτος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοθαύμαστα |
ελληνικά | ell-000 | αξιοθαύμαστος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοθέατα |
ελληνικά | ell-000 | αξιοθέατο |
ελληνικά | ell-000 | αξιοθρήνητα |
ελληνικά | ell-000 | αξιοθρήνητος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοκατάκριτος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοκαταφρόνητα |
ελληνικά | ell-000 | αξιοκαταφρόνητο |
ελληνικά | ell-000 | αξιοκαταφρόνητος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοκρατία |
ελληνικά | ell-000 | αξιολάτρευτο |
ελληνικά | ell-000 | αξιολάτρευτος |
ελληνικά | ell-000 | αξιόλογα |
ελληνικά | ell-000 | αξιολογηση |
ελληνικά | ell-000 | αξιολόγηση |
ελληνικά | ell-000 | αξιολογηση αναγκων |
ελληνικά | ell-000 | αξιολόγηση/αποτίμηση/εκτίμηση |
ελληνικά | ell-000 | αξιολόγηση έντυπου υλικού |
ελληνικά | ell-000 | αξιολόγηση εργασίας |
ελληνικά | ell-000 | αξιολογηση εργασιασ |
ελληνικά | ell-000 | Αξιολόγηση και εδραίωση προμηθευτών |
ελληνικά | ell-000 | Αξιολόγηση κοινότητας SpyNet |
ελληνικά | ell-000 | Αξιολόγηση προϊόντος μετά την κυκλοφορία |
ελληνικά | ell-000 | Αξιολόγηση στρατηγικής συγχώνευσης ή εξαγοράς |
ελληνικά | ell-000 | αξιολόγηση σχεδίου |
ελληνικά | ell-000 | αξιολόγηση της βοήθειας |
ελληνικά | ell-000 | αξιολόγηση της τεχνολογίας |
ελληνικά | ell-000 | αξιολόγηση του προσωπικού |
ελληνικά | ell-000 | αξιολόγηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων |
ελληνικά | ell-000 | Αξιολόγηση υπεράκτιας στρατηγικής για διαδικασίες ΑΔ |
ελληνικά | ell-000 | αξιολογήσιμος |
ελληνικά | ell-000 | αξιολογία |
ελληνικά | ell-000 | αξιόλογος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀξιόλογος |
ελληνικά | ell-000 | αξιόλογος αγία γραφή |
ελληνικά | ell-000 | αξιόλογος αγωγή |
ελληνικά | ell-000 | άξιο λόγου |
ελληνικά | ell-000 | αξιολογούμαι |
ελληνικά | ell-000 | αξιολογώ |
ελληνικά | ell-000 | αξιολογώ αισθητικά |
ελληνικά | ell-000 | αξιολύπητος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοματούχος |
ελληνικά | ell-000 | αξιόμαχος |
ελληνικά | ell-000 | αξιόμεμπτο |
ελληνικά | ell-000 | αξιόμεμπτος |
ελληνικά | ell-000 | αξιομέμπτως |
ελληνικά | ell-000 | αξιομίμητος |
ελληνικά | ell-000 | αξιομίσητος |
ελληνικά | ell-000 | αξιομνημόνευτο |
ελληνικά | ell-000 | αξιομνημόνευτος |
ελληνικά | ell-000 | Άξιον Εστί |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπαρατήρητο |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπαρατήρητος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπερίεργο |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπερίεργο αντικείμενο |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπερίεργος |
ελληνικά | ell-000 | αξιόπιστα |
ελληνικά | ell-000 | αξιόπιστη ρίζα |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπιστία |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπιστια |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀξιοπιστία |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπιστία δάσους |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπιστία δεδομένων |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπιστία ομοτίμων |
ελληνικά | ell-000 | αξιόπιστο |
ελληνικά | ell-000 | αξιόπιστο δάσος |
ελληνικά | ell-000 | αξιόπιστο πρόσωπο |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπιστός |
ελληνικά | ell-000 | αξιόπιστος |
ελληνικά | ell-000 | αξιόπιστος άνθρωπος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπίστως |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπλοΐα |
ελληνικά | ell-000 | αξιόπλοος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοποίηση |
ελληνικά | ell-000 | αξιοποίηση του τοπίου |
ελληνικά | ell-000 | αξιοποίηση των υδάτων |
ελληνικά | ell-000 | αξιοποίηση των φυτοφαρμάκων |
ελληνικά | ell-000 | αξιοποίηση φυσικών πόρων |
ελληνικά | ell-000 | αξιοποιήσιμος |
ελληνικά | ell-000 | αξιόποινη πράξη |
ελληνικά | ell-000 | αξιόποινος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοποιούμαι |
ελληνικά | ell-000 | αξιοποιώ |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπρέπεια |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπρεπέστερος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπρεπής |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπρεπής κυρία |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπρεπώς |
ελληνικά | ell-000 | αξιοπρόσεχτος |
ελληνικά | ell-000 | Αξιός |
ελληνικά | ell-000 | άξιος |
ελληνικά | ell-000 | αξιος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἄξιος |
ελληνικά | ell-000 | άξιος ακάλυπτος |
ελληνικά | ell-000 | άξιος ανακουφίσεως |
ελληνικά | ell-000 | άξιος ανακριτού |
ελληνικά | ell-000 | άξιος αναμμένος |
ελληνικά | ell-000 | άξιος βοήθειας |
ελληνικά | ell-000 | άξιος δημοσίευσης |
ελληνικά | ell-000 | άξιος εμπιστοσύνης |
ελληνικά | ell-000 | άξιος λόγου |
ελληνικά | ell-000 | άξιος μνείας |
ελληνικά | ell-000 | άξιος περιβολάρης |
ελληνικά | ell-000 | άξιος περιφρονήσεως |
ελληνικά | ell-000 | άξιος περιφρόνησης |
ελληνικά | ell-000 | αξιοσέβαστος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοσημείωτα |
ελληνικά | ell-000 | αξιοσημείωτο |
ελληνικά | ell-000 | αξιοσημείωτο γεγονός |
ελληνικά | ell-000 | αξιοσημείωτος |
ελληνικά | ell-000 | αξιοσημειώτως |
ελληνικά | ell-000 | αξιοσύνη |
ελληνικά | ell-000 | αξιοσύστατος |
ελληνικά | ell-000 | αξιότης |
ελληνικά | ell-000 | αξιότητα |
ελληνικά | ell-000 | αξιότιμοι |
ελληνικά | ell-000 | αξιοτιμος |
ελληνικά | ell-000 | αξιότιμος |
ελληνικά | ell-000 | αξιότιμος κύριος |
ελληνικά | ell-000 | αξιόχρεο |
ελληνικά | ell-000 | αξιόχρεον |
ελληνικά | ell-000 | αξιόχρεος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀξιόω |
ελληνικά | ell-000 | αξιώ |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀξίωμα |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα εφημερίου |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα ηγουμένου |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα κήρυκα |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα λόρδου |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα λοχίου |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα προξένου |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα στρατηγού |
ελληνικά | ell-000 | αξιωματικος |
ελληνικά | ell-000 | αξιωματικός |
ελληνικά | ell-000 | αξιωματικός επιτελείου |
ελληνικά | ell-000 | αξιωματικός ιππικού |
ελληνικά | ell-000 | αξιωματικός καταστρώματος |
ελληνικά | ell-000 | αξιωματικός μηχανικού |
ελληνικά | ell-000 | αξιωματικός ωνίων |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα του αρχιεπίσκοπου |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα του γερουσιαστού |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα του πρεσβεύτου |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα του συνταγματάρχη |
ελληνικά | ell-000 | αξίωμα του ταμίου |
ελληνικά | ell-000 | αξιωματούχος |
ελληνικά | ell-000 | αξιώνομαι |
ελληνικά | ell-000 | αξιώνω |
ελληνικά | ell-000 | αξίως |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀξίως |
ελληνικά | ell-000 | αξίωση |
ελληνικά | ell-000 | αξίωση παροχής εννόμου προστασίας |
ελληνικά | ell-000 | αξόδευτος |
ελληνικά | ell-000 | αξολότλ |
ελληνικά | ell-000 | Άξονας |
ελληνικά | ell-000 | άξονας |
ελληνικά | ell-000 | άξονας y |
ελληνικά | ell-000 | άξονας αγγείου μίσχου |
ελληνικά | ell-000 | άξονας ανάρτησης |
ελληνικά | ell-000 | άξονας ατράκτου |
ελληνικά | ell-000 | άξονας γραμμής κύλισης |
ελληνικά | ell-000 | άξονας εκκύλισης |
ελληνικά | ell-000 | άξονας Ζ |
ελληνικά | ell-000 | άξονας καρντάν |
ελληνικά | ell-000 | άξονας κεντροφορέα |
ελληνικά | ell-000 | άξονας περιστροφής |
ελληνικά | ell-000 | άξονας πρόωσης |
ελληνικά | ell-000 | άξονας στροφαλοφόρος |
ελληνικά | ell-000 | άξονας συμμετρίας |
ελληνικά | ell-000 | άξονας συμπλέκτη |
ελληνικά | ell-000 | άξονας συμπύκνωσης γραμμών |
ελληνικά | ell-000 | άξονας συντεταγμένων |
ελληνικά | ell-000 | άξονας του κακού |
ελληνικά | ell-000 | άξονας τροχού |
ελληνικά | ell-000 | άξονας Χ |
ελληνικά | ell-000 | άξονας Ψ |
ελληνικά | ell-000 | αξονική ακτίνα |
ελληνικά | ell-000 | αξονική ανοχή |
ελληνικά | ell-000 | αξονική γραμμή |
ελληνικά | ell-000 | αξονική έδραση |
ελληνικά | ell-000 | αξονικη μετατοπιση |
ελληνικά | ell-000 | αξονική τάση |
ελληνικά | ell-000 | αξονικό βήμα |
ελληνικά | ell-000 | αξονικό μέτρο |
ελληνικά | ell-000 | αξονικός |
ελληνικά | ell-000 | αξονικός ανεμιστήρας |
ελληνικά | ell-000 | αξονικός μυς |
ελληνικά | ell-000 | αξονικός σκελετός |
ελληνικά | ell-000 | αξονικός στροφέας |
ελληνικά | ell-000 | αξονικός συμπιεστής |
ελληνικά | ell-000 | αξονικό φορτίο |
ελληνικά | ell-000 | αξονίσκος |
ελληνικά | ell-000 | αξονομετρική προβολή |
ελληνικά | ell-000 | άξονος |
ελληνικά | ell-000 | Αξούμ |
τσακώνικα | tsd-001 | αξούριστε |
ελληνικά | ell-000 | αξούριστος |
ελληνικά | ell-000 | αξυρισιά |
ελληνικά | ell-000 | αξύριστα γένεια |
ελληνικά | ell-000 | αξύριστα γένια |
ελληνικά | ell-000 | αξύριστος |
ελληνικά | ell-000 | άξων |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἄξων |
ελληνικά | ell-000 | άξων άμαξης |
ελληνικά | ell-000 | άξωνας |
ελληνικά | ell-000 | άξων τροχαλίας |
ελληνικά | ell-000 | άξων τροχού |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Αγίου Δημητρίου |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Αιγάλεω |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Αιγιέας Αιγίου |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Ανωγής Κεφαλληνίας |
τσακώνικα | tsd-001 | άογο |
τσακώνικα | tsd-001 | αογόμουζα |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Δάφνη Πατρών |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Διακοπτό |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Εθνικός Ολυμπιακός Βόλου |
ελληνικά | ell-000 | ΑΟΖ |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Θέας |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Θήβα |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Θρασύβουλος Φυλής |
ελληνικά | ell-000 | ΑΟ Θρίαμβος Πατρών |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀοιδή |
ελληνικά | ell-000 | αοίδιμος |
ελληνικά | ell-000 | αοιδός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀοιδός |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἄοινος |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Ιωνικός Νικαίας |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Κέρκυρα |
ελληνικά | ell-000 | άοκνος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀόκνως |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Κολοσσός Ρόδου |
ελληνικά | ell-000 | ΑΟ Κορωπί |
ελληνικά | ell-000 | αόματος |
ελληνικά | ell-000 | αόμματος |
ελληνικά | ell-000 | ΑΟ Νέα Καβάλα |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Ξάνθη |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Ομόνοια Λευκωσίας |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Πανηλειακός |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Πέλοπας Πάτρα |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Πήγασος Μπεγουλακίου |
ελληνικά | ell-000 | άοπλος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἄοπλος |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Προοδευτική Νεολαία |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἄορ |
ελληνικά | ell-000 | Αοράκι/Βουνό Κουκ |
τσακώνικα | tsd-001 | αόρατε |
ελληνικά | ell-000 | Αόρατη Γυναίκα |
ελληνικά | ell-000 | αόρατη λειτουργία |
ελληνικά | ell-000 | αόρατη μελάνη |
ελληνικά | ell-000 | αόρατο |
ελληνικά | ell-000 | αόρατος |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀόρατος |
ελληνικά | ell-000 | αορατώς |
ελληνικά | ell-000 | αόριστα |
ελληνικά | ell-000 | αοριστία |
ελληνικά | ell-000 | αόριστο άρθρο |
ελληνικά | ell-000 | αόριστο κακό προαίσθημα |
ελληνικά | ell-000 | αοριστολογία |
ελληνικά | ell-000 | αοριστολογώ |
ελληνικά | ell-000 | αόριστο ολοκλήρωμα |
ελληνικά | ell-000 | αόριστος |
ελληνικά | ell-000 | αόριστος χρόνος |
ελληνικά | ell-000 | αορίστως |
ελληνικά | ell-000 | αορτή |
ελληνικά | ell-000 | αόρτη |
ἑλληνικὴ γλῶττα | grc-000 | ἀορτή |
ελληνικά | ell-000 | αορτήρας |
ελληνικά | ell-000 | αορτήρας ανήρ |
ελληνικά | ell-000 | αορτική μεσοπλεύρια αρτηρία |
ελληνικά | ell-000 | αορτικός |
ελληνικά | ell-000 | αορτικό τόξο |
ελληνικά | ell-000 | αορτοστεφανιαία παράκαμψη |
ελληνικά | ell-000 | άοσμος |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Σπάρτακος Οβρυάς |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Σπόρτιγκ |
τσακώνικα | tsd-001 | άοτε |
ελληνικά | ell-000 | Αοτεαρόα |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Τηλυκράτης |
ελληνικά | ell-000 | Α.Ο. Τρίκαλα |
τσακώνικα | tsd-001 | αού |
ελληνικά | ell-000 | Άουγκουστ Κούμπιτσεκ |
ελληνικά | ell-000 | Αουγκούστ Μάκε |
ελληνικά | ell-000 | Αουγκούστο Πινοσέτ |
ελληνικά | ell-000 | Άουγκσμπουργκ |
ελληνικά | ell-000 | αουκουμέα |
ελληνικά | ell-000 | Αούνγκ Σαν Σούου Κίι |
ελληνικά | ell-000 | Αουρβαντίλ |
ελληνικά | ell-000 | αουριχαλκίτης |
ελληνικά | ell-000 | Αουρόρα |